Είναι κάτι που στην Ευρώπη δεν κουβεντιάζουμε –ακόμη– ανοιχτά, διότι η αστική μας παράδοση και ο κοινωνικός προοδευτισμός μας δεν το επιτρέπουν. Μιλήσαμε πολύ για τα νυχτοπερπατήματα της Κίμπερλι Γκίλφοϊλ στον Κωνσταντίνο Αργυρό, το ανύπαρκτο διπλωματικό παρελθόν της, την πρώην σχέση της με τον υιό Τραμπ, αλλά όταν φτάσαμε στην εμφάνισή της, περιοριστήκαμε σε κάποια γενικά σχόλια περί «αισθητικής», αποφεύγοντας αριστοτεχνικά τον ελέφαντα στο δωμάτιο: τις αισθητικές επεμβάσεις.
Η ίδια η Γκίλφοϊλ μάλλον δεν θα είχε κανένα πρόβλημα. Είναι λίαν απίθανο να έχεις αυτό το πρόσωπο στα 55 σου και να περιμένεις να πιστέψει ο κόσμος ότι είναι απείραχτο. Η υποκρισία σχετικά με τις αισθητικές επεμβάσεις είναι, επίσης, ευρωπαϊκή εμμονή· γυναίκες από τον χώρο του θεάματος κυρίως, που προσπαθούν να σηκώσουν το πεισματικά ακίνητο από τα botox φρύδι, δηλώνοντας μετ’ επιτάσεως «δεν έχω πειράξει ποτέ τίποτε».
Αν, όμως, στη σόουμπιζ όλα αυτά είναι και αναμενόμενα και εν πολλοίς δικαιολογημένα, στην πολιτική τα πράγματα αλλάζουν. Εμείς είμαστε συνηθισμένοι σε ισχυρές γυναίκες τύπου Κριστίν Λαγκάρντ και Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Οι οποίες, βέβαια, επίσης δέχονται πυρά για την εμφάνισή τους, από την ανάποδη όμως («πώς είναι έτσι η “γριά”» κ.λπ.). Ας καταλήξουμε ότι οι γυναίκες θα σχολιάζονται για την εμφάνισή τους ό,τι κι αν κάνουν, ώστε να προχωρήσουμε.
Στις ΗΠΑ, όπου το να κάνεις πλαστικές ή αισθητικές επεμβάσεις είναι περίπου σαν να πηγαίνεις στο γυμναστήριο, αυτά τα θέματα δεν αποτελούν καθόλου ταμπού. Αντιθέτως, δημιουργούν μόδες και trends. Τα οποία όχι μόνο δεν μένουν έξω από την πολιτική, αλλά ενίοτε ξεκινούν από αυτήν. Το τρέχον, είναι αυτό που η Αλέινα Δημόπουλος αποκαλεί «Το πρόσωπο του Μαρ-α-Λάγκο» (Mar-a-Lago Face), σε άρθρο της στον Guardian. Το οποίο άρθρο, καθόλου τυχαία, συνοδεύεται από φωτογραφία της Κίμπερλι Γκίλφοϊλ.
«Ο όρος», γράφει, «περιγράφει ένα υπερβολικά λείο, τεχνητά διογκωμένο πρόσωπο, με φουσκωμένα χείλη, “παγωμένα” φρύδια και τεντωμένο λαιμό· ένα στιλ που πολλοί συνδέουν με πρόσωπα του συντηρητικού πολιτικού κύκλου, όπως η Κρίστι Νόεμ, η Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, η Λόρα Λούμερ ή ο Ματ Γκετς. Το αποτέλεσμα θυμίζει περισσότερο τηλεοπτικές περσόνες, υπερβολικά ρετουσαρισμένες influencers και, όπως σχολιάζουν μερικοί, ακόμη και φιγούρες της drag σκηνής».
Σε πρόσφατο ρεπορτάζ του, το Axios έγραψε ότι οι πλαστικοί στην Ουάσινγκτον τρίβουν τα χέρια τους, λόγω της σημαντικής αύξησης στη ζήτηση για επιτηδευμένα υπερβολικές παρεμβάσεις.
Αρκετά στελέχη του πολιτικού περιβάλλοντος Τραμπ, γράφει το ρεπορτάζ, ζητούν αισθητικές αλλαγές που όχι μόνο δεν κρύβονται, αλλά τονίζονται σκόπιμα και επιτηδευμένα. Ολο αυτό, αναπόφευκτα, ερμηνεύεται ως μια προσπάθειά τους να προσαρμόσουν την εικόνα τους στις αισθητικές προτιμήσεις του ίδιου του Τραμπ· είναι μια «δήλωση πίστης» στον πρόεδρο.
Η σύνδεση αισθητικής της νεότητας και πολιτικής δεν είναι κάτι καινούργιο, ούτε καν «καπιταλιστικό»: Οι κινέζοι πολιτικοί βάφουν τα μαλλιά τους μαύρα μέχρι τα βαθιά γεράματα, πιστοί στην αντίληψη του Μάο ότι η ισχύς συνδέεται με τη νεότητα. Στην Αμερική του Τραμπ, η πολιτική δύναμη συνδέεται με την ομορφιά, ακόμη και αν αυτή είναι εμφανώς ψεύτικη.
Η διαφορά είναι ότι στην πρώτη περίπτωση χρειάζεται απλώς ένα χρωμοσαμπουάν, ενώ στη δεύτερη μια ολόκληρη «οικοδομική» βιομηχανία· οι Κινέζοι είχαν πάντα άριστη αίσθηση της αναλογίας κόστους/αποτελέσματος.
Επίσης, στις αισθητικές επεμβάσεις δεν υπάρχει όριο, εκτός από εκείνο που θέτουν ενίοτε οι ίδιοι οι πλαστικοί χειρουργοί: η Ανίτα Κουλκάρνι, η οποία δραστηριοποιείται στη συνοικία Γουέστ Εντ της Ουάσινγκτον, εξηγεί στον Guardian ότι τα τελευταία δύο χρόνια, αντιμετωπίζει ολοένα περισσότερα αιτήματα για υπερβολική αύξηση χειλιών, ενίσχυση ζυγωματικών ή έντονο γέμισμα στη γνάθο.
Μερικές φορές αναγκάζεται να αρνηθεί: όταν μια νέα δόση filler θα οδηγήσει το πρόσωπο από την αρμονία στη δυσμορφία, λέει, η ίδια δεν είναι διατεθειμένη να ρισκάρει: «Το γούστο μου δεν χρειάζεται να είναι ίδιο με του ασθενούς, αλλά όταν ξεφεύγουμε από τα όρια ενός ανθρώπινου προσώπου, εκεί σταματάω».
Ενας άλλος γνωστός πλαστικός χειρουργός της πόλης, ο Τρόι Πίτμαν, παρατηρεί ότι, πλέον, οι άνθρωποι συζητούν δημοσίως τις επεμβάσεις τους. Η άνοδος μιας νέας κυβέρνησης, πιο νεανικής και υπερ-προβεβλημένης από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχει δημιουργήσει μια τάση «φανερά ενισχυμένης εικόνας» λέει. Η αισθητική τού «φαίνεται ότι έχω πειραχτεί» έχει γίνει όχι απλώς αποδεκτή, αλλά απαραίτητη. Από την τάση δεν ξεφεύγουν και οι άντρες, πολλοί από τους οποίους ζητούν «να φαίνονται πιο νέοι και αρρενωποί», μια αισθητική που συνδέεται με τηλεοπτικές περσόνες της συντηρητικής Δεξιάς.
Δεν είναι εύκολο, βέβαια, να κατηγοριοποιήσεις τέτοιου είδους καταστάσεις, καθώς δεν γνωρίζουμε τα προσωπικά κίνητρα του κάθε ανθρώπου που θέλει να φαίνεται πιο νέος. Υπάρχουν γενικές τάσεις όμως: Οι άνθρωποι τείνουμε έτσι κι αλλιώς να «φοράμε» την εμφάνισή μας ως κοινωνική, πολιτική ή ιδεολογική «στολή», ακόμη κι αν δεν το παραδεχόμαστε.
Και δεν υπάρχουν αυστηρές «γραμμές»: ο αισθητικός μαξιμαλισμός έχει υιοθετηθεί και από τη λαϊκή Δεξιά –χαρακτηριστικό παράδειγμα η Μαριάννα Πατούλη– αλλά και από τα απλώς λαϊκά στρώματα, ανεξαρτήτως ιδεολογίας ή και περιουσίας, η λεγόμενη αισθητική του μπουζουκτσίδικου.
Από την άλλη, η παραδοσιακή Δεξιά στην Ευρώπη έχει συνδεθεί αισθητικά με τα φρικαλέα ταγέρ της Μάργκαρετ Θάτσερ, ενώ στην Ελλάδα οι δεξιοί «από κούνια» έχουν στο εικόνισμα τη φωτογραφία του Κωνσταντίνου Καραμανλή με την Αμαλία Μεγαπάνου από κάποια δεξίωση. Στον αντίποδα, μεγάλο μέρος της Αριστεράς στα καθ’ ημάς συνεχίζει να θεωρεί την κομψότητα ένδειξη «αστικής διαφθοράς», αλλά θαυμάζει τη σύζυγο Μαμντάνι που ντύνεται σαν millennial μοντέλο.
Η μόδα αλλάζει, αλλά η κομψότητα παραμένει αναλλοίωτη, έλεγε η Κοκό Σανέλ. Κατά την ίδια, «η κομψότητα κρύβεται στην απλότητα». Στην πραγματικότητα, όλα αυτά είναι σχετικά. Ας κρατήσουμε το πρώτο σκέλος: Οι μόδες όντως αλλάζουν, ακόμη και αν αφορούν το μέγεθος των χειλιών ή του στήθους. Οπως αλλάζουν, αργά ή γρήγορα, και οι πολιτικοί ηγέτες και η αισθητική που κουβαλούν ή εμμέσως επιβάλλουν. Ορισμένοι καλύτερα πιο γρήγορα.
