Τα διλήμματα και οι γεωπολιτικές επιλογές με τις οποίες αναμένεται ότι σύντομα θα βρεθεί αντιμέτωπη η ελληνική κυβέρνηση και η πολιτική τάξη με την ευρύτερη έννοια, διαφαίνονται εν αναμονή της έλευσης της νέας διπλωματικής αντιπροσωπείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, αλλά και των αναδιατάξεων στον ευρωπαϊκό συσχετισμό δυνάμεων.
Ο πολυδιάστατος εμπορικός και διπλωματικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας φαίνεται ότι σύντομα θα μεταφερθεί και επί ελληνικού εδάφους, με επίκεντρο στρατηγικού χαρακτήρα υποδομές και πρωτίστως τα λιμάνια. Ειδικότερα, δε, εκείνα του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης.
Ενδεικτικά των πιέσεων που αναμένεται να ασκηθούν προς την Ελλάδα, ήταν τα όσα είπε προ ημερών από το βήμα του συνεδρίου του Economist στη Νέα Υόρκη, ο ανώτερος ερευνητής για θέματα εθνικής ασφάλειας του Foreign Policy Research Institute, πρώην διπλωματικός σύμβουλος του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ και γεωπολιτικός αναλυτής της Trilogy Advisors, Τζον Συτιλίδης: «Μην παίρνετε ως δεδομένο στην Ελλάδα ότι ο Πειραιάς θα καταστεί το τελικό λιμάνι του εμπορικού διαδρόμου Ινδίας – Μέσης Ανατολής – Ευρώπης (IMEC)», τόνισε ο αναλυτής εν είδει προειδοποίησης και προσέθεσε: «Κινούμαστε στην πράξη προς αποσύνδεση των ΗΠΑ από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας και συνεπώς θα δούμε ενδεχομένως προβληματισμό από την Ουάσιγκτον για τον Πειραιά, ο οποίος ελέγχεται από την κινεζική Cosco».
Κατά την ίδια πηγή, η κυβέρνηση Τραμπ πρέπει να αναμένεται ότι θα ασκήσει πιέσεις προς δύο εναλλακτικές κατευθύνσεις: είτε με στόχο να διακοπεί η στρατηγική παρουσία της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά, με πιθανή προοπτική τον έλεγχο των υποδομών από αμερικανικό εταιρικό σχήμα, είτε να παρακαμφθεί ο Πειραιάς και ο IMEC να καταλήξει σε κάποιο λιμάνι της Ιταλίας ή στη Μασσαλία.
Αντίστοιχος προβληματισμός εκδηλώνεται και για το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, που ελέγχεται από τον Ιβάν Σαββίδη και θεωρείται νευραλγικής σημασίας υποδομή, ως μία από τις σημαντικότερες εμπορικές πύλες προς τα Δυτικά Βαλκάνια.
Ο τρόπος με τον οποίο θα εκδηλωθούν οι όποιες πιέσεις προς την ελληνική πλευρά, θεωρούνται μία από τις κρίσιμες παραμέτρους της προσεχούς περιόδου και πιθανολογείται ότι θα επηρεάσουν πολλαπλώς και την εσωτερική συζήτηση.
Κατ’ αντιστοιχία, η κυβέρνηση στην Αθήνα καλείται να διαφυλάξει ή να αναδιαμορφώσει την ισορροπία και με τις ευρωπαϊκές ηγεσίες, με πρώτη και κύρια εκείνη του Βερολίνου. Στο επίκεντρο της σχετικής αναζήτησης βρίσκεται η ισορροπία στις σχέσεις ελληνικής, γερμανικής και τουρκικής κυβέρνησης, με επιδράσεις και παρενέργειες σε πολλά πεδία, ξεκινώντας από το μεταναστευτικό και φτάνοντας σε εκείνο των εξοπλισμών.
Για τη Γερμανία είναι δεδομένο ότι η Τουρκία αποτελεί στρατηγικό, αμυντικό και οικονομικό εταίρο.
Πέραν αυτού, θα πρέπει από ελληνικής πλευράς να αξιολογηθεί η επίπτωση της αυστηροποίησης της μεταναστευτικής πολιτικής της Γερμανίας στις σχέσεις Αθήνας – Άγκυρας – Βερολίνου.
Επιπλέον, προεξοφλείται ότι η κυβέρνηση του καγκελάριου Μερτς θα επιδιώξει και θα ενθαρρύνει την ένταξη της Τουρκίας στο νέο πλαίσιο ασφάλειας της Ευρώπης, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τις αξιώσεις εγγυήσεων από ελληνικής πλευράς.
Υπό αυτό το πρίσμα, ορισμένες πηγές προεξοφλούν ότι στην Αθήνα θα τεθεί σύντομα ζήτημα επανεξέτασης και των εξοπλιστικών επιλογών, από τις οποίες η Γερμανία είχε σχεδόν αποκλειστεί τα τελευταία χρόνια.
Υπό αυτήν την έννοια, η ελληνική αξίωση να μην πωληθούν μαχητικά Eurofighter στην Τουρκία, μάλλον δεν θα εισακουστεί με ευκολία στο Βερολίνο· αντιθέτως, εκτιμάται ότι θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για μία συνολική επανεξέταση της ελληνογερμανικής σχέσης, σε πολλά πεδία.
