Οι εξέδρες άρχισαν να γεμίζουν δύο ώρες πριν από την έναρξη του αγώνα. Παρά τις τσουχτερές τιμές των εισιτηρίων –τα φθηνότερα κόστιζαν 159 ευρώ– το ματς ήταν sold-out. Δεν έμεινε αδιάθετο ούτε ένα από τα 45.400 που κυκλοφόρησαν. Εξω από την μπουτίκ του συλλόγου σχηματίστηκαν τεράστιες ουρές. Το ίδιο και στα μπαρ του γηπέδου, αλλά και μπροστά στους πάγκους που πουλούσαν επετειακά κασκόλ με την ημερομηνία της επιστροφής της Μπαρτσελόνα στο «σπίτι» της. Τα συνολικά έσοδα ξεπέρασαν τα 5 εκατομμύρια ευρώ.
«Tornem a casa» (Επιστρέφουμε σπίτι) έγραφε ένα μεγάλο πανό στο κέντρο του αγωνιστικού χώρου. Το συγκρότημα Figa Flawas, από την πόλη Μπαλς της Καταλονίας, διασκέδασε την ανυπομονησία των θεατών. Επειτα η Cor Jove de l’Orfeó Català, μια νεανική χορωδία, τραγούδησε τον ύμνο του συλλόγου, ενώ μπλε και κόκκινα πυροτεχνήματα (στα χρώματα των «μπλαουγκράνα») φώτιζαν τον ουρανό.
Το σινιάλο για να αρχίσει το παιχνίδι (Μπαρτσελόνα – Αθλέτικ Μπιλμπάο 4-0), το πρώτο στο ανακαινισμένο «Καμπ Νου» έπειτα από 909 μέρες, έδωσαν δύο από τα παλαιότερα μέλη της «Μπάρτσα», που η κατάσταση της υγείας τους τούς επέτρεπε να παρευρεθούν και να συμμετάσχουν στην τελετή: ο Χουάν Κανέλα Σαλαμέρο και ο Τζόρντι Πένιας Ιμπέρι, πατέρας του σημερινού διευθυντή του Μουσείου της Μπαρτσελόνα. Ηταν παρόντες στα εγκαίνια του γηπέδου πριν από 68 χρόνια.
Το ημερολόγιο έγραφε Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 1957 και η Μπαρτσελόνα αντιμετώπιζε σε φιλικό ματς τη Warsaw XI, μια ομάδα επιλέκτων από τη Βαρσοβία. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για την εθνική ομάδα της Πολωνίας, η οποία αποδέχθηκε την πρόσκληση παρά το γεγονός ότι πέντε μέρες μετά θα αγωνιζόταν εναντίον της εθνικής Βουλγαρίας στη Σόφια. Πιθανότατα για να εισπράξει την αμοιβή που της έταξαν οι Καταλανοί. Το ερώτημα είναι γιατί η Μπαρτσελόνα επέλεξε για αυτή την περίσταση μια ομάδα από το Σιδηρούν Παραπέτασμα;
Πολλοί πιστεύουν ότι επρόκειτο για κίνηση διαμαρτυρίας. Στα χρόνια του δικτάτορα Φρανθίσκο Φράνκο (1939-1975) οι Καταλανοί αποκαλούνταν από τους υπόλοιπους Ισπανούς –υποτιμητικά– «polacos» (Πολωνοί). Αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος, τονίζει στο Athletic ο δημοσιογράφος και ιστορικός Φρέντερικ Πόρτα. Αυτή η παράξενη επιλογή (τότε οι ομάδες του Ανατολικού Μπλοκ σπανίως ταξίδευαν στη Δύση) θα πρέπει να ερμηνευθεί ως μια άτυπη διαδήλωση κατά του καθεστώτος.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο ο Βιέσλαβ Γιάντσικ, ο μόνος παίκτης εκείνης της πολωνικής ομάδας που βρίσκεται στη ζωή (είναι 94 ετών), μοιράστηκε με έναν συμπατριώτη του δημοσιογράφο τις αναμνήσεις του από εκείνα τα πρώτα εγκαίνια του γιγαντιαίου γηπέδου: «Φτάσαμε στη Βαρκελώνη αργά το βράδυ της παραμονής του αγώνα (23 Σεπτεμβρίου) έπειτα από μια δύσκολη πτήση 14 ωρών. Πιστεύαμε πως θα είχαμε 24 ώρες για να ξεκουραστούμε, αφού το ματς ήταν προγραμματισμένο για το επόμενο βράδυ, όμως η Μπαρτσελόνα μας ενημέρωσε ότι οι προβολείς δεν λειτουργούσαν ακόμη. Θα παίζαμε απόγευμα, στις 16:30, σε συνθήκες αφόρητης ζέστης. Σαν να μην έφτανε αυτό, μας ζήτησαν να συμμετάσχουμε στην τελετή και στην παρέλαση που θα γινόταν το μεσημέρι. Δεν μπορούσαμε να αρνηθούμε».
Η Βαρκελώνη, γράφει το Athletic, γιόρταζε τον πολιούχο άγιο της. Ηταν αργία. Από το πρωί οι δρόμοι της πόλης έμοιαζαν με ανθρώπινα ποτάμια. Ολοι φορούσαν τα χρώματα του συλλόγου. Νωρίς το απόγευμα το γήπεδο γέμισε ασφυκτικά με 90.000 κόσμο. Το ευλόγησε ο αρχιεπίσκοπος Γκρεγκόριο Μοντρέγκο, και στο τέλος της φιέστας, που περιλάμβανε τοπικούς χορούς, 10.000 περιστέρια αφέθηκαν ελεύθερα για να πετάξουν πάνω από το «Καμπ Νου».
Υστερα άρχισε το παιχνίδι, στο οποίο η Μπαρτσελόνα προηγήθηκε στο σκορ με γκολ του Παραγουανού (που έπαιζε όμως με την εθνική ομάδα της Ισπανίας) Εουλόχιο Μαρτίνες. Πολλά χρόνια αργότερα ο (τότε) προπονητής της «Μπάρτσα», Ντομενέκ Μπαλμάνια, εκμυστηρεύθηκε στον ισπανικό τηλεοπτικό σταθμό TVE ότι τα δύο κλαμπ είχαν συμφωνήσει να πετύχουν το πρώτο τέρμα οι γηπεδούχοι. «Επιασα τον προπονητή των Πολωνών και του είπα ότι θα ήταν τρομερό να σκοράρουν πρώτοι εκείνοι. Μου απάντησε ότι θα μας κόστιζε κάτι παραπάνω. Θα πληρώσουμε, αποκρίθηκα, όποιο κι αν είναι το ποσό».
Ο Πόρτα εξήγησε στο Athletic ότι στα εγκαίνια του παλιού γηπέδου (του «Λες Κορτς»), το 1922, είχε πετύχει το πρώτο γκολ ένας παίκτης της Σεντ Μίρεν και αυτό είχε κακοφανεί στους οπαδούς της Μπαρτσελόνα. Αυτή τη φορά όλα πήγαν καλά. Το τρακ δεν επέτρεψε στους ποδοσφαιριστές της να πιάσουν καλή απόδοση, όμως νίκησαν με 4-2. Η «Μπάρτσα» ανήκε ήδη στο κλαμπ των κορυφαίων συλλόγων της Ευρώπης. Η μεγάλη φίρμα της τη δεκαετία του ’50, ο Ούγγρος Λάζλο Κουμπάλα, ήταν ο κυριότερος λόγος που ο σύλλογος αποφάσισε να κατασκευάσει το «Καμπ Νου». Το «Λες Κορτς», παρά τις δύο επεκτάσεις των εξεδρών του, ήταν πολύ μικρό για να χωρέσει τους οπαδούς της, που πλήθαιναν όλο και περισσότερο.
Η έκταση στην οποία κτίστηκε το «Καμπ Νου» των 93.053 θέσεων, το μεγαλύτερο της Ευρώπης, είχε αγοραστεί σταδιακά την προηγούμενη δεκαετία. Την είχαν ονομάσει «πεδίο της ζωής» επειδή βρισκόταν ανάμεσα σε ένα μαιευτήριο και ένα νεκροταφείο. Το έργο, γράφει το Athletic, κόστισε τέσσερις φορές πάνω από τον προϋπολογισμό του, οδηγώντας την Μπαρτσελόνα στο χείλος της χρεοκοπίας. Επί 14 χρόνια αδυνατούσε να αποκτήσει κάποιον από τους καλύτερους και ακριβότερους παίκτες της εποχής.
Το μέγεθος του νέου γηπέδου εντυπωσίασε τους οπαδούς, όμως η μεγάλη απόσταση που χώριζε τον αγωνιστικό χώρο από τις εξέδρες τούς απογοήτευσε. Είχαν συνηθίσει το αγγλικού τύπου «Λες Κορτς», όπου οι αντίπαλοι ένιωθαν την ανάσα του κόσμου. Το αποκαλούσαν «El Liceo» (το πιο παλιό θέατρο της Βαρκελώνης, που αργότερα έγινε όπερα). Κάποιοι παρέδωσαν τα εισιτήρια διαρκείας τους και δεν το επισκέφθηκαν ποτέ ξανά.
Πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982, που φιλοξενήθηκε στην Ισπανία, προστέθηκε ακόμη ένα διάζωμα –ο τρίτος όροφος– αυξάνοντας τη χωρητικότητα του σταδίου στους 99.354 θεατές. Μόλις ολοκληρωθεί η τωρινή ανακαίνιση, το «Καμπ Νου» θα χωράει 105.000 κόσμο.
Οπως παρατηρεί το Athletic, οι 45.000 άνθρωποι που παρακολούθησαν τον σαββατιάτικο αγώνα ένιωσαν συναισθήματα παρόμοια με εκείνα των παππούδων τους στα εγκαίνια του 1957. Μόνο που αυτή τη φορά κανείς δεν προτίθεται να μην ξαναπάει στο γήπεδο. Αντιθέτως, οι περισσότεροι ανησυχούν για το κόστος του εισιτηρίου που θα πρέπει να πληρώνουν στο μέλλον.
