Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ πέρα από τους ρόλους
Θέματα

Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ πέρα από τους ρόλους

Στην υποκριτική βρήκε τον δρόμο του, κατόρθωσε όμως να σημειώσει επιτυχία και ως παραγωγός, σκηνοθέτης (βραβευμένος με Οσκαρ), περιβαλλοντικός ακτιβιστής και επιχειρηματίας. Στον ιδιωτικό του βίο είχε μια απόμακρη διάθεση. Οπως το έθεσε ο σκηνοθέτης Αλαν Τζ. Πάκουλα, «μια επαναστατική καρδιά χτυπούσε κάτω από την τέλεια επιφάνεια»
Protagon Team

Με το αρρενωπό παρουσιαστικό του, τα γαλανά μάτια και τα ξανθά μαλλιά κέρδισε παγκόσμια φήμη, και με τη διακριτική γοητεία του σε ταινίες όπως «Butch Cassidy and the Sundance Kid» (Οι Δύο Ληστές) και «All the President’s Men» (Ολοι οι Ανθρωποι του Προέδρου) έγινε ένας από τους μεγαλύτερους κινηματογραφικούς αστέρες. Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ πέθανε στις 16 Σεπτεμβρίου στο σπίτι του στα βουνά, κοντά στο Πρόβο της Γιούτα. Ηταν 89 ετών. Η ανακοίνωση του θανάτου του έγινε μέσω δήλωσης της δημοσιογράφου Σίντι Μπέργκερ, χωρίς να αναφέρεται η αιτία.

Από το 1981 ο Ρέντφορντ υπήρξε ιδρυτής και πρόεδρος του Sundance Institute στο γειτονικό Park City, στη Γιούτα. Ο ίδιος, γράφει η Washington Post, τόνιζε ότι ο χώρος που δημιούργησε δεν αφορούσε «εξεγερμένους που κατεβαίνουν από το βουνό για να επιτεθούν στο κυρίαρχο ρεύμα», αλλά στο να διευρύνει την έννοια του κυρίαρχου ρεύματος. Το Sundance προσέφερε μια ζωτική πλατφόρμα για δύο γενιές κινηματογραφιστών εκτός συστήματος, όπως ο Κουέντιν Ταραντίνο, οι οποίοι βρήκαν αποδοχή από το κοινό και τα στούντιο, βοηθώντας να μεγαλώσει ο ορισμός του εμπορικού σινεμά, σε μια βιομηχανία που συνήθως φοβάται τους κινδύνους.

Αυτό μπορεί να φαινόταν απρόσμενο για τον Ρέντφορντ, του οποίου το χαρακτηριστικό πρόσωπο και η σχεδόν εκτυφλωτική ομορφιά τον κατέστησαν σεξ σύμβολο για πέντε δεκαετίες. Eγινε ένας από τους πιο δημοφιλείς και ακριβοπληρωμένους ηθοποιούς παγκοσμίως, με το κοινό να απολαμβάνει τη ρομαντική χημεία του με τη Μέριλ Στριπ και την Μπάρμπρα Στρέιζαντ, αλλά και τη δυνατή φιλία του με τον Πολ Νιούμαν και τον Ντάστιν Χόφμαν.

Mε τη Μία Φάροου σε σκηνή από τον «Μεγάλο Γκάτσμπι» (1974), κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ (CBS via Getty Images/Ideal Image)

Εχοντας μια μάλλον προβληματική ανατροφή, με συμμορίες στα προάστια και περιόδους αλκοολικής παρακμής που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει το κολέγιο, βρήκε τελικά τον δρόμο του στην υποκριτική, ενώ κατόρθωσε να σημειώσει επιτυχία και ως παραγωγός, σκηνοθέτης (βραβευμένος με Οσκαρ), περιβαλλοντικός ακτιβιστής και επιχειρηματίας. Στον ιδιωτικό του βίο είχε μια απόμακρη διάθεση, με μια, όπως είπε ο σκηνοθέτης Αλαν Τζ. Πάκουλα, «επαναστατική καρδιά να χτυπά κάτω από την τέλεια επιφάνεια».

Γοητευτικός, μοναχικός, ιδεαλιστής

Ο Ρέντφορντ παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό μοναχικός· αναζητούσε τη σιωπή και την απομόνωση του κτήματός του στη Γιούτα και απολάμβανε την ελευθερία της ταχύτητας, οδηγώντας την Porsche του με 180 χλμ. την ώρα σε ανοιχτούς αυτοκινητόδρομους. Περιέγραφε την υποκριτική και τις άλλες δραστηριότητές του ως «μια συνεχή αναζήτηση του εαυτού και μιας ουσιαστικής, αληθινής σύνδεσης με τους ανθρώπους».

«Ενας από τους λόγους που υπήρξε αστέρας με τόσο μεγάλη διάρκεια ήταν πως οι άνθρωποι ποτέ δεν ένιωθαν ότι τον είχαν γνωρίσει ολοκληρωτικά», είχε πει κάποτε ο σκηνοθέτης Σίντνεϊ Πόλακ, που τον σκηνοθέτησε σε επτά ταινίες. Υπήρχε μια αντίφαση, γράφει η WP, ανάμεσα στο στερεότυπο του όμορφου, ξανθού «χρυσού αγοριού» και μιας εσωτερικότητας πολύ πιο σύνθετης και σκοτεινής.

Στη διάρκεια της καριέρας του ο Ρέντφορντ πρωταγωνίστησε σε δεκάδες κινηματογραφικά έργα και άφησε το αποτύπωμά του σε γενιές θεατών. Συμπράττοντας με τον Πολ Νιούμαν, ως ο Sundance στους «Δύο Ληστές (1969), έγινε μέρος της εθνικής συνείδησης με ένα «γουέστερν φιλίας», που περιλάμβανε την αξέχαστη σκηνή με την κατάβαση από τον γκρεμό καθώς οι δυο ήρωες προσπαθούν να ξεφύγουν από τον Νόμο.

Aπό αριστερά, Ρόμπερτ Σο, Ρόμπερτ Ρέντφορντ και Πολ Νιούμαν στο «Κεντρί» (1973), μια από τις πολύ μεγάλες επιτυχίες και των τριών σπουδαίων ηθοποιών (Bettmann/Getty Images/ Ideal Image)

Σε μια από τις πιο αξιομνημόνευτες συνεργασίες του με τον Νιούμαν, το «The Sting» (Το Κεντρί, 1973), οι δυο τους υποδύθηκαν απατεώνες της εποχής της Μεγάλης Υφεσης που στήνουν μια τολμηρή απάτη εναντίον ενός γκάνγκστερ· ήταν ο ρόλος που χάρισε στον Ρέντφορντ τη μοναδική του υποψηφιότητα για Οσκαρ καλύτερης ερμηνείας.

Ενας ακόμη βασικός ρόλος του ήταν εκείνος του ρεπόρτερ Μπομπ Γούντγουορντ στο «Ολοι οι Ανθρωποι του Προέδρου» (1976), ένα πολιτικό-δημοσιογραφικό θρίλερ για την έρευνα του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ, που οδήγησε στην παραίτηση του αμερικανού προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον. Ο Ρέντφορντ αναγνωρίστηκε ως ένας από τους πρώτους που διέβλεψαν το κινηματογραφικό δυναμικό στην κάλυψη του Γουότεργκειτ από την Washington Post και εξασφάλισε τα δικαιώματα του στόρι.

Ο ίδιος, σύμφωνα με την WP, δήλωνε ότι ταυτιζόταν με τους μοναχικούς ιδεαλιστές και λίγοι ρόλοι το κατέδειξαν περισσότερο από το «Jeremiah Johnson» (Ο Αλύγιστος, 1972), όπου υποδύθηκε έναν άνδρα που επιθυμεί να αποσυρθεί από τον πολιτισμό. «Εχω πολύ ισχυρές απόψεις για την αδικία της κοινωνίας μας και για τις αδικίες των κυβερνητικών συστημάτων, και για τη διατήρηση αξιών που θεωρώ σημαντικές», είχε πει, βρίσκοντας σε τέτοιους ρόλους τη δυνατότητα να βγάλει τη δική του αλήθεια προς το κοινό.

Ως πράκτορας της CIA, συλλαμβάνει τη Φέι Ντάναγουεϊ στο κατασκοπευτικό θρίλερ του 1975 «Οι Τρεις Μέρες του Κόνδορα» (Michael Ochs Archives/Getty Images/Ideal Image)

Εκμεταλλεύθηκε επίσης τη γοητεία και την εμφάνισή του σε ρόλους όπως του συντηρητικού συγγραφέα στο «The Way We Were» (Τα Καλύτερά μας Χρόνια, 1973), απέναντι στην ακτιβίστρια Στρέιζαντ, ή του αινιγματικού πρωταγωνιστή στο «The Great Gatsby» (Ο Μεγάλος Γκάτσμπι, 1974), του ερευνητής της CIA στο «Three Days of the Condor» (Οι Τρεις Μέρες του Κόνδορα, 1975) και του ονειρικού αλλά απόμακρου εραστή στο «Out of Africa» (Πέρα από την Αφρική, 1985), που κέρδισε το Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας.

Η σκηνοθεσία και το όραμα του Sundance

Στο αποκορύφωμα της δόξας του στράφηκε στη σκηνοθεσία και κέρδισε Οσκαρ για το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, το οικογενειακό δράμα «Ordinary People» (Συνηθισμένοι Ανθρωποι, 1980). Αργότερα σκηνοθέτησε το λυρικό «A River Runs Through It» (Το ποτάμι Κυλά Ανάμεσά μας, 1992) και το υποψήφιο για Οσκαρ «Quiz Show» (1994), ενώ συνέχισε με έργα όπως το «The Horse Whisperer» (Ο Γητευτής των Αλόγων, 1998) και το «The Legend of Bagger Vance» (Ο Θρύλος του Μπάγκερ Βανς, 2000).

Ως παραγωγός, στήριξε ποικίλα εγχειρήματα, από το «The Motorcycle Diaries» (Ημερολόγια Μοτοσικλέτας, 2004), για τα νεανικά χρόνια του Τσε Γκεβάρα, έως το υποψήφιο για Οσκαρ μικρού μήκους «The Solar Film» (1980). Με τη δημόσια φωνή του προώθησε τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και προειδοποίησε για τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής.

Mε τις ηθοποιούς Μέλανι Γκρίφιθ (αριστερά) και Σόνια Μπράγκα στο Φεστιβάλ Καννών του 1988 (GARCIA/URLI/Gamma-Rapho via Getty Images/Ideal image)

Το Sundance Institute, που ίδρυσε το 1981, είχε στόχο να προστατεύσει τους νέους καλλιτέχνες από εμπορικούς συμβιβασμούς και να υπηρετήσει την ποικιλία και το πείραμα, σε μια εποχή απόλυτης κυριαρχίας των μεγάλων στούντιο. Μία από τις πρώτες επιτυχίες που στήριξε ήταν το «El Norte» (1983) του Γκρέγκρι Νάβα, για την τραγική ιστορία των αγροτών Μάγια στον εμφύλιο της Γουατεμάλας.

Το 1985 το Sundance απορρόφησε το μικρό U.S. Film and Video Festival στο Park City. Στην πρώτη χρονιά τού φεστιβάλ, γράφει η WP, ο Ρέντφορντ στεκόταν έξω από το Egyptian Theatre μοιράζοντας φυλλάδια και προσκαλώντας ανθρώπους, μια εικόνα που δείχνει πόσο προσωπικά αφιερωμένος ήταν στην ανάπτυξη του θεσμού.

Το ορόσημο ήρθε με το «Sex, Lies and Videotape» (Σεξ, Ψέματα και Βιντεοταινίες, 1989) του Στίβεν Σόντερμπεργκ, μια μικρή σε προϋπολογισμό αλλά καινοτόμο ταινία, που εξασφάλισε διανομή και κέρδη, και καθιέρωσε το Sundance ως πλατφόρμα εκκίνησης για νέους δημιουργούς. Ο Ταραντίνο και άλλοι είδαν στο Sundance την ευκαιρία να βρουν κοινό και στήριξη.

Πολυδιάστατη η κληρονομιά του

Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ γεννήθηκε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας στις 18 Αυγούστου 1936. Ο πατέρας του δούλευε ως γαλατάς προτού γίνει λογιστής και η μητέρα του, Μάρθα Χαρτ, έχασε τη ζωή της όταν ο Ρέντφορντ ήταν 17, από μόλυνση του αίματος. Μεγαλωμένος στα Βαν Νάις, ένα προάστιο του Λος Αντζελες, κατέφυγε στον αθλητισμό και παράλληλα στις συμμορίες του δρόμου.

Μπήκε με αθλητική υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, αλλά αποβλήθηκε το 1956 για παραβατική συμπεριφορά. Σπούδασε τέχνες στην Ευρώπη και στη συνέχεια σκηνικά στη Νέα Υόρκη, ώσπου τον κέρδισε η υποκριτική και πήγε για σπουδές στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών. Αρνήθηκε τηλεοπτικές προτάσεις με υψηλές αμοιβές προκειμένου να παίξει θέατρο στο Μπρόντγουεϊ και αργότερα πέρασε στο σινεμά, με την κινηματογραφική εκδοχή του θεατρικού έργου «Barefoot in the Park» (Ξυπόλητοι στο Πάρκο, 1967), με την Τζέιν Φόντα στο πλευρό του, να του ανοίγει τον δρόμο για τη δόξα.

Παρά την αρχική επιφύλαξη της βιομηχανίας, σημειώνει η WP, η υποστήριξη του Πολ Νιούμαν και η έξυπνη επιλογή ρόλων τον ανέδειξαν. Η ταινία «Οι Δύο Ληστές», με προϋπολογισμό 6,5 εκατ. δολαρίων, απέφερε πάνω από 40 εκατ. και σφράγισε την άνοδό του σε σταρ μεγάλου μεγέθους.

Ως σκηνοθέτης του «Συνηθισμένοι Ανθρωποι» απέδειξε την ικανότητά του να χειρίζεται λεπτές οικογενειακές εντάσεις με σεμνότητα· η αναγνώριση ήρθε μαζί με το Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας.

Παρά τη δημοσιότητα και τη λάμψη, η ζωή του ήταν γεμάτη προσωπικά δράματα: ο νεογέννητος γιος του Σκοτ πέθανε το 1959 και ο γιος του Τζέιμς, που υπέφερε από αυτοάνοσο νόσημα, πέθανε το 2020. Το 2009 παντρεύτηκε την καλλιτέχνιδα Σίμπιλ Ζάγκαρς. Είχε επίσης δύο κόρες από τον πρώτο του γάμο με τη Λόλα βαν Γουάγκενεν, τη Σόνα και την Εϊμι.

Ο Ρέντφορντ το 2017, με τον Χρυσό Λέονα στο 74ο Φεστιβάλ της Βενετίας (REUTERS)

Καθώς το Sundance μεγάλωνε, έγινε αντικείμενο κριτικής για εμπορευματοποίηση· το Slamdance ιδρύθηκε το 1995 για να αντισταθεί σε αυτή την τάση. Ο ίδιος ο Ρέντφορντ επιθυμούσε το φεστιβάλ να μείνει πιστό στην τέχνη, αλλά δεν απέτρεψε εντελώς την εισροή λάμψης και διασημοτήτων.

Τα τελευταία χρόνια επέστρεψε σε λιτές, ώριμες ερμηνείες, όπως στο «All Is Lost» (Ολα Χάθηκαν, 2013), όπου πρόσφερε μια σιωπηλή αλλά συγκλονιστική παρουσία, και το «The Old Man & the Gun» (Ο Κύριος και το Οπλο, 2018).

Παρά την πεποίθησή του ότι για πολλούς θα παρέμενε πάντα ο Sundance Kid, καταλήγει η WP, η κληρονομιά του ως καλλιτέχνη, σκηνοθέτη, παραγωγού, ακτιβιστή και προστάτη του ανεξάρτητου σινεμά εκτεινόταν πολύ πέρα από έναν μόνο ρόλο.

Exit mobile version