Βασιλιάς Αλέξανδρος & Ασπασία Μάνου: ένας παραμυθένιος γάμος με τραγικό τέλος
| CreativeProtagon
Θέματα

Βασιλιάς Αλέξανδρος & Ασπασία Μάνου: ένας παραμυθένιος γάμος με τραγικό τέλος

Λέγεται ότι οι εξαιρέσεις υπάρχουν για να επιβεβαιώνουν τους κανόνες. Αν αυτό ισχύει, τότε ο νεαρός βασιλιάς Αλέξανδρος αναμφίβολα ήταν μια λαμπρή εξαίρεση. Δεν του αξίζει να τον θυμόμαστε ως τον βασιλιά που πέθανε επειδή τον δάγκωσε μαϊμού. Ας τον θυμόμαστε ως τον βασιλιά που υψώθηκε πάνω από πολιτικά πάθη. Ως τον ερωτευμένο άντρα που τίποτα δεν στάθηκε δυνατό να τον χωρίσει από τη γυναίκα που λάτρεψε
Ελένη Λετώνη

Είναι ενδιαφέρον πώς επιλέγουμε ορισμένες φορές να δίνουμε πολύ λιγότερη σημασία από όση τους άξιζε σε πρόσωπα που πραγματικά έκαναν τη διαφορά. Ενα περίλαμπρο παράδειγμα τέτοιου ανθρώπου ήταν ο βασιλιάς Αλέξανδρος.

Ο Αλέξανδρος, ως δευτερότοκος γιος του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’ και της βασίλισσας Σοφίας, δεν προοριζόταν να βασιλέψει. Η ζωή και η Ιστορία όμως τα έφεραν αλλιώς κι έτσι όταν στις 29 Μαΐου 1917 (π.η.), μέσα στη δίνη του Εθνικού Διχασμού, οι Γάλλοι επέδωσαν τελεσίγραφο στην τότε κωνσταντινική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη, αξιώνοντας άμεση απομάκρυνση του Κωνσταντίνου από τον θρόνο, ενώ παράλληλα δεν εμπιστεύονταν ούτε τον νόμιμο διάδοχο και πρωτότοκο γιο του Γεώργιο, αποφασίστηκε να αναλάβει βασιλιάς ο 24χρονος, ανυποψίαστος και απροετοίμαστος Αλέξανδρος.

Και κάπως έτσι, ο Αλέξανδρος βρέθηκε εντελώς ξαφνικά να κάθεται όχι σε θρόνο, αλλά σε αναμμένα κάρβουνα. Από τη μία μεριά, η οικογένειά του, που είχε εγκατασταθεί τότε στην Ελβετία, και οι Αντιβενιζελικοί τον θεωρούσαν υπερβολικά ενδοτικό στην πολιτική του Βενιζέλου. Από την άλλη μεριά, για τους Βενιζελικούς ήταν πάντα ο γιος του Κωνσταντίνου, με αποτέλεσμα να τον αντιμετωπίζουν τουλάχιστον με καχυποψία. Και ο καημένος ο Αλέξανδρος είχε βρεθεί στη μέση να αναρωτιέται: «Θρόνος λέγεται αυτό που μου έδωσαν ή μαρτύριο;».

Κι ενώ βαλλόταν από όλες τις μεριές, εκείνος το μόνο που πραγματικά ήθελε ήταν να ζήσει τον έρωτά του με την αγαπημένη του. Η εκλεκτή της καρδιάς του λεγόταν Ασπασία Μάνου και ήταν κόρη του συνταγματάρχη του Ιππικού, Πέτρου Μάνου. Εκτός από καλλονή, η Ασπασία ήταν και μια γυναίκα μορφωμένη, με ισχυρή προσωπικότητα και δυναμισμό.

Οι δύο νέοι γνωρίζονταν από παιδιά, μα ο έρωτάς τους γεννήθηκε το 1915, εποχή που ο Αλέξανδρος ήταν ακόμα μακριά από ευθύνες και πρωτόκολλα. Οταν όμως, δύο χρόνια αργότερα, έγινε βασιλιάς, η επιλογή της μελλοντικής συζύγου του μετατράπηκε από προσωπικό σε πολιτικό ζήτημα.

Η οικογένειά του ούτε να ακούσει για γάμο με μια κοινή θνητή. Η μητέρα του, βασίλισσα Σοφία, του έγραφε από την Ελβετία: «Αυτό το πλήγμα δεν θα το καταφέρεις εναντίον του πατρός σου, του οποίου η υγεία είναι επισφαλής!».

Ο Βενιζέλος επίσης προσέβλεπε σε έναν γάμο εθνικού συμφέροντος, με κάποια κοπέλα που να είναι μέλος βασιλικού οίκου της Ευρώπης. Είχε προτείνει μάλιστα ως υποψήφια νύφη την πριγκίπισσα Μαίρη, κόρη του Βασιλιά Γεωργίου Ε’ της Μεγάλης Βρετανίας (θεία της μετέπειτα βασίλισσας Ελισάβετ δηλαδή). Ο Αλέξανδρος όμως ήταν ανένδοτος. Και αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.

Το απόγευμα της 12ης Νοεμβρίου 1919 (π.η.) λοιπόν, στο σπίτι του φίλου του Χρήστου Ζαλοκώστα στην Κηφισιά, κάλεσαν τον αρχιμανδρίτη των Ανακτόρων, λέγοντάς του ότι τον ήθελαν για να τελέσει μια βάπτιση. Στο σπίτι, βρίσκονται όλα κι όλα έξι άτομα: ο Αλέξανδρος, η Ασπασία με τη μητέρα και την αδελφή της (η οποία ήταν και σύζυγος του Ζαλοκώστα), ο Ζαλοκώστας και άλλος ένας φίλος τους.

Οταν είδαν ότι ο αρχιμανδρίτης αργούσε να φανεί, ο Αλέξανδρος πήγε και τον έφερε σχεδόν σηκωτό. Ο αρχιμανδρίτης προσπάθησε να αποφύγει να παντρέψει το ζευγάρι λέγοντας ότι δεν είχε άδεια. Οταν ο Αλέξανδρος τού απάντησε ότι του έδινε εκείνος την άδεια ως βασιλέας, ο απελπισμένος αρχιμανδρίτης είπε ότι δεν είχε φέρει άμφια. Ετσι ο Αλέξανδρος, δίχως να χάσει χρόνο, έφυγε ντυμένος με ναυτική στολή μαζί με τους δύο φίλους του από το σπίτι στην Κηφισιά και κατέβηκαν στην Αθήνα για να βρουν άμφια.

Αρχικά έκαναν μία προσπάθεια στην εκκλησία της Ριζαρείου Σχολής, δίχως επιτυχία. Τότε ο Αλέξανδρος θυμήθηκε το εκκλησάκι του Ευαγγελισμού που βρίσκεται απέναντι και είχε χτιστεί με πρωτοβουλία της γιαγιάς του, της βασίλισσας Ολγας. Τρέχοντας, κατευθύνθηκε προς τα εκεί, μπήκε φουριόζος μέσα και ζήτησε άμφια. Είπε πως είχε έναν ετοιμοθάνατο στο σπίτι και ο ιερέας τους δεν είχε άμφια για να τον μεταλάβει. Του έδωσαν τα άμφια κι εκείνος πανευτυχής έφυγε βιαστικά μαζί με τους φίλους του για την Κηφισιά, για να παντρευτεί τη γυναίκα που λάτρευε.

Κι έτσι, τον Νοέμβριο του 1919 Αλέξανδρος και Ασπασία παντρεύτηκαν τελικά, έχοντας τους πάντες, ή σχεδόν τους πάντες, απέναντί τους.

Δυστυχώς όμως, αυτό το παραμύθι είχε τραγικό τέλος. Και για το ερωτευμένο ζευγάρι και για την Ελλάδα. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1920 (π.η.), κατά τη διάρκεια μιας βόλτας που έκανε ο Αλέξανδρος στους κήπους της βασιλικής κατοικίας στο Τατόι τον δάγκωσε ένας πίθηκος. Η συνέχεια είναι γνωστή. Το απόγευμα της 12ης Οκτωβρίου 1920 (π.η.), λιγότερο από έναν μήνα δηλαδή μετά το μοιραίο δάγκωμα του πιθήκου, ο 27χρονος Αλέξανδρος άφησε την τελευταία του πνοή, έχοντας το όνομα της Ασπασίας στα χείλη του.

Ο Αλέξανδρος, στα λιγοστά χρόνια της ζωής του, ενσάρκωσε τον πρίγκιπα του παραμυθιού: Νιάτα, ομορφιά, τίτλος, ένας μεγάλος έρωτας που ξεπερνά όλα τα εμπόδια κι ένας απρόσμενος θάνατος που άνοιξε την αυλαία μιας εθνικής τραγωδίας.

Οποτε κατηφορίζω την οδό Μαρασλή στο ύψος του Ευαγγελισμού, δεν μπορώ να μη σκεφτώ τον νεαρό και απελπισμένο από έρωτα Αλέξανδρο, να ορμάει για να βρει άμφια ώστε να μπορέσει να κάνει γυναίκα του τον έρωτα της ζωής του, ενάντια σε όλους και σε όλα.

Ο Αλέξανδρος, εκτός όλων των άλλων, άφησε λοιπόν και μια ανεκτίμητη παρακαταθήκη προς τους απανταχού ερωτευμένους: ότι δεν υπάρχει αξεπέραστο εμπόδιο για δύο ανθρώπους που αγαπιούνται πραγματικά.

Δεν του αξίζει λοιπόν να τον θυμόμαστε ως τον βασιλιά που πέθανε επειδή τον δάγκωσε μαϊμού. Ας τον θυμόμαστε ως τον βασιλιά που υψώθηκε πάνω από πολιτικά πάθη. Ως τον γιο που δεν λύγισε στις οικογενειακές πιέσεις. Ως τον ερωτευμένο άντρα που τίποτα δεν στάθηκε δυνατό να τον χωρίσει από τη γυναίκα που λάτρεψε, παρά μόνο ο θάνατος.

Είναι το λιγότερο που του οφείλουμε.

Exit mobile version