«Η καταιγίδα που σάρωσε την Ευρώπη μεταξύ 19ου και 20ού αιώνα ήταν επίσης μια μάχη ιδεών, ταυτοτήτων και κοσμοθεωριών: μια ιστορία ανδρών και γυναικών, φιλοσόφων και φιλολόγων, συγγραφέων και διανοουμένων που, σε εκείνες τις ταραγμένες εποχές, κοίταζαν προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση για να κατανοήσουν ποιοι ήταν: προς την αρχαία Ελλάδα, τη μοναδική αληθινή πατρίδα, από την οποία όλοι ένιωθαν εξόριστοι.
»Ποιο ήταν τότε και ποιο είναι σήμερα το βάρος του παρελθόντος στην κατασκευή της ταυτότητάς μας, τόσο ατομικής όσο και συλλογικής, ως Ευρωπαίων και Δυτικών; Ποιο είναι το μυστικό που η Ελλάδα φυλάει με τόσο ζήλο;», διαβάζουμε στην παρουσίαση του βιβλίου «Ο Δαίμονας της Νοσταλγίας. Η Επινόηση της Ελλάδας από τον Νίτσε στην Αρεντ» του διακεκριμένου ιταλού ελληνιστή, καθηγητή Ιστορίας της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, Μάουρο Μπονάτσι, το οποίο κυκλοφόρησε τον Μάιο στην Ιταλία.
Γράφοντας για το βιβλίο στην Corriere della Sera, ο Λουτσάνο Κάνφορα, ένας άλλος περίφημος ιταλός ακαδημαϊκός, ιστορικός και καθηγητής Αρχαιοελληνικής και Λατινικής Φιλολογίας, βιβλία του οποίου έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά, σημειώνει πως ο «Δαίμονας της Νοσταλγίας» παρουσιάζει και αναλύει λεπτομερώς τις διάφορες Ελλάδες που επινόησε κυρίως ο γερμανικός πολιτισμός μεταξύ του 19ου και του 20ού αιώνα.
«Στην πραγματικότητα ο Μάουρο Μπονάτσι ανασυνθέτει μια εξ ολοκλήρου (ή σχεδόν εξ ολοκλήρου) γερμανική ιστορία. Αλλωστε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο “σφετερισμός” της “ελληνικότητας” ήταν ένας σχεδόν έμμονος τρόπος ύπαρξης για τον γερμανικό πολιτισμό», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κάνφορα.
Πώς εξηγείται, όμως, αυτή η μανία της γερμανικής διανόησης, «από τον Νίτσε έως την Αρεντ», με την αρχαιοελληνική σκέψη και τον πολιτισμό γενικότερα; Βάση αποτέλεσε η αντιγαλλική διάθεση της εποχής των Ναπολεόντιων Πολέμων: «Η Γαλλία, αρχικά καρτεσιανή, στη συνέχεια ιλουμινιστική και τελικά ιακωβινική και βοναπαρτική, ήταν στα μάτια των διάφορων εκπροσώπων του γερμανικού ρομαντισμού η αρνητική οντότητα, λατινικής προέλευσης, το αρνητικό μοντέλο στο οποίο αντιπαράθεταν την “ελληνικότητα”», εξηγεί ο Κάνφορα στο άρθρο του, παραθέτοντας και την περίφημη ρήση του Βίλχελμ φον Χούμπολτ, ότι «οι Ελληνες είναι για εμάς ό,τι ήταν για εκείνους οι θεοί».
«Μια τέτοια υπόθεση μπορεί να οδηγήσει σε απογοητευτικά αποτελέσματα», δεν παραλείπει να σημειώσει ο Κάνφορα, αναφέροντας ενδεικτικά πως όταν ο Πάουλ Γιόζεφ Γκέμπελς, υπουργός Προπαγάνδας της ναζιστικής Γερμανίας και «ερασιτέχνης ελληνιστής», επισκέφθηκε τη Σπάρτη τον Σεπτέμβριο του 1936, είχε δηλώσει πως αισθάνθηκε «όπως σε μια γερμανική πόλη». Την ίδια περίοδο η Λένι Ρίφενσταλ είχε ήδη αρχίσει να μοντάρει το ντοκιμαντέρ της «Olympia» για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 στο ναζιστικό Βερολίνο, με σημείο αναφοράς την κλασική Ελλάδα.
Οσο για το νέο βιβλίο του Μάουρο Μπονάτσι και τις διάφορες Ελλάδες της γερμανικής διανόησης, όλα αρχίζουν με τον Φρίντριχ Νίτσε και τη «Γέννηση της Τραγωδίας» (1872), στις σελίδες της οποίας ο γερμανικός φιλόσοφος έβαλε πρώτος (το 1872) κατά του μύθου του 19ου αιώνα για την ιδανική, τέλεια, ορθολογική Ελλάδα, κατευθύνοντας τους αναγνώστες του προς μια εντελώς διαφορετική Ελλάδα, πολύ πιο σκοτεινή και μεθυστική, αρχαϊκή, της οποίας η ευρωπαϊκή νεωτερικότητα ήταν περισσότερο προδότρια παρά κληρονόμος.
Ο ιταλός ελληνιστής ολοκληρώνει την πραγματεία του για τις διάφορες Ελλάδες με τη Χάνα Αρεντ και τον Λέο Στράους, οι οποίοι ήταν πεπεισμένοι ότι για να βγει ο κόσμος της νεωτερικότητας από τα αβαθή στα οποία είχε πέσει μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους, έπρεπε να επιστρέψει στις απαρχές: στην Ελλάδα, εκεί όπου άρχισαν όλα.
