Οταν ήταν 38 ετών, η Μπριζίτ Μπαρντό είχε βαρεθεί την παγκόσμια φήμη που την είχε μετατρέψει σε θήραμα των παπαράτσι. Δεν άντεχε άλλο τους τηλεφακούς, το να μην μπορεί να βγει έξω από το σπίτι της, να την κυνηγούν στον δρόμο. Το 1972 ανακοίνωσε ότι η κινηματογραφική καριέρα της είχε τελειώσει, προς έκπληξη των κριτικών κινηματογράφου και των συντακτών περιοδικών σε όλο τον κόσμο.
Σήμερα, στα 91 της πλέον, η κορυφαία μεταπολεμική διασημότητα της Γαλλίας επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη – για την ακρίβεια επιστρέφει η φωνή της. Υστερα από δεκαετίες εχθρότητας προς τη βιομηχανία του κινηματογράφου, η Μπαρντό συμφώνησε να αφηγηθεί την ιστορία της ζωής της για ένα μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ, με τίτλο «Μπαρντό», των γάλλων σκηνοθετών Αλέν Μπερλινέρ και Ελορά Τεβενέ, που κυκλοφόρησε στους γαλλικούς κινηματογράφους αυτή την εβδομάδα.
Γιατί; Εν μέρει, ένα ποσοστό των εσόδων από τα ταμεία θα διατεθούν στο φιλανθρωπικό της ίδρυμα για τη διάσωση ζώων, La Fondation Brigitte Bardot, και εν μέρει επειδή η Μπαρντό θαυμάζει τις ταινίες της Τεβενέ για τα δικαιώματα των ζώων, γράφει στους Times ο ανταποκριτής της βρετανικής εφημερίδας στο Παρίσι, Ανταμ Σέιτζ.
Η άρθρωσή της δεν είναι τόσο καθαρή όσο ήταν στα νιάτα της, και ο κάπως αλήτικος τόνος της έχει επίσης εξαφανιστεί σε μεγάλο βαθμό. Αλλά εξακολουθεί να δίνει την εντύπωση μιας γυναίκας που παραμένει πιστή στον εαυτό της και στον σκοπό που υποστηρίζει από τότε που εγκατέλειψε τον κινηματογράφο. Η Μπαρντό συνεχίζει να μην εμπιστεύεται την ανθρωπότητα, ή τουλάχιστον το αρσενικό μισό της, αλλά για όλα τα άλλα πλάσματα –σκύλους, γάτες, πουλιά, φώκιες και ψάρια– δεν τρέφει τίποτα άλλο παρά απεριόριστη αγάπη.
Το ντοκιμαντέρ «Μπαρντό» παρακολουθεί την άνοδο της διάσημης ηθοποιού γνωστής μόνο με τα αρχικά της, Μπε Μπε, και δείχνει την επιρροή της σε μια κοινωνία που έπρεπε να περιμένει μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 για να αγκαλιάσει τη σεξουαλική επανάσταση, την οποία είχε υπονοήσει εκείνη μια δεκαετία νωρίτερα, υπογραμμίζουν οι Times.
H Μπαρντό είχε απορριφθεί από τους αυστηρούς παριζιάνους γονείς της, είχε επαναστατήσει ενάντια στις συντηρητικές αξίες της Γαλλίας της δεκαετίας του 1950 και είχε κερδίσει την ελευθερία που προσφερόταν σε λίγες γυναίκες εκείνη την εποχή. Εραστές, από τον Αλέν Ντελόν μέχρι τον Σερζ Γκενσμπούρ, έπεφταν στα πόδια της, χρήματα έρρεαν στον τραπεζικό λογαριασμό της και σκηνοθέτες έγραφαν –και άλλαζαν– σενάρια κατ’ εντολήν της.
Σε συνεντεύξεις της, η Μπαρντό αμφισβητούσε συνεχώς την αυστηρότητα της εποχής. Σε ηλικία περίπου 30 ετών, τη ρώτησαν αν ήθελε να μείνει με τον ίδιο άντρα για όλη της τη ζωή. «Ω, όχι», απάντησε, «Είναι καλό να αλλάζεις σύντροφο γιατί (μεγαλώνοντας), χρειάζεσαι διαφορετικά πράγματα».
Το Βατικανό την έβλεπε ως ενσάρκωση του Σατανά και οι γάλλοι παραγωγοί ταινιών ως εγγύηση εισπράξεων στο box office. Το ντοκιμαντέρ περιλαμβάνει, για παράδειγμα, αποσπάσματα από ένα αμερικανικό τηλεοπτικό ρεπορτάζ για την κυκλοφορία της ταινίας «Και ο Θεός… έπλασε τη Γυναίκα» (1956) που σκηνοθέτησε ο πρώτος της σύζυγος, Ρότζερ Βαντίμ, στην οποία αναφέρεται ότι είχε γοητεύσει «76 εκατομμύρια Αμερικανούς». Ο δημοσιογράφος πρόσθεσε, δε, ότι «ο διάβολος παίρνει πολλές διαφορετικές μορφές»…
Το νέο ντοκιμαντέρ εξετάζει επίσης –πέρα από το συνοφρυωμένο μουτράκι της στα εξώφυλλα των glossy περιοδικών–, την ψυχική οδύνη που βασάνιζε την Μπαρντό καθώς το σπίτι της στο Σεν Τροπέ μετατράπηκε σε ένα είδος χρυσής φυλακής. Είχε κατάθλιψη και έκανε απόπειρες αυτοκτονίας. Μια βόλτα στα μαγαζιά είχε γίνει αδύνατη, ένα ραντεβού στον οδοντίατρο δοκιμασία. Πέρασε, δε, την τρίτη εγκυμοσύνη της – οι δύο πρώτες φέρεται να κατέληξαν σε αμβλώσεις, τότε ακόμη παράνομες – παγιδευμένη στο σπίτι, που ήταν περιτριγυρισμένο από παπαράτσι.
Στενοχωρημένη, μόνη, αβέβαιη για τον εαυτό της, η Μπαρντό θυμάται στην ταινία ότι ήταν ανίκανη να φροντίσει τον γιο της, Νικολά-Ζακ Σαριέ, ο οποίος ανατράφηκε σε μεγάλο βαθμό από τον πατέρα του και δεύτερο σύζυγό της, Ζακ Σαριέ.
Ενώ έχουν υπάρξει πολλά βιβλία, ντοκιμαντέρ και βιογραφικές ταινίες για αυτήν, το νέο ντοκιμαντέρ είναι μια σπάνια ευκαιρία να ακούσουμε την Μπαρντό να μιλάει για μια ζωή που έχει μπει στη σύγχρονη γαλλική λαογραφία. Συμφώνησε να δώσει συνέντευξη στη Λαγκαρίγκ, την πιο απομονωμένη από τις δύο ιδιοκτησίες της στο Σεν Τροπέ, αν και το πρόσωπό της εμφανίζεται σπάνια στην οθόνη, ίσως μια απόδειξη της απόφασης που έλαβε το 1973, να μη βρεθεί πια μπροστά σε κινηματογραφική κάμερα. Παρόλα αυτά, αφηγείται τη ζωή της με τη δική της φωνή σε αυτή την 90λεπτη ταινία, γράφουν οι Times.
Η Μπαρντό νοσηλεύτηκε πρόσφατα και λέγεται ότι δυσκολεύεται να περπατήσει. Αλλά η μνήμη της είναι οξεία, το μυαλό της εύστροφο και το πνεύμα της ακλόνητο. «Γεννήθηκα ελεύθερη και θα πεθάνω ελεύθερη», λέει στους δημιουργούς της ταινίας, προσθέτοντας ότι η ζωή της δεν ήταν ποτέ εύκολη, αλλά δεν θα την ήθελε έτσι, προτιμώντας να «νικήσει» τις δυσκολίες παρά να τις αποφύγει.
Σε μια ιδιαίτερα συγκινητική σκηνή, η Μπαρντό λέει ότι πάντα «κουβαλούσε μέσα της μια λανθάνουσα θλίψη», υποστηρίζοντας ότι είναι κάτι συνηθισμένο μεταξύ των ηθοποιών. Και αναφέρει παραδείγματα για να αποδείξει το επιχείρημά της – τη Ρίτα Χέιγουορθ, την Τζιν Σίμπεργκ, τη Ρόμι Σνάιντερ και τη Μέριλιν Μονρόε, η οποία, μάλιστα φωτογραφήθηκε να χαιρετάει χαμογελαστή πριν από τον θάνατό της, από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών το 1962.
Η Μπαρντό μας λέει ότι βίωσε σχεδόν την ίδια μοίρα, έχοντας κάνει τουλάχιστον οκτώ απόπειρες αυτοκτονίας, μάλιστα επέζησε «ως εκ θαύματος» σε μία από τις οποίες. Προσθέτει ότι σπάνια ήθελε να μιλήσει για αυτό, ή για οποιαδήποτε πτυχή της ζωής της. «Με κυνηγούσαν, με χλεύαζαν, με περιφρονούσαν, πολύ συχνά με πρόδιδαν. Επιπλέον, με προσέβαλαν. Γι’ αυτό προστατεύω τον εαυτό μου. Είμαι δύσπιστη. Τα αποφεύγω λίγο όλα αυτά».
Η ταινία των Μπερλινέρ και Τεβενέ ρίχνει μεν μια σπάνια ματιά στη ζωή μιας από τις μεγαλύτερες σταρ του 20ού αιώνα, αλλά παρακάμπτει πολλά σημεία. Για παράδειγμα, οι συχνές επιθέσεις της Μπαρντό σε Μουσουλμάνους, κυρίως για τη σφαγή προβάτων για τη μεγάλη τους γιορτή Ιντ Αλ-Αντχά παρουσιάζονται ως τα ανεξέλεγκτα συναισθήματα ενός παθιασμένου υπερασπιστή των ζώων.
Ο Μπερνάρ ντ’Ορμαλέ, ο τέταρτος σύζυγός της, δίνει εκτενή συνέντευξη, χωρίς να ερωτηθεί για τον ρόλο του, κάποτε, ως συμβούλου του Ζαν-Μαρί Λεπέν, ιδρυτή του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου, ο οποίος είχε καταδικαστεί για υποκίνηση φυλετικού μίσους και άρνηση του Ολοκαυτώματος.
Η Μπαρντό παρουσιάζεται επίσης ως σύμβολο της γυναικείας ελευθερίας, μια πρωτοπόρος που αμφισβήτησε την πατριαρχική κοινωνία, ενώ γίνεται ελάχιστη αναφορά στην πρόσφατη υποστήριξή της στον Ζεράρ Ντεπαρντιέ, τον ηθοποιό που καταδικάστηκε για σεξουαλική επίθεση και κατηγορήθηκε για βιασμό, κάτι που ο ίδιος αρνείται.
«Ο φεμινισμός δεν είναι το φόρτε μου», δήλωσε στο γαλλικό ειδησεογραφικό κανάλι BFM την άνοιξη, και πρόσθεσε: «Μου αρέσουν οι άντρες». Εξέφρασε, επίσης, την απογοήτευσή της για το κίνημα MeToo. «Αυτοί οι ταλαντούχοι [άντρες] που βάζουν τα χέρια τους στα οπίσθια ενός κοριτσιού πετιούνται σε ένα χαντάκι. Θα μπορούσαμε τουλάχιστον να τους αφήσουμε να ζήσουν τη ζωή τους».
Στη Γαλλία, το νέο ντοκιμαντέρ έχει λάβει χλιαρές κριτικές, σχολιάζει ο ο ανταποκριτής των Times στο Παρίσι. Ο εθνικός ραδιοφωνικός σταθμός France Info δήλωσε ότι η ταινία είναι «υπερβολικά αγιογραφική. Οι δύο σκηνοθέτες είναι τόσο γοητευμένοι από την ηθοποιό, ώστε μόλις και μετά βίας θίγουν τα δύσκολα θέματα». Οι ίδιοι οι Μπερλινέρ και Τεβενέ παραδέχονται ότι η Μπαρντό είναι περίπλοκη και διφορούμενη. Παρ’ όλα αυτά, προσπαθούν να την απεικονίσουν ως φεμινιστικό είδωλο, σχεδόν ως πρότυπο, ίσως επειδή –όπως και πάρα πολλοί άλλοι σκηνοθέτες πριν από αυτούς– μαγεύτηκαν από την Μπαρντό.
