Πώς ο πόλεμος του Βιετνάμ σημάδεψε την αμερικανική κουλτούρα
| Getty Images / CreativeProtagon
Θέματα

Πώς ο πόλεμος του Βιετνάμ σημάδεψε την αμερικανική κουλτούρα

Το αποτύπωμα της επέμβασης των ΗΠΑ στην Ινδοκίνα, μπορεί ύστερα από ακριβώς 50 χρόνια από την άδοξη λήξη της να έχει ξεθωριάσει στην αμερικανική πολιτική, όμως παραμένει ανεξίτηλο σε κινηματογραφικές και μουσικές παραγωγές που στάθηκαν απέναντι στο mainstream
Protagon Team

Οι εικόνες της πτώσης (ή της απελευθέρωσης) της Σαϊγκόν, στις 30 Απριλίου του 1975, εξακολουθούν να είναι βαθιά χαραγμένες στη συλλογική μνήμη των Αμερικανών. Ενα ελικόπτερο απογειώνεται από την ταράτσα της πρεσβείας των Ηνωμένων Πολιτειών, αφήνοντας πίσω του μια μακριά ουρά έντρομων ανθρώπων.

Νικηφόροι βορειοβιετναμέζοι στρατιώτες εισέρχονται στην πόλη με άρματα μάχης, για να λεηλατήσουν την αμερικανική πρεσβεία και να υψώσουν τη σημαία τους στο προεδρικό μέγαρο. Βιετναμέζοι πολίτες ορμούν πανικόβλητοι σε κατάμεστες βάρκες με την ελπίδα ότι θα προλάβουν να διαφύγουν.

«Η εμπλοκή της Αμερικής στο Βιετνάμ ξεκίνησε με ρεαλπολιτίκ και κατέληξε σε όνειδος», σχολιάζει, σήμερα, ο Economist ακριβώς μισό αιώνα μετά από το τέλος του πολέμου.

Αρχισε μυστικά το 1954, αφού οι Βιετμίνχ, μια εθνικοπατριωτική, κομμουνιστική αντάρτικη ομάδα, τερμάτισαν τη γαλλική αποικιακή κυριαρχία και το Βιετνάμ διχοτομήθηκε. Στον πόλεμο που ακολούθησε έχασαν τη ζωή τους σχεδόν 60.000 Αμερικανοί και περισσότεροι από τρία εκατομμύρια Βιετναμέζοι, στρατιώτες και άμαχοι. «Οι επιδόσεις της Αμερικής στους δύο παγκόσμιους πολέμους επέτρεψαν στη χώρα να θεωρεί πως είναι καλοπροαίρετη και αήττητη. Το Βιετνάμ έβαλε τέλος σε αυτόν τον μύθο», σημειώνει λακωνικά ο Economist.

Υπάλληλος της CIA (πιθανώς ο Ορεν Χάρνατζ) βοηθάει βιετναμέζους διασωθέντες να επιβιβαστούν σε ένα ελικόπτερο της Air America από την μια στέγη της οδού Gia Long 22, μισό μίλι από την πρεσβεία των ΗΠΑ. (Getty Images / Ideal Image)

Ο Πόλεμος του Βιετνάμ στοίχειωνε την αμερικανική πολιτική επί δεκαετίες, σήμερα, όμως, έπειτα από πενήντα χρόνια, και με το μέσο όρο ηλικίας των βετεράνων να είναι, πλέον, τα 72 έτη, η σημασία του περιορίζεται.

Η μετάλλαξη της αμερικανικής κουλτούρας

Μιλώντας στον Economist o Χένρι Γουίλιαμς Μπραντς, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, είπε: «Για τους φοιτητές μου, ο πόλεμος του Βιετνάμ θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο εμφύλιος πόλεμος». Ωστόσο, όπως σημειώνεται στο βρετανικό δημοσίευμα, οι φοιτητές του εξακολουθούν να ζουν σε μια κουλτούρα που μεταλλάχθηκε βαθιά κατά τη διάρκεια της σύρραξης, καθώς ο πόλεμος, πέρα από τις σχέσεις των Αμερικανών με τις κυβερνήσεις τους, άλλαξε επίσης και, μάλιστα, βαθιά, τον αμερικανικό κινηματογράφο, τη μουσική και την τηλεόραση.

Το 1954 οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν τεράστια αυτοπεποίθηση. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε αναμφίβολα μια οδυνηρή εμπειρία αλλά η Αμερική είχε αναδειχθεί ως γεωπολιτική και βιομηχανική δύναμη. Οι ταραχές της δεκαετίας του 1960 απείχαν ακόμη μια δεκαετία ενώ οι στερήσεις της Μεγάλης Υφεσης ανήκαν στο παρελθόν εδώ και δεκαπέντε χρόνια.

Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, το 1958 περισσότεροι από επτά στους δέκα Αμερικανούς (73%) εμπιστεύονταν ότι η κυβέρνησή τους έκανε πάντα το σωστό. Οπότε, όταν ο πρόεδρος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ έστειλε τον Εντουαρντ Λανσντέιλ, αξιωματικό της πολεμικής αεροπορίας, να συνδράμει την κυβέρνηση του Νότιου Βιετνάμ στον αγώνα της ενάντια στον κομμουνιστικό Βορρά, η γενική κατακραυγή ήταν σίγουρα περιορισμένη, εάν όχι αμελητέα.

Λίγοι Αμερικανοί μπορούσαν να εντοπίσουν στον χάρτη το Βιετνάμ ενώ πολλοί ήρθαν σε επαφή με τη χώρα της Νοτιοανατολικής Ασίας μέσω ενός βιβλίου με τον τίτλο «Λυτρώστε Μας από το Κακό» («Deliver Us From Evil») το οποίο εκδόθηκε το 1956. Στις σελίδες του ο συγγραφέας ονόματι Τομ Ντούλεϊ, ένας αξιωματικός ιατρός του Ναυτικού των ΗΠΑ που είχε εργαστεί στο Βιετνάμ, περιέγραψε μια σειρά από φρικαλεότητες που υποτίθεται ότι γίνονταν σε βάρος αθώων χριστιανών Βιετναμέζων, υποστηρίζοντας, συγχρόνως, πως μόνον ο αμερικανικός καπιταλισμός και η συμπόνια των ΗΠΑ θα μπορούσαν να σώσουν εκατομμύρια Βιετναμέζους από την κομμουνιστική βαρβαρότητα.

Μετά από τον πρόωρο θάνατό του (από καρκίνο το 1961) αποκαλύφθηκε ότι είχε υπάρξει συνεργάτης της CIA και είχε επινοήσει τις ιστορίες περί κομμουνιστικών φρικαλεοτήτων. Ωστόσο το γλαφυρό αφήγημα του Ντούλεϊ ταίριαζε απόλυτα με το πώς έβλεπαν οι Αμερικανοί τους εαυτούς τους, δηλαδή ως καλοπροαίρετους μαχητές ήρωες. Την ίδια περίοδο δημοφιλή γουέστερν όπως το «Shane» του 1958 («Ο Ανθρωπος της Χαμένης Κοιλάδας ή «Αρπαγες της Γης» στα ελληνικά) και το «The Magnificent Seven» («Και οι Επτά ήταν Υπέροχοι») του 1960 απεικόνιζαν τους Αμερικανούς ως μια εκπολιτιστική δύναμη που υπερασπιζόταν τους καταπιεσμένους.

Εν τω μεταξύ, όμως, η αμερικανική εμπλοκή στο Βιετνάμ άρχισε σταδιακά να καθίσταται βαθύτερη, με τον Economist να αναφέρει ενδεικτικά πως, ενώ το 1960 τη φιλο-δυτική κυβέρνηση του Νότιου Βιετνάμ συνέδραμαν μόλις 700 στρατιωτικοί «σύμβουλοι», έως το τέλος του 1964 στη χώρα είχαν αποσταλεί 23.000 άνδρες, ο οποίοι, όμως, εξακολουθούσαν να είναι πολύ λίγοι, οπότε οι κυβέρνηση άρχισε να στρατολογεί περισσότερους νεαρούς.

Φωτογραφικά ντοκουμέντα από το αρχείο Getty για τον πόλεμο του Βιετνάμ. (Chris Furlong/ Getty Images/ Ideal Image)

«Δύο πράγματα ήταν αξιοσημείωτα σχετικά με τη στρατιωτική στρατηγική της Αμερικής», γράφει ο Economist. «Πρώτον, δεν λειτουργούσε: στις αρχές του 1965 ο ΜακΤζόρτζ Μπάντι, σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, είπε στον πρόεδρο Λίντον Τζόνσον ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν είτε να διαπραγματευτούν μια διευθέτηση μεταξύ Βόρειου και Νότιου Βιετνάμ, είτε να αυξήσουν τη στρατιωτική πίεση στον Βορρά. Και δεύτερον, αυτό σε μεγάλο βαθμό αποκρύφθηκε από το κοινό. Λίγο μετά από το υπόμνημα του Μπάντι, ο Τζόνσον ενέκρινε κρυφά συστηματικούς βομβαρδισμούς του Βορρά και έστειλε δύο τάγματα Πεζοναυτών να φυλάνε τις βάσεις από τις οποίες απογειώνονταν αμερικανικά αεροπλάνα».

Μουσική διαμαρτυρία

Οι πρώτες εκφράσεις δημόσιας δυσαρέσκειας καταγράφηκαν στη μουσική σκηνή των ΗΠΑ. Ο Μπομπ Ντίλαν, για παράδειγμα, το 1963 έβαλε κατά των «Masters of War» (Αφέντες του Πολέμου) οι οποίοι «κρύβονται στις επαύλεις ενώ το αίμα των νέων ανθρώπων ρέει από τα σώματά τους και θάβεται στη λάσπη». Και το 1967 η Νίνα Σιμόν επέκρινε μια κυβέρνηση «που θα αυξήσει τους φόρους μου, θα παγώσει τον μισθό μου και θα στείλει τον γιο μου στο Βιετνάμ».

Κανένα τραγούδι διαμαρτυρίας δεν έφτασε στην κορυφή των charts του Billboard τη δεκαετία του 1960, αλλά ο Ντέιβιντ Σουίσμαν, ιστορικός της μουσικής στο Πανεπιστήμιο του Ντέλαγουερ, εξήγησε, μιλώντας στον Economist, ότι αυτή ήταν η αρχή αυτού που κατέστη στη συνέχεια γνωστό ως «εναλλακτική μουσική»: μουσικά είδη με μεγάλη απήχηση σε συγκεκριμένους χώρους και ακόμη πιο έντονα πολιτικά μηνύματα που διαφοροποιούνταν και, συχνά, έρχονταν σε αντίθεση με τη mainstream μουσική, δηλαδή ανώδυνα ερωτικά τραγούδια εκείνη την εποχή. Η χιπ-χοπ και η πανκ μουσική αποτέλεσαν συνέχεια εκείνης της παράδοσης.

Η γενική δυσαρέσκεια τροφοδοτούνταν και από τις φρικτές εικόνες που έβλεπαν οι Αμερικανοί στις τηλεοράσεις τους κάθε βράδυ. Σε αντίθεση με τα ενθαρρυντικά και εγκωμιαστικά επίκαιρα που μεταδίδονταν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η κάλυψη του Πολέμου του Βιετνάμ ήταν ωμή όσο και η σύρραξη. Νέες τεχνολογίες, ιδίως οι ελαφριές κάμερες και ο ηχητικός εξοπλισμός, επέτρεπαν στους δημοσιογράφους να μεταβαίνουν στο πεδίο και να δείχνουν στον κόσμο τι πραγματικά συνέβαινε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα τους. Οπως εξηγεί ο Economist αυτό άλλαξε για πάντα τον τρόπο κάλυψης των πολέμων από τα ΜΜΕ, καθώς, πλέον, το κοινό αναμένει να βλέπει πλάνα μαχών και να ακούει σκεπτικιστές δημοσιογράφους. Τόσο στο Αφγανιστάν όσο και στο Ιράκ ο αμερικανικός στρατός επέτρεψε σε δημοσιογράφους να ενταχθούν ακόμη και σε μάχιμες μονάδες.

Χρειάστηκε περισσότερος χρόνος για να φτάσει ο πόλεμος στον κινηματογράφο αλλά όταν, τελικά, συνέβη αυτό, οι αμερικανοί κινηματογραφιστές ήταν αμείλικτοι στις απεικονίσεις τους. Στον «Ελαφοκυνηγό» του 1978 ο Μάικλ Τσιμίνο εστίασε την προσοχή του στις επιπτώσεις του πολέμου σε τρεις φίλους από μια απομονωμένη πόλη της Πενσιλβάνια, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα ανέδειξε τον καταστροφικό παραλογισμό του πολέμου και τα ψέματα στα οποία βασιζόταν στην εξαιρετική του ταινία «Αποκάλυψη Τώρα» ενώ στο «Full Metal Jacket» (1987) του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, «ο πόλεμος δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα νεκροτομείο», όπως γράφουν οι συντάκτες του Economist.

Εκτοτε οι αμερικανικές πολεμικές ταινίες αποφεύγουν την καθαρή ηθική και τη θεωρία περί δίκαιου πολέμου (οι καλοί πολεμούν τους κακούς) που χαρακτήριζε τις ταινίες πριν από τον Πόλεμο του Βιετνάμ. Ακόμα και ο τελευταίος «καλός πόλεμος» -ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος- απώλεσε την αίγλη του στο «Saving Private Ryan» (1998) καθώς οι σκηνές μάχης ήταν σοκαριστικά βίαιες. Οσο για τους πολέμους στους οποίους ενεπλάκησαν στη συνέχεια οι ΗΠΑ, το «Jarhead» (2005) και το «Warfare» (2025) για τη σύρραξη στο Ιράκ, απεικονίζουν τον πόλεμο ως κάτι θλιβερό και ουσιαστικά άσκοπο ενώ το «American Sniper» (2014) παρουσίασε, μέσω μιας αληθινής ιστορίας, τις τρομερές επιπτώσεις του πολέμου σε όσους επιστρέφουν πίσω ζωντανοί.

«Πολλές από αυτές τις αλλαγές ήταν ευπρόσδεκτες. Η μάχες είναι βάναυσες και ο πόλεμος σπάνια είναι ένας μανιχαϊστικού τύπου αγώνας μεταξύ ηρώων και κακούργων. Οι ταινίες που αντανακλούν αυτήν την πολυπλοκότητα είναι πιο περιεκτικές από εκείνες που την αγνοούν. Τα τραγούδια διαμαρτυρίας μπορεί να είναι τετριμμένα αλλά η αμερικανική μουσική σκηνή είναι καλύτερη σήμερα σε σχέση με τη δεκαετία του 1950 επειδή διαθέτει πολλά είδη και φωνές. Και ένας δύσπιστος Τύπος που αμφιβάλλει, εξυπηρετεί τον ρόλο του επιτηρητή καλύτερα από εύπιστα και εύκαμπτα ΜΜΕ», σχολιάζει ο Economist.

Ομως υπόβαθρο όλων αυτών των σημαντικών πολιτισμικών αλλαγών αποτέλεσε μια εξαιρετικά σημαντική κοινωνική αλλαγή που έλαβε χώρα το 1971: απόρρητες κυβερνητικές εκθέσεις για τον πόλεμο (Pentagon Papers) που διέρρευσαν, αποκάλυψαν την σχεδόν απόλυτη έλλειψη εντιμότητας των ιθυνόντων όσον αφορά τα κίνητρά τους αλλά και την αποτελεσματικότητα των αμερικανικών δυνάμεων στο Βιετνάμ. Μια δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια εκείνης της χρονιάς αποκάλυψε πως το 71% των Αμερικανών πίστευε πως ο πόλεμος ήταν «λάθος». Εως το 1974 μόλις λίγοι περισσότεροι από το ένα τρίτο των Αμερικανών εξακολουθούσε να εμπιστεύεται ότι η κυβέρνηση έκανε το σωστό. Εξαιρουμένης μιας σύντομης περιόδου μετά από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, καμία κυβέρνηση δεν κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της πλειονότητας των Αμερικανών. Σήμερα το σχετικό ποσοστό είναι μόλις 22 τοις εκατό.

Exit mobile version