| CreativeProtagon
Θέματα

Η ελληνική ψυχή της ματοβαμμένης Μαριούπολης

Η Κατερίνα Καρπινάτο, ιταλίδα πανεπιστημιακός, καθηγήτρια Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας, διηγείται πώς τα τελευταία 30 χρόνια, η περιοχή που πλέον οι Ρώσοι έχουν μετατρέψει σε ερειπιώνα, «είχε ξαναβρεί την ελληνική της ταυτότητα και διάσταση, ξεκινώντας να γιορτάζει την ίδρυση της πόλης της Μαρίας (Μαριούπολη) με ελληνικές και ουκρανικές σημαίες» 
Protagon Team

Η Μαριούπολη ιδρύθηκε επίσημα το 1778, έπειτα από αίτημα της Αικατερίνης Β’ της Ρωσίας, της γερμανίδας τσαρίνας, η οποία –μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1774– είχε αποσπάσει από τους Οθωμανούς το δικαίωμα τα πλοία του στόλου της να πλέουν ελεύθερα προς τη Μεσόγειο Θάλασσα μέσω Βοσπόρου και Αιγαίου με υψωμένη τη ρωσική σημαία.

Αλλά για να μπορούν τα καράβια της να σκίζουν τα νερά της Mare Nostrum και να συναλλάσσονται με τα λιμάνια της, η Μεγάλη Αικατερίνη «χρειαζόταν ανθρώπους ειδικούς στα ρεύματα και στους ανέμους, όχι μόνον στη Μαύρη Θάλασσα αλλά και στο Αιγαίο. Χρειαζόταν Ελληνες που για περισσότερα από 2.500 χρόνια γνώριζαν και ακολουθούσαν εκείνες τις οδούς, κατά μήκος των ακτών που σήμερα ονομάζονται Κριμαία και Ντονμπάς και που στην αρχαιότητα ήταν εδάφη των Ταύρων και των Σκυθών. Σε εκείνα τα μακρινά –αλλά όχι άγνωστα– μέρη οι Ελληνες είχαν τοποθετήσει μια παραλλαγή του μύθου της Ιφιγένειας, που παρουσιάστηκε από τον Ευριπίδη τον 5ο αιώνα π.Χ. στην Ιφιγένεια εν Ταύροις», γράφει σε άρθρο της στην La Repubblica η Κατερίνα Καρπινάτο.  

Η ιταλίδα πανεπιστημιακός, καθηγήτρια Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Ca’ Foscari της Βενετίας, μας πληροφορεί ότι η τραγωδία του Ευριπίδη συγκαταλέγεται μεταξύ των έργων που φέτος το καλοκαίρι θα ανέβουν στη σκηνή του επιβλητικού Αρχαίου Θεάτρου των Συρακουσών σε σκηνοθεσία του Τζάκοπο Γκάσμαν, του μικρότερου από τους γιους του Βιτόριο Γκάσμαν. Διερωτάται καταρχάς πώς θα απεικονιστεί στην παράσταση η «μακρινή Ταυρίδα», δεδομένης της τραγικής κατάστασης που επικρατεί στην εμπόλεμη Ουκρανία, ενώ στη συνέχεια παρουσιάζει εν συντομία την πλοκή της τραγωδίας με πρωταγωνίστρια την Ιφιγένεια.

Μαριούπολη, Ιούλιος του 2019: Κάτοικοι και τουρίστες περπατούν αμέριμνοι στην Πλατεία Θεάτρου με φόντο το τραγικό κτίριο που μετά από τρία χρόνια έμελλε να γίνει ένας ερειπιώνας-νεκροταφείο για εκατοντάδες αμάχους (φωτογραφία κάτω)
Azov Handout/ via REUTERS

Ο πατέρας της, ο Αγαμέμνονας, σχεδίαζε να τη θυσιάσει στην Αυλίδα για να εξασφαλίσει πως θα πνεύσουν ούριοι άνεμοι για τον ελληνικό στόλο που επρόκειτο να εκστρατεύσει κατά της Τροίας για να εκδικηθεί την αρπαγή της Ωραίας Ελένης από τον Πάρι. Ωστόσο, παρενέβη η Αρτεμις, η οποία την έσωσε την τελευταία στιγμή, μεταφέροντάς την στη χώρα των Ταύρων, στα εδάφη της σημερινής Κριμαίας.  

Εκεί η Ιφιγένεια –την οποία ο πατέρας της πρόδωσε στο όνομα του «εθνικού συμφέροντος», αναφέρει χαρακτηριστικά η Κατερίνα Καρπινάτο– όντας, πλέον, ασφαλής, αποφασίζει να αναχωρήσει εκ νέου για την Ελλάδα, μαζί με τον αδελφό της Ορέστη και τον ξάδελφό της Πυλάδη, «για να εκδικηθεί τη σκληρότητα του νικητή της Τροίας, ικανού να καταπατά ακόμη και τα πιο φυσικά από τα δικαιώματα (και τα συναισθήματα), εξαιτίας της δίψας του για εξουσία και κατάκτηση», γράφει η ιταλίδα πανεπιστημιακός.  

Παραμένοντας επικεντρωμένη στους Ελληνες, η Καρπινάτο υπενθυμίζει ότι εδώ και τρεις χιλιετίες «γνωρίζουν και αφηγούνται μύθους και προσωπικότητες εκείνων των περιοχών» που τις τελευταίες εβδομάδες κατέστησαν γνωστές με τον πλέον τραγικό τρόπο σε όλον τον κόσμο.

Τις περιοχές αυτές οι Ελληνες «τις γνωρίζουν, ζουν σε αυτές, συχνάζουν σε αυτές και τις χρησιμοποιούν για τους δικούς τους εμπορικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς σκοπούς» και όταν αναφέρονται σε αυτές τις περιοχές δεν μιλούν για κάτι που μόλις διακρίνεται μέσα στην αχλύ των αιώνων, για μια «ξεθωριασμένη και συγκεχυμένη σχολική ανάμνηση», κάνουν λόγο για μια πραγματικότητα που εξακολουθεί να είναι απτή.

Η ιστορία της Μαριούπολης, για παράδειγμα, δεν ανήκει στη σφαίρα του μύθου, η ιστορία της Μαριούπολης «είναι πραγματική, πρόσφατη, μια ιστορία εμπορική και πολιτική, στρατιωτική και πολιτισμική, που διαρκεί 244 χρόνια», από το 1778, δηλαδή, χρονιά κατά την οποία ιδρύθηκε η πόλη.

Από αυτήν την ιστορία «έχουν απομείνει ή τουλάχιστον είχαν απομείνει έως και πριν από έναν μήνα– ίχνη, υπολείμματα, οικογενειακές αναμνήσεις που διακρίνονταν ακόμα σε κάποια λέξη, σε κάποιον στίχο, σε κάποια έκφραση ή διατροφική παράδοση. Ακόμη αισθητά τεκμήρια μια ομιλούμενης γλώσσας που παρέμενε ζωντανή στο στόμα μιας κοινότητας περίπου 110.000 ελληνόφωνων της περιοχής της Μαριούπολης, οι οποίοι –παρά τις πολιτισμικές επιδράσεις, τις ανταλλαγές πληθυσμών, την καταναγκαστική ρωσοποίηση μετά το 1917– συνέχιζαν να εκφέρουν λέξεις στη γλώσσα των προγόνων τους», γράφει η Καρπινάτο.

Ανδρας των αυτονομιστικών φιλορωσικών δυνάμεων περιπολεί κοντά σε μια βομβαρδισμένη πολυκατοικία της Μαριούπολης | REUTERS/Alexander Ermochenko

Συγκεκριμένα αναφέρεται σε μια διάλεκτο των ελληνικών που «παρέμεινε ριζωμένη στη μνήμη και τα έθιμα μιας αρκετά μεγάλης ομάδας ανθρώπων που γνώριζαν ότι ήταν απόγονοι των αρχαίων ιδρυτών της πόλης». Μάλιστα, τις τελευταίες δεκαετίες, και ιδιαίτερα μετά το 1989, στα πανεπιστήμια του Χαρκόβου και της Μαριούπολης είχαν αρχίσει να ακμάζουν οι ελληνικές σπουδές, κυρίως της νεοελληνικής γλώσσας και της μαριουπολίτικης διαλέκτου.

Πέρα από τη Μαριούπολη, το ελληνικό στοιχείο αναδείχθηκε περαιτέρω και εδραιώθηκε και στην Οδησσό, με το άνοιγμα παραρτήματος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού και του Μουσείου της Φιλικής Εταιρείας, της μυστικής οργάνωσης που αποτελούνταν από «ζάπλουτους εμπόρους, εφοπλιστές και ελληνόφωνους και ορθόδοξους οθωμανούς αξιωματούχους οι οποίοι είχαν αρχίσει να οργανώνουν την Ελληνική Επανάσταση κατά των Τούρκων, που ξέσπασε το 1821», πληροφορεί τους ιταλούς αναγνώστες της η Καρπινάτο.

Η ιταλίδα ειδικός αναφέρει στο άρθρο της πως οι Ελληνες της Οδησσού και της Κριμαίας είχαν ήδη αποπειραθεί από το 1770, σύμφωνα με τη βούληση της Μεγάλης Αικατερίνης και του κόμητα Ορλώφ, να συνθέσουν έναν μύθο του «ξανθού γένους» που θα ηγείτο μιας εξέγερσης κατά των Οθωμανών.

Τελικά τα Ορλωφικά απέτυχαν αλλά συνέβαλαν στο να τεθούν οι βάσεις για ό,τι επρόκειτο να ακολουθήσει μισό αιώνα μετά, καθώς τότε άρχισαν να σχηματίζονται στην Πελοπόννησο και σε κάποια νησιά του Αιγαίου επαναστατικοί πυρήνες που θα πρωταγωνιστούσαν στην απελευθέρωση της Ελλάδας και των Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό.  

Επιστρέφοντας στο παρόν ή μάλλον στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, η Κατερίνα Καρπινάτο σημειώνει πως τα τελευταία τριάντα χρόνια η περιοχή της Μαριούπολης, την οποία οι ρωσικές δυνάμεις έχουν μετατρέψει σε ερειπιώνα, «είχε ξαναβρεί την ελληνική της ταυτότητα και διάσταση, ξεκινώντας να γιορτάζει την ίδρυση της πόλης της Μαρίας (Μαριούπολη), με ελληνικές και ουκρανικές σημαίες, με χορούς και συμπόσια, με γιορτές σε πλατείες και παραστάσεις στο θέατρο, τον τάφο, πλέον, πολλών ανήμπορων παιδιών, γυναικών και ανδρών». 

Τελευταία φορά η Μαριούπολη τίμησε την ελληνική ψυχή της το περασμένο Σεπτέμβριο, με τους πολίτες της να αισθάνονται περήφανοι για αυτό το κομμάτι της Ιστορίας τους, «για τον πολιτικό και πολιτισμικό δεσμό τους με το λίκνο του δυτικού πολιτισμού. Είχαν βρει τον τρόπο να αναδειχθούν ως κληρονόμοι των Ελλήνων, των σύγχρονων Ελλήνων φυσικά, που, όμως, εξακολουθούν να είναι το πολιτισμικό αλάτι της Δύσης», σημειώνει η Καρπινάτο.  

Στο πλαίσιο ενός διαλόγου με τη «μητέρα-πατρίδα» στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου είχαν ήδη αρχίσει από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 να μεταφράζονται στα ουκρανικά κορυφαία έργα της ελληνικής γραμματείας του 19ου και του 20ού αιώνα, με πρωταγωνιστές έλληνες εμπόρους στις πολυεθνικές πόλεις της Κριμαίας.

Ολοκληρώνοντας την παρουσίασή της, η ελληνίστρια από την Ιταλία επισημαίνει ότι η Μαύρη Θάλασσα, η χερσόνησος της Κριμαίας και, κυρίως, η Μαριούπολη, είναι τόποι που οι σύγχρονοι Ελληνες γνωρίζουν καλά, όπως γνωρίζουν και τους ελληνόφωνους κατοίκους της. Εως και πριν από έναν μήνα στην ευρύτερη περιοχή ομιλούνταν τα Μαριουπολίτικα ή Ρουμέικα, η διάλεκτος των ελληνόφωνων πληθυσμών της βόρειας ακτής της Αζοφικής Θάλασσας.  

«Ομιλητές και μάρτυρες αυτής της γλωσσικής ποικιλίας δύσκολα θα επιβιώσουν. Στα χαλάσματα της πόλης, εκείνης της γοητευτικής παραθαλάσσιας πόλης που μέχρι πρότινος γιόρταζε την ένωσή της με την Ελλάδα, τώρα υπάρχουν μόνο μπάζα, θάνατος και σιωπή. Θάνατος ενός πολιτισμού, μιας δευτερεύουσας ιστορίας, μιας γλωσσικής μικροπαραλλαγής, αλλά κυρίως θάνατος άδικος και βίαιος αθώων ανθρώπων», καταλήγει η ιταλίδα ακαδημαϊκός.