Ο Μπρους Λι, ο θρυλικός σταρ των ταινιών που βασίζονταν στις πολεμικές τέχνες, συνδύαζε τον δυναμισμό με τη διανόηση. Ενθερμος αναγνώστης της ταοϊστικής φιλοσοφίας και της αμερικανικής θεωρίας της αυτοβοήθειας, ο αδικοχαμένος ηθοποιός με καταγωγή από το Χονγκ Κονγκ τις χρησιμοποίησε για να ενισχύσει την εσωτερική του αυτοπεποίθηση και τη δημόσια εικόνα του. Σε σημείωμά του το 1969 έθετε ως βασικό στόχο του να γίνει «ο πιο ακριβοπληρωμένος ασιάτης σούπερ σταρ στις ΗΠΑ».
Σύμφωνα με τον Τζεφ Τσανγκ και το νέο βιογραφικό βιβλίο του για τον Μπρους Λι με τίτλο «Νερό, Καθρέφτης, Ηχώ», ο ανήσυχος ηθοποιός ταλαντευόταν μεταξύ «της παράδοσης του ζεν, που ακολουθεί τη ροή» και «της αμερικανικής φιλοδοξίας, που κυνηγά τα happy end».
Οι New York Times αναφέρουν ότι ο συγγραφέας δανείστηκε τον τίτλο του βιβλίου από έναν στίχο του κλασικού ταοϊστικού κειμένου «Λιέζι» του 5ου π.Χ. αιώνα, το οποίο ο Λι έβρισκε συναρπαστικό: «Αν τίποτα μέσα σου δεν παραμένει άκαμπτο, τα εξωγενή πράγματα θα αποκαλυφθούν. Οταν κινείσαι να είσαι σαν το νερό, όταν μένεις ακίνητος να είσαι σαν τον καθρέφτη, όταν αποκρίνεσαι να ακούγεσαι σαν ηχώ».
Σοφή συμβουλή, αλλά η διατήρηση μιας τέτοιας ισορροπίας ήταν πιο εύκολη στα λόγια παρά στην πράξη. Ο Τσανγκ, συγγραφέας ενός βιβλίου με θέμα τα πρώτα χρόνια της μουσικής χιπ-χοπ, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τη ζωή και την εποχή του Μπρους Λι, ο οποίος πέθανε ξαφνικά σε ηλικία 32 ετών, προτού καθορίσει το πλήρες ερμηνευτικό του ύφος ή την πολιτιστική παρακαταθήκη του.
Διερευνώντας εκτενώς αρχεία και συνεντεύξεις μελών της οικογένειας του ηθοποιού, ο συγγραφέας γράφει με την επιμέλεια του ακαδημαϊκού και το πάθος του θαυμαστή, επισημαίνουν οι New York Times.
Η σύντομη ζωή τού Λι ξεκίνησε το 1940 στο Σαν Φρανσίσκο, όπου γεννήθηκε από κινέζους γονείς που είχαν φτάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες το προηγούμενο έτος, δελεασμένοι από υποσχέσεις για εργασία. Ο πατέρας του ήταν λυρικός τραγουδιστής από την Καντόνα και ο προπάππους του από την πλευρά της μητέρας του ήταν ολλανδός έμπορος εβραϊκής καταγωγής. Η οικογένεια επέστρεψε στο Χονγκ Κονγκ όταν ο Λι ήταν βρέφος.
Ως παιδί, ο Μπρους άρχισε να παίζει σε ταινίες της νεοσύστατης κινηματογραφικής βιομηχανίας του Χονγκ Κονγκ, συχνά υποδυόμενος ατίθασους χαρακτήρες. Εχοντας διαρκή κίνηση στις ερμηνείες του, σύντομα απέκτησε παρατσούκλια όπως «Μικροσκοπικός φοίνικας» και «Αυτός που δεν μπορεί να σταματηθεί». Τα βασικά στοιχεία του χαρακτήρα του άρχισαν να διαμορφώνονται: ανυπόμονος, περιστασιακά απερίσκεπτος και γεμάτος φιλοδοξίες.
Φιλιππινέζοι φίλοι του τον δίδαξαν πώς να χορεύει τσα-τσα-τσα, ενώ άρχισε να μελετά μια μορφή της πολεμικής τέχνης του κουνγκ-φου που αποκαλείται γουίν τσουν. Στα 18 του, ο Λι, ο οποίος υπήρξε ταυτόχρονα θύμα και θύτης εκφοβισμών, εστάλη από τους γονείς του στις ΗΠΑ για να θεμελιώσει την αμερικανική του υπηκοότητα.
Εκεί, ζώντας στο Σιάτλ και στο Σαν Φρανσίσκο, ο ηθοποιός σπούδασε φιλοσοφία και θέατρο και δίδαξε πολεμικές τέχνες, αναπτύσσοντας ένα σύστημα που θα ονόμαζε «τζιτ κουν ντο», το οποίο εστίαζε στη δύναμη και στην ταχύτητα – αντί των εντυπωσιακών χειρονομιών που συνδέονται με τα παραδοσιακά στιλ των πολεμικών τεχνών. Το περιέγραφε ως «απλή έκφραση συναισθημάτων, με την ελάχιστη δυνατή κίνηση και ενέργεια».
Το Χόλιγουντ, ωστόσο, παρέμενε απροσπέλαστο για εκείνον. Οι χαρακτήρες των Ασιατοαμερικανών στις ταινίες πολεμικών τεχνών της εποχής περιορίζονταν στον καρτουνίστικα ευγενικό Τσάρλι Τσαν ή στον καρτουνίστικα μοχθηρό Φου Μαν Τσου, τους οποίους υποδύονταν λευκοί ηθοποιοί με ασιατικό μακιγιάζ. Τελικά γνώρισε σχετική επιτυχία στον ρόλο του Κέιτο στην τηλεοπτική σειρά του 1966 «The Green Hornet».
Μεγάλοι σταρ του Χόλιγουντ, όπως ο Στιβ ΜακΚουίν και η Τζούλι Αντριους, τον πλήρωναν αδρά για ιδιαίτερα μαθήματα πολεμικών τεχνών, αλλά η σειρά σταμάτησε μετά από μόλις μία σεζόν. Η φήμη που θα εξασφάλιζε στον Λι τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει ταινίες με ασιατοαμερικανούς ήρωες παρέμενε άπιαστο όνειρο, οπότε το 1970 αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Χονγκ Κονγκ για να συνεχίσει την καριέρα του.
Ηδη παντρεμένος και με δύο παιδιά, ο ηθοποιός ήταν περισσότερο ατομικιστής και εγωιστής παρά ακτιβιστής για την προώθηση ρόλων Ασιατών στο σινεμά των πολεμικών τεχνών. Αλλά τελικά η επιμονή του ότι αυτού του είδους οι ταινίες μπορούσαν να συνδυάσουν αυθεντικότητα και εμπορικότητα δικαιώθηκε – έστω κι αν ο ίδιος δεν έζησε για να το χαρεί.
Στις 20 Ιουλίου 1973 πέθανε από εγκεφαλικό οίδημα –ως θανατηφόρα αντίδραση σε ένα μη συνταγογραφημένο παυσίπονο– έναν μήνα πριν από την πρεμιέρα της ταινίας «Ο Κίτρινος Πράκτωρ του Χονγκ Κονγκ» στο Λος Αντζελες, με πρωταγωνιστή τον ίδιο στον ρόλο ενός εκπαιδευτή πολεμικών τεχνών σε μυστική αποστολή με στόχο τη σύλληψη ενός βαρόνου ναρκωτικών.
Στο βιβλίο του ο Τσανγκ αναφέρεται στην «οικονομία του Μπρους Λι» – την ατελείωτη σειρά ταινιών βασισμένων στο στιλ του που πλημμύρισαν το Χόλιγουντ μετά την επιτυχία της ταινίας. Αλλά η παρακαταθήκη του αδικοχαμένου σταρ εκτείνεται πέρα από τον κόσμο της ψυχαγωγίας, σύμφωνα με τον συγγραφέα. Η παρουσία του στην οθόνη επέφερε μια ευρύτερη αισθητική επανάσταση στην ποπ κουλτούρα, καθώς «μέχρι τότε δεν είχε εμφανιστεί κανένας σαν αυτόν».
