Ηταν φτιαγμένος από το υλικό του παλιού Χόλιγουντ, αλλά ταυτόχρονα διατηρούσε κάτι από τη γοητεία του αντιήρωα της δεκαετίας του 1970. Πάντοτε λαμπερός, είτε στο πλευρό της Τζέιν Φόντα είτε δίπλα στον Πολ Νιούμαν, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, που έφυγε από τη ζωή στις 16 Σεπτεμβρίου, ήξερε τους κανόνες του θεάματος. Και γι’ αυτό προσπαθούσε πάντα να ισορροπήσει ανάμεσα στη φυσική γοητεία και τη μελέτη των ρόλων.
Η «Καταδίωξη», 1966
Ο ρόλος που του είχε προταθεί αρχικά στην ταινία του 1966 από τον Άρθουρ Πεν ήταν εκείνος του σερίφη ο οποίος υπερασπίζεται τον δραπέτη των φυλακών Μπάμπερ Ριβς.
Ο ίδιος ο Ρέντφορντ, ωστόσο, στη δεύτερη κινηματογραφική του εμφάνιση επέλεξε τον ρόλο του κατάδικου, ενώ ο σερίφης ενσαρκώθηκε από τον Μάρλον Μπράντο (ο οποίος βρισκόταν σε άσχημη διάθεση επειδή είχε αρρωστήσει σε ταξίδι του στην Ινδία). Μαζί τους εμφανιζόταν και η Τζέιν Φόντα, η οποία ταίριαξε κατευθείαν με τον Ρέντφορντ. Ο Πεν έλεγε αργότερα τα καλύτερα λόγια για τον νεαρό ηθοποιό, καθώς έδειξε τον μεγαλύτερο επαγγελματισμό. Πήγαινε νύχτα στο χώρο των γυρισμάτων και έτρεχε με τις ώρες για να φαίνεται πιο φυσικός.
«Οι δύο ληστές», 1969
Δεν υπάρχει περίπτωση να μη φτάσει προς το κοινό η χημεία ανάμεσα σε δύο ισότιμους ηθοποιούς αν αφήσουν στην άκρη τον αναμενόμενο και υγιή ναρκισσισμό τους. Και η περίπτωση του «Butch cassidy and the sundance kid» (όπως είναι ο αμερικανικός τίτλος) είναι ακριβώς αυτή η περίπτωση. Ο σκηνοθέτης Τζορτζ Ρόι Χιλ ήξερε ότι είχε να διαχειριστεί ένα χρυσό δίδυμο και τα κατάφερε εξαιρετικά στην ταινία που αποδείχθηκε η πλέον κερδοφόρα του 1969.
«Ο υποψήφιος», 1972
Η ταινία που έφτασε πιο κοντά στον πολιτικοποιημένο Ρέντφορντ όσο καμία άλλη. Με σκηνοθέτη τον Μάικλ Ρίτσι υποδύεται τον ιδεαλιστή δικηγόρο Μπιλ ΜακΚέι που θέλει να εκλεγεί γερουσιαστής της Καλιφόρνια. Αλλά ενώ ξεκινάει με την υπόσχεση να μην κάνει συμβιβασμούς γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι το πάνω χέρι το έχουν οι διαφημιστές που λανσάρουν τους πολιτικούς σαν καταναλωτικά προϊόντα.
Γι’ αυτό και στη διάρκεια ενός ντιμπέιτ παραδέχεται πάνω σε μια κρίση συνείδησης ότι η συζήτηση δεν στρέφεται σε σημαντικά θέματα, όπως η φτώχεια και η φυλετική ανισότητα. Στο τέλος μένει η ατάκα του ΜακΚέι προς τον μάνατζέρ του, Μάρβιν Λούκας (Πίτερ Μπόιλ) «Και τώρα τι κάνουμε;» με το που κερδίζει τις εκλογές και πρέπει να μιλήσει στους συγκεντρωμένους δημοσιογράφους.
«Το κεντρί», 1973
Και πάλι ο Τζορτζ Ρόι Χιλ συνεχίζει την καλή συνταγή ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές του, ενώ ο Ρέντφορντ κερδίζει τη μοναδική υποψηφιότητα για Όσκαρ ερμηνείας στην καριέρα του.
Δεν θα πάρει τελικά το βραβείο, ενώ το ίδιο το φιλμ σαρώνει με επτά Οσκαρ: καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, πρωτότυπου σεναρίου (Ντέιβιντ Γουόρντ), μοντάζ, μουσικής επιμέλειας, κοστουμιών (η αειθαλής Ιντιθ Χεντ), καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Η ιστορία των δύο απατεώνων που προσπαθούν να ξεγελάσουν έναν γκάνγκστερ (Ρόμπερτ Σο) γίνεται μάθημα υποκριτικής και χημείας ανάμεσα στον Νιούμαν και τον Ρέντφορντ.
«Τα καλύτερά μας χρόνια», 1973
Κι όμως, αυτή δεν ήταν μια καλή συνεργασία για τον Ρέντφορντ, ο οποίος δεν θεωρούσε τη Μπάρμπρα Στρέιζαντ «σοβαρή ηθοποιό», όπως έλεγε στον σκηνοθέτη Σίντνεϊ Πόλακ. Φοβόταν μάλιστα τις σεξουαλικές ορμές της –μία από τις φήμες που ποτέ δεν την εγκατέλειψαν-, γι’ αυτό ως παντρεμένος με τέσσερα παιδιά πήγαινε στα γυρίσματα με… σπασουάρ στο εσώρουχο. Οι εμφανίσεις τους πάντως ήρθαν για να μείνουν εκείνη τη χρονιά.
Η Στρέιζαντ υποδυόταν την Κέιτι, πρόεδρο της κομμουνιστικής νεολαίας, Εβραία, δυναμική, παθιασμένη με τα δικαιώματα. Ο Ρέντφορντ ήταν ο καλοζωισμένος συγγραφέας Χάμπελ, αδιάφορος για την πολιτική και την ιδεολογία. «Για ποια διακήρυξη δικαιωμάτων μου μιλάς, για ποια ελευθερία λόγου; Πότε δεν είχαμε, ούτε θα έχουμε ελευθερία λόγου σε αυτή την χώρα» της φωνάζει κάποια στιγμή.
«Ο μεγάλος Γκάτσμπι», 1974
Ακόμη και αν η κινηματογραφική διασκευή δεν μπορούσε να αποδώσει τις αποχρώσεις του πρωτότυπου έργου του Φιτζέραλντ (για έλλειψη συναισθήματος έκαναν λόγο οι ευστοχότερες κριτικές), ο Ρέντφορντ άφησε έναν ακόμη ρόλο αναφοράς ως Τζέι Γκάτσμπι στην ταινία του Τζακ Κλέιτον με το σενάριο του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Και, μεταξύ μας, ποιος άλλος θα μπορούσε να αποδώσει τον bigger than life χαρακτήρα του αμερικανικού ονείρου με τις σκοτεινές πλευρές πίσω από τη φωτεινή όψη της ματαιοδοξίας;
«Ολοι οι άνθρωποι του Προέδρου», 1976
Καλύτερο μάρκετινγκ από το timing δεν υπάρχει, ως γνωστόν, και αυτή η ταινία δεν θα μπορούσε παρά να απογειώσει τις ερμηνείες των Ρ. Ρέντφορντ και Ντάστιν Χόφμαν στους ρόλους των δημοσιογράφων της Washington Post, Μπομπ Γούντγουορντ και Κάρλ Μπέρνσταϊν αντιστοίχως, οι οποίοι αποκάλυψαν το σκάνδαλο του Watergate.
Ο Ρέντφορντ χρησιμοποιώντας το ένστικτό του και υπό την καθοδήγηση του σκηνοθέτη Aλαν Τζ. Πάκουλα αποδίδει εξαιρετικά τον «διανοούμενο» Γούντγουορντ. Αξίζει, εκτός άλλων, και για τις σκηνές του με τον Χαλ Χόλμπρουκ, ο οποίος υποδύεται το περίφημο «βαθύ λαρύγγι».
«Πέρα από την Αφρική», 1985
Γι’ αυτό η Μέριλ Στριπ ήταν από τις πρώτες σταρ που τον αποχαιρέτησαν ως «λέοντα» που φεύγει. Επειδή η συνεργασία τους στην ταινία του Σίντνεϊ Πόλακ, όπου εκείνη υποδύεται τη δανή συγγραφέα Κάρεν Μπλίξεν και εκείνος τον βρετανό κυνηγό Ντένις Φιτς Χάτον στην Κένυα των αρχών του 20ού αιώνα παρέσυρε το κοινό σε έναν ρομαντισμό με άποψη (και με το μουσικό θέμα του Τζον Μπάρι). Το φιλμ απέσπασε επτά Οσκαρ, ανάμεσά τους καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας.
«Ολα χάθηκαν», 2013
Ταινία σε σκηνοθεσία του Τζέι Σι Τσάντορ, όπου ο Ρέντφορντ είναι ο μοναδικός πρωταγωνιστής δίνοντας μία χαμηλόφωνη αλλά ουσιαστική ερμηνεία (για πολλούς, μία από τις καλύτερες της καριέρας του). Υποδύεται έναν άνθρωπο που χάνεται στη θάλασσα όταν ένα αδέσποτο κοντέινερ χτυπάει το σκάφος του κι έκτοτε πρέπει να αντιμετωπίσει τα στοιχεία της φύσης.
«Ο κύριος και το όπλο», 2018
Ο κινηματογραφικός αποχαιρετισμός του μεγάλου σταρ (εφτά χρόνια πριν από τον οριστικό, όπως αποδείχθηκε). Εδώ, σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Λόουερι, υποδύεται τον Φόρεστ Τάκερ, ο οποίος δραπέτευσε από τη φυλακή σε ηλικία 70 χρονών, αλλά συνέχισε να οργανώνει ληστείες. Ο Λόουερι είχε έναν συγκινητικό αποχαιρετισμό, στον ηθοποιό με τη βοήθεια του εξαιρετικού καστ, όπως οι Σίσι Σπέισεκ, Κέισι Αφλεκ, Τομ Γουέιτς και Ελίζαμπεθ Μος
