Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο Μάρτιν Σκορσέζε διασκέδαζε συμμετέχοντας σε τόσο άγρια πάρτι στο Χόλιγουντ, ώστε είχε καταστρέψει το σώμα του από τα ναρκωτικά. Κατέληξε, μάλιστα, στο νοσοκομείο με εσωτερική αιμορραγία. «Πέθαινα», λέει ο μεγάλος αμερικανός σκηνοθέτης στη συναρπαστική σειρά ντοκιμαντέρ της Ρεμπέκα Μίλερ με τίτλο «Mr Scorsese», η οποία είναι ήδη διαθέσιμη στην πλατφόρμα Apple TV+.
Τότε ο φίλος του Ρόμπερτ Ντε Νίρο στάθηκε στο προσκέφαλό του, παροτρύνοντάς τον πιεστικά, για άλλη μια φορά, να γυρίσει μια ταινία την οποία εκείνος απέρριπτε κατηγορηματικά. Ο Σκορσέζε θυμάται: «Με κοίταξε και είπε: “Τι στο διάολο θέλεις να κάνεις; Θέλεις να πεθάνεις έτσι;”». Ετσι γεννήθηκε το «Οργισμένο Είδωλο» (1980), γράφει στο BBC Culture η κριτικός κινηματογράφου Κάριν Τζέιμς.
Η ιστορία τελειώνει χαρούμενα, με φωτογραφίες του Σκορσέζε και του Ντε Νίρο όπως δεν τους έχουμε ξαναδεί: κρατώντας πίνα κολάντα και φορώντας χαβανέζικα πουκάμισα και αστεία τουριστικά καπέλα που γράφουν «St Maarten», το νησί της Καραϊβικής όπου πήγαν για να δουλέψουν πάνω στην κλασική ταινία του Σκορσέζε, σε σενάριο του Πολ Σρέιντερ.
Σε σεκάνς όπως αυτή και σε πολλές άλλες, η οικειότητα και οι λεπτομέρειες που αποκαλύπτει ο αμερικανός σκηνοθέτης και τις οποίες αναδεικνύει η Μίλερ προσθέτουν νέα διάσταση σε μια ιστορία ζωής που θα μπορούσε να είναι από μόνη της μια επική ταινία. Τα γενικά στοιχεία της βιογραφίας και της καριέρας του Σκορσέζε είναι λίγο-πολύ γνωστά. Από την Καθολική διαπαιδαγώγησή του ως ασθματικό αγοράκι που αγαπούσε το σινεμά, στη Μικρή Ιταλία, τη γειτονιά των Ιταλών της Νέας Υόρκης, μέχρι ταινίες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, όπως οι «Κακόφημοι δρόμοι» (1973) και οι «Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού» (2023).
Αλλά η σειρά «Mr Scorsese» μοιάζει με μια στοχαστική, συχνά πνευματώδη συζήτηση, χωρισμένη σε πέντε ωραία δομημένα επεισόδια.
Ο 82χρονος Μάρτιν Σκορσέζε μιλάει με ειλικρίνεια για τις επαγγελματικές και τις προσωπικές αδυναμίες του, συχνά γελώντας με τον εαυτό του. Η Ρεμπέκα Μίλερ –στη φιλμογραφία τής οποίας περιλαμβάνονται οι «Personal Velocity: Three Portraits» (2002) και «Η Μάγκι Εχει Σχέδιο» (2015)– είναι πάντα εκτός κάμερας, αλλά ακούγεται η φωνή της καθώς θέτει εύστοχες ερωτήσεις.
Η αμερικανίδα σκηνοθέτης και μυθιστοριογράφος, κόρη του δραματουργού Αρθουρ Μίλερ και σύζυγος του ηθοποιού Ντάνιελ Ντέι-Λιούις, είχε πρόσβαση στα αρχεία του Σκορσέζε και στους φίλους του. Ετσι, αντιπαραθέτει με έξυπνο τρόπο αποσπάσματα από τις ταινίες του με οικογενειακές φωτογραφίες και σχόλια στενών συνεργατών του, όπως ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο, η επί χρόνια μοντέρ του Θέλμα Σκουνμέικερ και ο σεναριογράφος Πολ Σρέιντερ.
Η Ιζαμπέλα Ροσελίνι, η τρίτη από τις πέντε συζύγους του Σκορσέζε, λέει στη Μίλερ: «Θα έλεγα ότι ο Μάρτι είναι ένας άγιος/αμαρτωλός». Αγιος χάρη στον τρόπο που θέτει διαρκώς μεγάλα ερωτήματα για το καλό και το κακό, αλλά που συχνά ενεργεί άσχημα. Εχει δίκιο, σημειώνει η αγγλίδα κριτικός κινηματογράφου στο BBC Culture. Αυτό που αναδύεται πιο έντονα εδώ, καθώς το μοντάζ το καθιστά σαφές, είναι το πορτρέτο ενός καλλιτέχνη που έχει εμμονή με τις ηθικές επιλογές.
Ο Σκορσέζε σπούδασε για λίγο θέλοντας να γίνει ιερέας. Και η συνεχής αμφισβήτησή του για το πού σε οδηγεί η ηθική σου πυξίδα συνεχίζεται επίμονα σε όλη του τη ζωή, διαπερνώντας τις ταινίες του. «Το πρόβλημα είναι ότι απολαμβάνεις την αμαρτία», λέει ο ίδιος για τα χρόνια που πέρασε υπό την επήρεια ναρκωτικών. Το γεγονός ότι στο σημείο αυτό χρησιμοποιεί θρησκευτική ορολογία –και αργότερα λέει ότι αν έχεις το χάρισμα του σκηνοθέτη, αυτό είναι «μια θρησκευτική σύνδεση», ένα «ιερό πράγμα»– αποκαλύπτει πολλά για το πώς βλέπει τον κόσμο, γράφει η Κάριν Τζέιμς στο BBC Culture, επισημαίνοντας ότι αυτή η οπτική διαμορφώνει το έργο του.
Ο Μάρτιν Σκορσέζε συνέβαλε στη μεταμόρφωση του κινηματογράφου του 20ού αιώνα, με τολμηρές, στοχαστικές ταινίες, όπως ο «Ταξιτζής» (1976) και τα «Καλά Παιδιά» (1990), οι οποίες συνδυάζουν τη σκηνοθετική δεξιοτεχνία με μια ενστικτώδη κατανόηση των σκοτεινών πλην όμως συναρπαστικών ρευμάτων κακής συμπεριφοράς.
Τα πρώτα επεισόδια της σειράς παρουσιάζουν τη διαρκή επιρροή των πρώτων χρόνων της ζωής του Σκορσέζε στη διαμόρφωσή του. Η Μίλερ παίρνει συνεντεύξεις από παιδικούς φίλους του, μερικοί από τους οποίους ήταν πιο επιρρεπείς σε προβλήματα και φασαρίες από άλλους. Ο αδελφός ενός φίλου του, ο Σαλβατόρε Ουρίκολα, γνωστός τότε ως Σάλι Γκάγκα, έγινε πρότυπο για τον οξύθυμο χαρακτήρα του Ντε Νίρο, τον Τζόνι Μπόι, στην ταινία «Κακόφημοι Δρόμοι», η οποία διαδραματίζεται στην παλιά γειτονιά του Σκορσέζε.
«Ανατίναξες ένα γραμματοκιβώτιο;», τον ρωτά η Μίλερ. «Ναι», απαντά ο Σάλι Γκάγκα, που εμφανίζεται σε μια διαιρεμένη οθόνη ενώ δίπλα προβάλλεται μια σκηνή από την ταινία, στην οποία ένας χαμογελαστός Τζόνι Μπόι απομακρύνεται τρέχοντας από ένα γραμματοκιβώτιο που εκρήγνυται.
Ο πατέρας του Σκορσέζε δεν έμπλεκε σε μπελάδες, αλλά συχνά έπρεπε να παρεμβαίνει για να σώζει τον αδελφό του και θείο του σκηνοθέτη, Τζο «The Bug» Σκορσέζε, την άλλη πηγή έμπνευσης για τον Τζόνι Μπόι – κάτι που δεν είναι γνωστό. Στην πορεία, ο Σκορσέζε προσθέτει εκπληκτικές λεπτομέρειες για το πώς η παιδική του ηλικία εξακολουθεί να επηρεάζει την τέχνη του. Το άσθμα του, για παράδειγμα, τον κρατούσε μέσα στο σπίτι, αναγκάζοντάς τον να κοιτάζει τον δρόμο από ένα παράθυρο του επάνω ορόφου. «Γι’ αυτό μου αρέσουν οι λήψεις από ψηλά», σημειώνει.
Το ντοκιμαντέρ μάς υπενθυμίζει ακόμη ότι η καριέρα του είχε περισσότερα σκαμπανεβάσματα από ό,τι πιστεύουν οι περισσότεροι, τώρα που είναι αναγνωρισμένος ως ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή σκηνοθέτες, σημειώνει η Κάριν Τζέιμς στο BBC Culture. Ο Ντε Νίρο τον παρότρυνε να γυρίσει τον «Βασιλιά για μια Νύχτα» (1982), και πάλι ο Σκορσέζε συμφώνησε απρόθυμα.
Μερικές φορές δεν εμφανιζόταν καν στο πλατό μέχρι το απόγευμα. «Δεν ήθελα να είμαι εκεί», λέει. Σήμερα η ταινία με τον Ντε Νίρο στον ρόλο του Ρούπερτ Πούπκιν, ενός ανθρώπου που καταδιώκει διασημότητες, θεωρείται μια λαμπρή, πρωτοποριακή προσέγγιση της φήμης και της εμμονής των θαυμαστών. Τότε όμως είχε γνωρίσει παταγώδη αποτυχία στο box-office.
Ο Σκορσέζε επέστρεψε, αλλά περισσότερο από μια δεκαετία αργότερα, οι εμπορικές αποτυχίες των ταινιών «Kundun» (1997), για τη ζωή του Δαλάι Λάμα, και «Τα Σταυροδρόμια της Ψυχής» («Bringing Out the Dead», 1999) έκαναν την καριέρα του –όπως το θέτει ο ίδιος– «νεκρή ξανά». Ωστόσο, ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο ήταν αρκετά επιδραστικός ώστε να αντιστρέψει αυτή την τελευταία αποτυχία όταν γύρισαν τις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης» (2002).
Είναι επίσης εύκολο να ξεχάσει κανείς πόσο αμφιλεγόμενες ήταν μερικές από τις ταινίες του, συχνά λόγω της βίας τους, ιδίως ο «Ταξιτζής» με τον μαινόμενο αντιήρωα Τράβις Μπικλ, τον οποίο υποδύεται ο Ντε Νίρο. Οταν διάβασε το σενάριο του Πολ Σρέιντερ, ο Σκορσέζε λέει ότι ήταν «σαν να το είχα γράψει εγώ ο ίδιος». Η Μίλερ τον ρωτάει: «Τι δικό σου νιώθεις ότι εκφράζει περισσότερο η ταινία, εκείνη τη στιγμή;» Ο Σκορσέζε σταματάει για λίγο και απαντά προσεκτικά, ξεκαθαρίζοντας ότι ο ίδιος δεν συμπεριφέρεται όπως ο Τράβις Μπικλ ούτε τον δικαιολογεί. Μετά προσθέτει: «Ο θυμός, η μοναξιά, η αδυναμία να συνδεθείς πραγματικά με τους ανθρώπους», η αίσθηση τού να είσαι ξένος, λέει, την οποία συνδέει και πάλι με την καταγωγή του από την εργατική τάξη, που τον έκανε να νιώθει αταίριαστος στη σχολή κινηματογράφου του πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και στο Χόλιγουντ. «Η βία είναι τρομακτική από μόνη της. Είσαι ικανός για αυτήν;» αναλογίζεται, προσθέτοντας ότι η βία στην οθόνη είναι κάτι θετικό «αν είναι αληθινή βία».
Ο «Ταξιτζής» ξανάγινε πρωτοσέλιδο το 1981 όταν ο Τζον Χίνκλεϊ, εμμονικός με την Τζόντι Φόστερ που υποδύεται μια πόρνη-παιδί στην ταινία, αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρίγκαν, για να την εντυπωσιάσει. Εκείνη τη χρονιά, τα Οσκαρ αναβλήθηκαν για μια μέρα μετά τους πυροβολισμούς, και η Ροσελίνι θυμάται ότι ο Σκορσέζε φορούσε αλεξίσφαιρο γιλέκο στην τελετή απονομής.
Το ντοκιμαντέρ δεν εστιάζει στην ιδιωτική ζωή του Σκορσέζε, επισημαίνει ακόμη, η Κάριν Τζέιμς στο BBC Culture. Ο ίδιος παραδέχεται ότι η δουλειά του τον έκανε απόμακρο πατέρα για τα δύο μεγαλύτερα από τα τρία παιδιά του από διαφορετικούς γάμους, τα οποία δίνουν όλα συνεντεύξεις στη Ρεμπέκα Μίλερ και έχουν καλές σχέσεις με τον πατέρα τους. Αλλά ήταν παρών στη ζωή της μικρότερης Φραντσέσκα, η οποία πρόσφατα τον έκανε, μάλιστα, σταρ του TikTok με βίντεο όπως το «Dad Guesses Slang».
Οταν ο Σκορσέζε είναι επιφυλακτικός, η Μίλερ προσθέτει επιδέξια περισσότερες πληροφορίες. Ο σκηνοθέτης λέει, για παράδειγμα, ότι είχε κρίσεις πανικού όταν γύριζε τις «Συμμορίες ης Νέας Υόρκης», επειδή, μεταξύ άλλων αόριστων λόγων, «οι άνθρωποι είναι άρρωστοι». Η Μίλερ εισάγει τότε μια φωτογραφία της συζύγου του, Ελεν, με την οποία είναι παντρεμένος εδώ και 26 χρόνια. Οπως εξηγεί αργότερα η Φραντσέσκα, η μητέρα της είχε διαγνωστεί με Πάρκινσον πριν από εκείνα τα γυρίσματα. Μια σύντομη ματιά στους τρεις τους στο σπίτι είναι το πιο προσωπικό στοιχείο του ντοκιμαντέρ για τη ζωή του σήμερα.
Ενα ντοκιμαντέρ έχει περιορισμένες δυνατότητες ακόμα και αν έχει διάρκεια πέντε ωρών, επισημαίνει τέλος η Τζέιμς στο BBC Culture. Και προσθέτει ότι αυτό που ο Σρέιντερ, σε σχέση με τον «Ταξιτζή», αποκαλεί «πρόβλημα Μαντόνας/Πόρνης» δεν έχει εξαφανιστεί ποτέ εντελώς από την καριέρα του Σκορσέζε. Στις ταινίες του, δεν κρίνει τις σεξουαλικές γυναίκες –όπως ο χαρακτήρας της Μάργκοτ Ρόμπι στον «Λύκο της Wall Street» (2013)–, αλλά ο διχασμός παραμένει, όπως είναι εμφανές με την άψογη ηρωίδα Μόλι Μπέρκχαρτ της ταινίας «Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού» (2023), την οποία υποδύεται η Λίλι Γκλάντστοουν.
Η σειρά θα μπορούσε να είχε εξερευνήσει περισσότερο αυτή την περίπλοκη δυναμική, σημειώνει η αγγλίδα κριτικός κινηματογράφου. Ωστόσο, τέτοιες παραλείψεις είναι ήσσονος σημασίας σε μια σειρά τόσο πλούσια σε ιδέες και πληροφορίες και τόσο δυναμική στον τρόπο με τον οποίο μας επιτρέπει να δούμε τον Μάρτιν Σκορσέζε σήμερα, γεμάτο ζωντάνια και ακόμα εν δράσει.
