Στη Νέα Υόρκη, όπως και αλλού στον κόσμο, οι αναβιώσεις και τα remake κλασικών θεατρικών έργων είναι ένα φαινόμενο συνηθισμένο. Ο «Αμλετ» του Σαίξπηρ, για παράδειγμα, είναι το πιο πολύ-παιγμένο έργο έχοντας ανέβει 66 φορές σε διάφορες σκηνές του Μπρόντγουεϊ, από το 1761 μέχρι τις μέρες μας, με τελευταία την ερμηνεία του Τζουντ Λο το 2009. Τα μιούζικαλ, δε, (με πιο συχνά τα «Πόργκι και Μπες» και «Η Οπερα της Πεντάρας») αναβιώνουν επίσης, τακτικά.
Από αυτή την πλευρά, λοιπόν, δεν προκαλεί εντύπωση η μεταφορά του κινηματογραφικού «Καληνύχτα και Καλή Τύχη» (2005) στη σκηνή του Winter Garden Theatre της Νέας Υόρκης. Το εντυπωσιακό ωστόσο είναι ότι η παράσταση αυτή μιλάει τόσο άμεσα για το παρόν, ώστε θα μπορούσε να εκληφθεί και ως πολιτική σάτιρα, αν βεβαίως η ιστορία δεν ήταν αληθινή και αν η ταινία δεν είχε γυριστεί ήδη πριν από 20 χρόνια.
Αλλά με τα τρέχοντα γεγονότα στις ΗΠΑ, όταν καθιερωμένοι θεσμοί διαλύονται και αλλάζουν από στιγμή σε στιγμή, αυτό το ιστορικό δράμα είναι μια απογοητευτική αλλά ταυτόχρονα ενθαρρυντική περιγραφή του τρόπου με τον οποίο η κοινωνία των πολιτών είχε αντιμετωπίσει στο παρελθόν απειλές από την κορυφή της εξουσίας.
H περιβόητη σύγκρουση του δημοσιογράφου του CBS News Εντουαρντ Ρ. Μάροου με τον γερουσιαστή Τζόζεφ ΜακΚάρθι, στην εκπομπή του «See It Now» το 1954, με αφορμή την αντικομμουνιστική σταυροφορία του ΜακΚάρθι -γεμάτη φασιστικής έμπνευσης κατασκευασμένα ψέματα και υπερβολές-, η οποία εξελίχθηκε σε κυνήγι μαγισσών, είναι ένα μάθημα έντιμης και θαρραλέας δημοσιογραφίας και ταυτόχρονα ένα δριμύ κατηγορώ ενάντια σε κάθε είδους καταστολή των δικαιωμάτων του πολίτη.
Η ιστορία του θαρραλέου ήρωα με το σοβαρό ηθικό υπόβαθρο, τον οποίο υποδύεται ένας «βασιλιάς» του Χόλιγουντ, που είναι γνωστό ότι δεν διστάζει να πει τη γνώμη του, θα είναι πολύ ελκυστική σε εκείνα τα πλήθη των ανθρώπων, που αναζητούν απεγνωσμένα λίγη ελπίδα, καθώς υποβάλλονται σε συνεχείς ταλαιπωρίες, γράφει στην εφημερίδα The Washington Post ο θεατρικός κριτικός Ναβίν Κούμαρ.
Αυτό που θα δουν είναι μια όμορφη και αισθησιακά λεπτομερής παραγωγή του βραβευμένου με Τόνυ σκηνοθέτη Ντέιβιντ Κρόμερ, η οποία αναδεικνύει την βρώμικη δουλειά του παρουσιαστή των ειδήσεων σε μια λεπτοδουλεμένη τέχνη. Ας το πούμε κάλεσμα για ακεραιότητα τόσο προς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης όσο και προς τις μάζες, υπογραμμίζει ο Κούμαρ.
Ο ρόλος που έπαιξε ο Εντουαρντ Ρ. Μάροου ήταν καθοριστικός, τελικά, για την αποπομπή του ΜακΚάρθι. Η εκπομπή του, δε, See It Now, αποτέλεσε σημείο αιχμής της Τέταρτης Εξουσίας και προάγγελο για ανατρεπτικές έρευνες όπως η αποκάλυψη του Γουότεργκεϊτ (1972) από την Washington Post, τoυ μεγαλύτερου πολιτικού σκανδάλου στην ιστορία των ΗΠΑ, το οποίο δύο χρόνια αργότερα θα οδηγούσε στην παραίτηση του προέδρου Νίξον, και η αποκάλυψη του σκανδάλου Γουάινσταϊν από τους New York Times και τον New Yorker, που θα γινόταν αφορμή για τη δημιουργία του κινήματος #MeToo.
Στην παραγωγή του Μπρόντγουεϊ, το επεισόδιο – ορόσημο της 9ης Μαρτίου 1954 της εκπομπής του Μάροου με τίτλο «Αφιέρωμα στον Γερουσιαστή Τζόζεφ ΜακΚάρθι» εξιστορείται με σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια και με οξεία συνειδητοποίηση του επίκαιρου της απήχησης του. Ο Κλούνεϊ, δε, ο οποίος σκηνοθέτησε την ταινία του 2005 και τώρα τη διασκεύασε πιστά με συν-σεναριογράφο τον Γκραντ Χέσλοβ, διευκρινίζει με σοβαρότητα το διακύβευμα ευθύς εξ αρχής, παρατηρεί ο θεατρικός κριτικός της Washington Post.
Ο θεατρικός Μάροου αντεπιτίθεται
Μιλώντας ως Μάροου, πίσω από ένα αναλόγιο, παροτρύνει το κοινό να ξεσηκωθεί, να αναγνωρίσει ότι τα μέσα ενημέρωσης «χρησιμοποιούνται για να μας αποσπούν την προσοχή, να μας παραπλανούν, να μας διασκεδάζουν και να μας απομονώνουν», και να απαιτήσει κάτι καλύτερο πριν να είναι πολύ αργά. Θα μπορούσε κανείς εύκολα να ισχυριστεί ότι έχουν ξεπεραστεί όλα αυτά, γράφει ο Κούμαρ. Ο ιδεαλισμός σχετικά με την ελευθερία του Τύπου -και το καθήκον του να θέτει τους ισχυρούς προ των ευθυνών τους, χωρίς να περιορίζεται από εταιρικά συμφέροντα- μπορεί να φαίνεται πλέον θλιβερά γραφικός.
Υπάρχει, για παράδειγμα, μια σκηνή, στην οποία ένα κρυφά παντρεμένο ζευγάρι δημοσιογράφων προβληματίζεται σχετικά με το αίτημα του δικτύου τους να υπογράψουν όρκο πίστης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό το δίκτυο ήταν το ίδιο CBS, το οποίο μήνυσε ο Ντόναλντ Τραμπ λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου, ισχυριζόμενος ότι η εκπομπή «60 Minutes» είχε παραβιάσει νόμο του Τέξας περί απάτης κατά των καταναλωτών, όταν επεξεργάστηκε την απάντηση της Κάμαλα Χάρις σε μια ερώτηση σχετικά με τον πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς. Ο Τραμπ υποστήριξε ότι η εκπομπή είχε μονταριστεί για να φανεί η Χάρις «συνεπής και αποφασιστική» και ότι ο ίδιος είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή ως καταναλωτής της εκπομπής που είχε εξαπατηθεί.
Οπως αναφέρει το Variety, το CBS και η μητρική εταιρεία Paramount ζήτησαν να απορριφθεί η αγωγή, η οποία αποτελεί σοβαρή απειλή για την ελευθερία του λόγου, υποστηρίζοντας ότι το «60 Minutes» προστατεύεται από την Πρώτη Τροποποίηση του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία προστατεύει το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου. Αλλά η αίτησή τους απορρίφθηκε από ομοσπονδιακό δικαστή. Στη συνέχεια, δε, ο αμερικανός πρόεδρος επέκτεινε την αγωγή του ζητώντας αποζημίωση 20 δισ. δολαρίων. Ωστόσο, η Paramount φέρεται τώρα διατεθειμένη να συμβιβαστεί με τον Τραμπ, εν μέρει επειδή φοβάται ότι οι διορισμένοι από τον αμερικανό πρόεδρο στην Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών ενδέχεται να αναστείλουν την πολυπόθητη συγχώνευσή της με τη Skydance.
Αυτό δεν είναι το μόνο περιστατικό. Εδώ και μια δεκαετία ο Τραμπ στοχοποιεί συστηματικά δημοσιογράφους χαρακτηρίζοντας τα μέσα ενημέρωσης ως «εχθρό του λαού», «απειλή για τη δημοκρατία», «ψεύτες» και «απατεώνες», τους οποίους σκοπεύει να διώξει ποινικά. Και τώρα στη δεύτερη θητεία του μπορεί να το κάνει.
Η χιονοστιβάδα άλλων πρόσφατων εξελίξεων στον Τύπο, συμπεριλαμβανομένης της εφημερίδας The Washington Post, κρέμεται βαριά στην αίθουσα, σημειώνει ο θεατρικός κριτικός της εφημερίδας.
Το σκηνικό του Κρόμερ είναι πιστό στο περιβάλλον των media της εποχής: καπνός τσιγάρων θολώνει τα φώτα, κόσμος στριμώχνεται γύρω από τα τραπέζια των συνεδριάσεων και τον τηλεοπτικό εξοπλισμό, γεγονότα απαριθμούνται στην αναζήτηση της αλήθειας. Η ατμόσφαιρα της εκπομπής είναι κομψή και γοητευτική και ο Κλούνεϊ το ιδανικό της avatar, παρατηρεί ο Κούμαρ στην Washington Post, σημειώνοντας ότι ως Μάροου, ο αμερικανός σταρ είναι στεγνός και ατάραχος, με καλοχτενισμένη χωρίστρα στο πλάι, σοβαρό και σταθερό βλέμμα, και ένα μονίμως αυλακωμένο φρύδι. Ολα αυτά ταιριάζουν στον διάσημο παρουσιαστή όταν μιλάει απευθείας στην κάμερα, κάτι που συμβαίνει τις περισσότερες φορές σε αυτήν την, γεμάτη ζωντανές μεταδόσεις, «εκπομπή». Οταν ο Μάροου είναι στον αέρα, οθόνες διαφόρων μεγεθών κατεβαίνουν από ψηλά και η τεράστια σκηνή του Winter Garden γεμίζει με την αυστηρή όψη του Κλούνεϊ, σε τρεμάμενες αποχρώσεις του γκρι .
Να σημειωθεί ότι και πριν από 20 χρόνια, ο Τζορτζ Κλούνεϊ ήθελε να υποδυθεί τον Μάροου, προσωπικό του ήρωα τον οποίο λάτρευε ο πατέρας του, παρουσιαστής ειδήσεων στο Κεντάκι. Αλλά τελικά τότε έπαιξε τον βοηθό του Φρεντ Φρέντλι, αφήνοντας τον βασικό ρόλο στον Ντέιβιντ Στράδερν, ο οποίος τιμήθηκε, μάλιστα, με το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας στο φεστιβάλ Βενετίας.
Δύο δεκαετίες αργότερα, όμως, όπως σχολιάζει η Σούζι Γκόλντσμπρο στους Times του Λονδίνου, ο αμερικανός σταρ είναι τελικά αρκετά «ζαρωμένος» ώστε να έχει μια δεύτερη ευκαιρία να παίξει τον σπουδαίο τύπο. Υπογραμμίζοντας επίσης την επίκαιρη πολιτική διάσταση της θεατρικής παραγωγής, η Γκόλντσμπρο υπενθυμίζει ότι, πέρσι το καλοκαίρι, ο ωραίος γκριζομάλλης του Χόλιγουντ έκανε κάτι ασυνήθιστο: μπήκε στην πολιτική αρένα καλώντας τον Δημοκρατικό πρόεδρο Μπάιντεν να αποχωρήσει από την προεκλογική κούρσα για το καλό της χώρας του. Και τώρα αναλαμβάνει κατά κάποιον τρόπο ο ίδιος την ευθύνη της αντιπολίτευσης στον Τραμπ. Βασικά, ισχυρίζεται η βρετανίδα δημοσιογράφος στους Times, ο Τζορτζ Κλούνεϊ κάνει τώρα οντισιόν σε μια θεατρική σκηνή του Μπρόντγουεϊ για τον ρόλο του επόμενου υποψηφίου προέδρου των Δημοκρατικών…
