Να τεμπελιάζουν ή όχι τα παιδιά το καλοκαίρι;
Κατασκήνωση ή τεμπέλικες διακοπές χωρίς πρόγραμμα; | Shutterstock/CreativeProtagon
Θέματα

Να τεμπελιάζουν ή όχι τα παιδιά το καλοκαίρι;

Τα ανέμελα χρόνια νωχελικών καλοκαιρινών διακοπών έδωσαν τη θέση τους σε αυστηρό προγραμματισμό. Ωστόσο κάποιοι γονείς επιλέγουν και πάλι το καλοκαιρινό «σάπισμα» των παιδιών τους και εβδομάδες χωρίς πρόγραμμα, αντί για κατασκηνώσεις και έντονες δραστηριότητες. Είναι θέμα άποψης, αλλά και οικονομικό
Κική Τριανταφύλλη

Τα καλοκαίρια μας, όταν ήμουν παιδί, είναι ό,τι καλύτερο θυμάμαι από τη ζωή μου. Η διαπραγμάτευση με τους γονείς μας για το αν θα φύγουμε από την Αθήνα την ημέρα που έκλειναν τα σχολεία ή την αμέσως επόμενη ήταν σκληρή και άρχιζε με το που έπιαναν οι πρώτες ζέστες. Μετά φεύγαμε για την Αιδηψό ή τον Αγιο Κωνσταντίνο, όπου συνήθως οι δικοί μου, μαζί με άλλες δυο-τρεις οικογένειες στενών συγγενών, νοίκιαζαν ένα μεγάλο αγροτόσπιτο. Μέναμε δίπλα στη θάλασσα έναν μήνα, και όπως πρόσταζε ο παιδίατρος για να είμαστε υγιείς τον χειμώνα, ακολουθούσαν οι διακοπές στο βουνό, στο Μεγάλο Χωριό Ευρυτανίας για την ακρίβεια, από όπου καταγόμαστε. Αλλά και εκεί νοικιάζαμε κάποιο σπίτι, γιατί η μαμά μου ήθελε την ησυχία της.

Οι μπαμπάδες έρχονταν να μας δουν τα Σαββατοκύριακα και μερικές ημέρες περί τον Δεκαπενταύγουστο, που μπορούσαν να ξεκλέψουν λίγη άδεια, και οι μαμάδες μοιράζονταν το μαγείρεμα, το καθάρισμα του σπιτιού και τη φροντίδα μας. Κι εμείς τα πιτσιρίκια ξεσαλώναμε. Τρώγαμε ζεστά καρπούζια στα χωράφια, τρέχαμε στη θάλασσα με τα σωσίβιά μας στη μέση πρωί-απόγευμα και τα μεσημέρια, μην μπορώντας να κοιμηθούμε, όπως επέβαλε το στοιχειώδες πρόγραμμα, το σκάγαμε κρυφά από το σπίτι για να βασανίσουμε τζιτζίκια (αυτό είναι το μόνο για το οποίο λυπάμαι) δεμένα σε κλωστές μέσα στην κάψα του μεσημεριού. Και τα σαββατόβραδα χωνόμαστε στο σινεμά και στις δύο συνεχόμενες προβολές για να έχουν την ησυχία τους οι γονείς μας λίγες ώρες.

Μετά, στο βουνό, τα ίδια αλλά με δροσιά (και κρύο τα βράδια, που απαιτούσε πουλόβερ και βελέντζες). Ανεμελιά, τεμπελιά, ευτυχία, χαρά, ατέλειωτες βόλτες, κανένα πρόγραμμα εκτός από τις συγκεκριμένες ώρες του φαγητού και της επιστροφής στο σπίτι. Αυτοκίνητα δεν υπήρχαν ούτε άλλοι κίνδυνοι, εκτός από το να κυλήσεις σε καμιά πλαγιά. Αλλά ακόμα και αυτό μαθαίναμε να το αντιμετωπίζουμε μόνοι μας και με αλληλοβοήθεια. Εξάλλου όλοι γνωρίζουν όλους στο χωριό (και ευτυχώς αυτό ισχύει ακόμη).

Μεγαλώνοντας, μας έστελναν ενδιαμέσως και δυο-τρεις βδομάδες σε μια υπέροχη ιδιωτική κατασκήνωση ενός γυμναστή, φίλου του πατέρα μου κάπου στον Μαραθώνα, μέσα στα πεύκα και την παχιά άμμο, για να εκπαιδευτούμε στο πρόγραμμα, στην υπακοή και στην ομαδική ζωή (που ωστόσο την ξέραμε και μας άρεσε). (Πολλές) δεκαετίες αργότερα, μπορώ να σας πω με σιγουριά ότι κανένα από αυτά τα παιδιά που τεμπελιάζαμε μαζί τα καλοκαίρια στις εξοχές δεν έχασε στη ζωή του. Είναι πολύ επιτυχημένοι, ο καθένας στο είδος του, και σε μεγάλο βαθμό ευτυχισμένοι, αντλώντας δύναμη από εκείνα τα παιδικά καλοκαίρια, που ήταν πλούσια σε χαρά και ευτυχία.

Ολα έχουν αλλάξει πια

Αλλά πάνε τα χρόνια εκείνα. Οι γονείς δουλεύουν συνήθως αμφότεροι πια, με πλήρες ωράριο, και τα παιδιά –αν δεν έχουν παππούδες και γιαγιάδες στο χωριό, και βασικά σε καλή κατάσταση για να τα αναλάβουν– δεν μπορούν να κάνουν τόσο μεγάλες και χωρίς πρόγραμμα διακοπές. Εκείνα τα δικά μας ατέλειωτα νωχελικά καλοκαίρια είναι για τους περισσότερους άγνωστη εμπειρία και για κάποιους ένα όνειρο. Και το (για μένα) χειρότερο είναι ότι οι γονείς παντού στον κόσμο, τον Δυτικό τουλάχιστον, πιστεύουν ότι κάθε στιγμή των παιδιών τους πρέπει να είναι προγραμματισμένη. Σύμφωνα με τη σύγχρονη άποψη, τα παιδιά δεν επιτρέπεται να «σαπίζουν» το καλοκαίρι (μην απορείτε, η έκφραση είναι διεθνώς γνωστή) όταν κλείνουν τα σχολεία, όπως εμείς οι μεγαλύτεροι κάποτε.

«Οι περισσότεροι άνθρωποι που γνωρίζω, και είναι 30 και 40 ετών, περνούσαν τον Ιούλιο και τον Αύγουστο σε μια κοινοτική πισίνα και δεν υπήρχε αυτή η αίσθηση ότι κάθε στιγμή έπρεπε να προγραμματιστεί» λέει στους New York Times η Κάθριν Γκόλντσταϊν, που μεγάλωσε στην Ατλάντα και θυμάται να περνάει τα παιδικά καλοκαίρια της, όπως πολλοί συνομήλικοί της, κολυμπώντας και κάνοντας ποδήλατο στη γειτονιά, ενώ οι γονείς της δούλευαν.

Η κυρία Γκόλντσταϊν, 41 ετών σήμερα, ερευνήτρια που ζει με τον σύζυγό της και τα τρία παιδιά τους στο Ντάραμ της Βόρειας Καρολίνας, πήγαινε επίσης σε κατασκήνωση κάποιες χρονιές. Ωστόσο αυτό φαίνεται να έρχεται σε έντονη αντίθεση με την ετήσια φρενίτιδα στην οποία μπαίνουν πολλές οικογένειες σήμερα, ήδη από το φθινόπωρο, όταν το επόμενο καλοκαίρι απέχει ακόμα πολύ, αλλά η πίεση για τον προγραμματισμό αυτών των μηνών, που τα σχολεία είναι κλειστά, φτάνει στο αποκορύφωμά της.

Πολλοί γονείς –ιδιαίτερα εκείνοι με δουλειές γραφείου– μπορεί να θεωρούν ότι η κατασκήνωση είναι ο ιδανικός και συχνά απαραίτητος τρόπος για τις καλοκαιρινές διακοπές των παιδιών, άλλοι όμως τη βλέπουν σαν μια τρομακτική λέξη, συνώνυμο με τεράστια έξοδα και αγχωτική προετοιμασία, γράφει στους NY Times η Χάνα Σέλιγκσον. Και κάποιοι τολμούν να δεχτούν «να μην κάνει τίποτα» το παιδί τους.

Το «παιδικό σάπισμα» (kid rotting, διαδικτυακή ορολογία για την απολαυστική χαλάρωση) ή το «άγριο καλοκαίρι» μπορεί να ακούγεται σαν ανάθεμα στα αυτιά όσων ασπάζονται μια εξαιρετικά ανταγωνιστική σύγχρονη κουλτούρα γονικής μέριμνας, ιδιαίτερα στη Νέα Υόρκη, όπου η εγγραφή στην κατασκήνωση είναι ένας αγώνας δρόμου που αρχίζει μήνες νωρίτερα. Μερικές από τις πιο περιζήτητες κατασκηνώσεις –όπως αυτές που προσφέρουν ο Ζωολογικός Κήπος του Σέντραλ Παρκ (720 δολάρια ή 630 ευρώ την εβδομάδα) και το Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας (1.300 δολάρια ή 1.140 ευρώ την εβδομάδα)– συχνά γεμίζουν μέσα σε λίγα λεπτά από τη στιγμή έναρξης των εγγραφών.

Σε ορισμένα εύπορα προάστια, δε, το κόστος πολλαπλών διδάκτρων στην κατασκήνωση είναι στο ίδιο επίπεδο με ένα νέο πολυτελές αυτοκίνητο. Οπως λέει στους NY Times η Χάλι Μπέρμαν, δημιουργός μιας ιστοσελίδας μεταπώλησης εξοπλισμού και διακόσμησης κατασκήνωσης, ξοδεύει περίπου 40.000 δολάρια (35.000 ευρώ) για να στείλει τα δύο μικρότερα παιδιά της σε μια ολοήμερη κατασκήνωση οκτώ εβδομάδων στην κομητεία Μπέργκεν του Νιου Τζέρσεϊ και το μεγαλύτερο παιδί της σε μια κατασκήνωση επτά εβδομάδων.

Τελευταία, ωστόσο, είτε για οικονομικούς είτε για φιλοσοφικούς λόγους, κάποιοι οραματίζονται καλοκαιρινές διακοπές που μοιάζουν περισσότερο με εκείνες που είχαν βιώσει οι ίδιοι ως παιδιά.

Πιτσιρίκια που αρνούνται να πάνε στην (πανάκριβη) κατασκήνωση

Οταν η Λόρεν Βάιντραουμπ είπε στους γιους της, έξι και εννέα ετών, ότι φέτος το καλοκαίρι έπρεπε να πάνε σε κατασκήνωση για να μπορέσει η ίδια να ολοκληρώσει τα μαθήματα λογοπαθολογίας που κάνει, τα πιτσιρίκια έφριξαν. Πέρυσι «ήταν ένας καθημερινός αγώνας το να τους πείσω να πάνε», είπε στους New York Times η κυρία Βάιντραουμπ, ταξιδιωτική πράκτορας στη Νέα Υόρκη, που εργάζεται από το σπίτι.

Τελικά, αφού ανακάλυψε ότι μια μπέιμπι σίτερ πλήρους απασχόλησης ήταν εκτός του προϋπολογισμού της, η 39χρονη Βάιντραουμπ αποφάσισε να πάρει μια εκπαιδευτική άδεια. Εκλεισε διακοπές δύο εβδομάδων στην Ευρώπη και σχεδίασε να «οργανώσει» το υπόλοιπο καλοκαίρι συνδυάζοντας τοπικές δραστηριότητες με βοήθεια από παππούδες και γιαγιάδες, και σύντομα οδικά ταξίδια. Λέει ότι ολόκληρο το ταξίδι στην Ευρώπη θα της κοστίσει λιγότερο από επτά εβδομάδες κατασκήνωσης για δύο παιδιά στο Μανχάταν. Για να μην αναφέρουμε ότι προτιμά να ξοδέψει τα χρήματά της «σε ταξίδια, παρά σε μια κατασκήνωση στην οποία δεν θέλουν να πάνε», όπως τόνισε.

Οι καλοκαιρινές διακοπές έχουν γίνει κάτι σαν τεστ Ρόρσαχ (τεστ προσωπικότητας) για τους γονείς. Είναι μια εποχή του χρόνου που, όπως το βλέπει η κυρία Βάιντραουμπ, «υποτίθεται ότι πρέπει να είναι χαλαρή», ή μήπως ένα τρίμηνο διάστημα για ανάπτυξη δεξιοτήτων και συμπλήρωση βιογραφικού;

Η Ιλένια Πελιτσιότα, ερευνήτρια για τον καρκίνο στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, δήλωσε στους NΥ Times ότι δεν την πειράζει που τα παιδιά της, εννέα και δέκα ετών, θα περάσουν ένα μέρος του φετινού καλοκαιριού στον καναπέ. «Μπορεί να μη χρησιμοποιήσουν τον εγκέφαλό τους για κάποιο διάστημα, αλλά τα παιδιά μου εκτίθενται σε πάρα πολλά» είπε. «Μιλούν τέσσερις γλώσσες και άρα έχουν την πολυτέλεια να τεμπελιάσουν».

Η Εϊμι Ντενάρο Μπέκερ, μεσίτρια ακινήτων στη Νέα Υόρκη, επιλέγει επίσης να μη στέλνει στην κατασκήνωση την εξάχρονη κόρη της. «Είναι καλό για αυτήν να βαριέται μερικές φορές. Θυμάμαι ότι βαριόμουν το καλοκαίρι και αυτό δεν με έκανε κακή ενήλικα» είπε η κυρία Μπέκερ, ενώ πρόσθεσε ότι τα καταφέρνει χωρίς κατασκήνωση ή μπέιμπι σίτινγκ επειδή μπορεί να εργάζεται εξ αποστάσεως.

Η Αλίνα Ανταμς, σύμβουλος εισαγωγής σε ιδιωτικό σχολείο στο Μανχάταν, προωθεί ένα συγκεκριμένο είδος καλοκαιρινής «βαρεμάρας» μιλώντας σε ανήσυχους γονείς της Νέας Υόρκης. «Τους λέω ότι το παιδί τους θα είναι πιο “μπροστά” αν κάνει τους δικούς του πειραματισμούς, αντί να παρακολουθεί μαθήματα μαζί με άλλα παιδιά» είπε. Η εγγραφή σε STEM camp, για παράδειγμα, μπορεί να φαίνεται εξαιρετική ιδέα σε έναν γονέα, αλλά αφήνει λίγο χώρο σε ένα παιδί για να εξερευνήσει τις φυσικές του περιέργειες.

«Ολα καθοδηγούνται από τους ενήλικες» λέει η κυρία Ανταμς, η οποία πέρασε πολλά καλοκαίρια στο σπίτι με τα τρία –ενήλικα πλέον– παιδιά της. Ενα καλοκαίρι, η κύρια δραστηριότητά της ήταν να κάθεται σε ένα παγκάκι στο Σέντραλ Παρκ διαβάζοντας, ενώ ο γιος της, σε ηλικία νηπιαγωγείου, έφτιαχνε στοίβες από ξυλάκια. «Είναι η τέλεια ηλικία για να τα αφήσετε μόνα τους με τις δικές τους ιδέες» είπε. (Οσο για τον γιο της που στοίβαζε ξυλάκια, πήγε στο Λύκειο Στάιβεσαντ και τώρα κάνει αιτήσεις για διδακτορικά προγράμματα.)

Οχι στις οθόνες, ναι στις δραστηριότητες στη φύση

Εδώ, όμως, είναι που η νοσταλγία μιας παλιότερης γενιάς για το παιχνίδι έξω με τα παιδιά της γειτονιάς τις ζεστές  μέρες του καλοκαιριού μπορεί να έρθει σε σύγκρουση με την πραγματικότητα της σύγχρονης εποχής, καθώς το να περνάμε ώρες χωρίς να κάνουμε «τίποτα» μπορεί να σημαίνει χρόνο μπροστά σε οθόνες τηλεφώνων και τηλεοράσεων, επισημαίνει η Χάνα Σέλιγκσον στους New York Times.

Η αποφυγή της οθόνης, λοιπόν, είναι ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο ορισμένοι γονείς στέλνουν τα παιδιά τους σε κατασκήνωση, δήλωσε ο Στιβ Μπάσκιν, συνδιευθυντής και ιδιοκτήτης του «Camp Champions» στο Μαρμπλ Φολς του Τέξας και πρόεδρος της Αμερικανικής Ενωσης Κατασκηνώσεων. Πιστεύει ότι αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η ζήτηση για κατασκήνωση στις Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να φτάνει σε επίπεδα-ρεκόρ, με βάση την πείρα του και ανεπίσημα στοιχεία από συναδέλφους του.

Εξάλλου, όπως πρόσθεσε, η πλήξη είναι συχνά χαρακτηριστικό και της κατασκήνωσης, όπου τα παιδιά συνήθως αναγκάζονται να παραδίδουν τα τηλέφωνα και τα τάμπλετ τους: «Η κατασκήνωση έχει να κάνει πάντα με το να βαριέσαι. Δεν υπάρχει τίποτα για να πληκτρολογήσεις» σχολίασε.

Ανεξάρτητα, ωστόσο, από τις προσωπικές πεποιθήσεις των γονέων σχετικά με τα πλεονεκτήματα ενός καλοκαιριού που θα περάσουν τα παιδιά τους σε κατασκήνωση ή παίζοντας με κλαδιά στο πάρκο, η απόφαση για το τι θα κάνουν τα παιδιά τους κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών συχνά καταλήγει να εξαρτάται από απλές αριθμητικές πράξεις.

«Τα περισσότερα παιδιά θα προτιμούσαν να είναι στο σπίτι» δήλωσε η Τζουλιάνα Μπράγκα-Μπαμπίνσκι, μητέρα δίδυμων οκτάχρονων αγοριών. «Δεν νομίζω ότι στους γιους μου αρέσει η κατασκήνωση, αλλά ο σύζυγός μου και εγώ είμαστε δημοτικοί υπάλληλοι και τα αγόρια γνωρίζουν την οικονομική πίεση».

Οι γιοι της πηγαίνουν στο «Summer Rising», μια δωρεάν κατασκήνωση του υπουργείου Παιδείας. Μετά τη λήξη του προγράμματος, στα μέσα Αυγούστου, η κυρία Μπράγκα-Μπαμπίνσκι και ο σύζυγός της αφιερώνουν στους γιους τους τις ημέρες των δικών τους διακοπών, μέχρι να ξεκινήσει το σχολείο τον Σεπτέμβριο.

Κάνοντας τους δικούς της υπολογισμούς, η κυρία Κάθριν Γκόλντσταϊν διαπίστωσε ότι φέτος, που τα δίδυμα πεντάχρονα παιδιά της είναι αρκετά μεγάλα για να πάνε σε κατασκήνωση, το ποσό για εννέα εβδομάδες έχει τριπλασιαστεί και ανέρχεται περίπου σε 10.000 δολάρια. Οπότε, μαζί με τον σύζυγό της, αποφάσισαν αντ’ αυτού να μείνουν τα παιδιά έναν μήνα στο σπίτι με μια μπέιμπι σίτερ πλήρους απασχόλησης και στη συνέχεια να κάνουν ένα οικογενειακό ταξίδι στην Κεντρική Αμερική.

«Η απόφαση προέκυψε έπειτα από χρόνια έρευνας που έκανα εξετάζοντας γιατί το σύστημα θερινής φροντίδας της Αμερικής είναι τόσο κακό» είπε στους New York Times η κυρία Γκόλντσταϊν, η οποία ετοιμάζει τώρα ένα βιβλίο για την οικοδόμηση κοινότητας. Με το νέο της σχέδιο, λοιπόν, ο καλοκαιρινός προϋπολογισμός της οικογένειας, ύψους 14.000 δολαρίων, θα καλύψει τις πέντε εβδομάδες διακοπών και την μπέιμπι σίτερ.

Η δημοσιογράφος των New York Times, Χάνα Σέλιγκσον, γράφει, τέλος, πως όταν μίλησε με τη δική της επτάχρονη κόρη για το καλοκαιρινό της πρόγραμμα, το οποίο από τον Απρίλιο είναι κραυγαλέα άδειο, η μικρή τη ρώτησε γιατί έπρεπε να έχει καν σχέδια: «Είναι μόνο τρεις μήνες, μαμά», της είπε. Και είχε δίκιο. Διαφωνείτε;

Exit mobile version