Στην περίπτωση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, όπως και του Γιάννη Σκαρίμπα, η σκέψη πηγαίνει αυτομάτως στον τόπο όπου έζησαν: τη Σκιάθο για τον πρώτο, τη Χαλκίδα για τον δεύτερο. Ομολογουμένως, η Λέσβος να μην ήταν εξαρχής τόσο αυτονόητη για τον Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος γεννήθηκε μεν στο Ηράκλειο, αλλά επέλεξε το νησί ως συναισθηματική πατρίδα του. Και ο περιπλανώμενος Γιώργος Σεφέρης επέστρεφε μονίμως στην «πατρίδα» των παιδικών χρόνων του: τα Βουρλά της Σμύρνης. Είναι ορισμένες μόνο από τις περιπτώσεις συγγραφέων που συνδέθηκαν μια για πάντα με συγκεκριμένα σημεία του χάρτη.
Σεφέρης και Βουρλά Σμύρνης
Ο Γιώργος Σεφέρης γεννιέται, ως γνωστόν, στη Σμύρνη, στις 29 Φεβρουαρίου του 1900 (13 Μαρτίου, σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο), γιος του Στυλιανού Σεφεριάδη και της Δέσπως Τενεκίδου. Είναι ένα ψαροχώρι, όμως, που θα γίνει συναισθηματική πατρίδα του: εκεί όπου περνά τα καλοκαίρια του μέχρι τα 12 του, η Σκάλα των Βουρλών, περίπου 30 χιλιόμετρα στα δυτικά της Σμύρνης. Στο «Χειρόγραφο Σεπ. ’41», που έγραψε στην Πρετόρια, θυμόταν ακριβώς αυτό τον τόπο που όριζε την παιδική του ηλικία: «Τα δύο τελευταία καλοκαίρια δεν είχαμε πάει στην εξοχή, στη Σκάλα του Βουρλά, που ήταν για μένα ο μόνος τόπος που, και τώρα ακόμη, μπορώ να ονομάσω πατρίδα με την πιο ριζική έννοια της λέξης: ο τόπος όπου βλάστησαν τα παιδικά μου χρόνια. Η Σμύρνη ήταν το ανυπόφορο σχολειό, τα πεθαμένα βροχερά κυριακάτικα απογέματα πίσω από το τζάμι∙ φυλακή. Ενας κόσμος ακατανόητος, ξένος και μισητός. Η Σκάλα ήταν ό,τι αγαπούσα». Στο μέρος αυτό θα ξαναγυρίσει το 1950, όταν πια η μνήμη της Μικρασιατικής Καταστροφής θα έχει γίνει πόνος.
Ρίτσος και Μονεμβασιά
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά την 1 Μαΐου 1909 και μέχρι τον θάνατό του το 1990 ήταν ο τόπος που πέρασε αρκετές φορές στην ποίηση, τα πεζά και τις αναμνήσεις του. Εκεί άλλωστε πέρασε και αυτός -όπως ο Σεφέρης των Βουρλών- τα πιο ανέμελα χρόνια της παιδικής του ηλικίας. Η οικογένεια του έμενε αρχικά σε ένα σπίτι απέναντι από την εκκλησία της Παναγίας της Χρυσαφίτισσας αλλά μετά τη γέννησή του, μετακόμισαν στο σπίτι που βρίσκεται 150 μέτρα από την κεντρική πύλη της Καστροπολιτείας, δίπλα στα τείχη. Ο ποιητής επέστρεψε στη γενέθλια γη στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όπου έγραψε τα πρώτα ποιήματα της συλλογής «Μονοβασιά» (1976). Ο ποιητής θα αναφερθεί, εξάλλου, και σε ένα άλλο αγαπημένο σημείο της περιοχής, τις Βελιές, όπου περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού: «Τα περιβόλια ήταν γεμάτα καρπούς. Παίρναμε τα καλάθια στο χέρι να μαζέψουμε φρούτα, σταφύλια, καρύδια και αμύγδαλα. Κοντά στο σπίτι μας υπήρχε μια μεγάλη βρύση, πηγή με τρεχούμενο νερό. Εκεί πηγαίναμε να δούμε τις γυναίκες να πλένουν και να λευκαίνουν και τους άντρες να ποτίζουν τα ζωντανά τους. Το νερό συνέχιζε να τρέχει κάτω από τα πλατάνια, τις λεύκες και τις καλαμιές, και να ποτίζει με τα αυλάκια του τα χτήματα των Ρίτσων…».
Καζαντζάκης και Αίγινα
Επιστρέφοντας από την Ευρώπη τον Απρίλιο του 1933, ο Νίκος Καζαντζάκης περνάει στην Αίγινα, τον τόπο που είχε ήδη διαλέξει για μόνιμη εγκατάσταση. Εξακολουθεί να δουλεύει την «Οδύσσεια» και συγχρόνως συνθέτει τα κάντα για τις «Τερτσίνες» του, μεταφράζει Δάντη, Κοκτώ, Χάουπτμαν, Σαίξπηρ, Πιραντέλο, Γκαίτε, ενώ γράφει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις, θεατρικά έργα και μυθιστορήματα στα γαλλικά, όπως διαβάζουμε στο kazantzaki.gr. Το 1936 ξεκινά να χτίζει το δικό του σπίτι στο νησί και ένα χρόνο αργότερα εγκαθίσταται με την Ελένη, πριν ακόμη τελειώσουν οι εργασίες. Από την Αίγινα φεύγει σπάνια, για να ταξιδέψει (Ιαπωνία-Κίνα, Ισπανία, Αγγλία) ή για να επιβλέψει την έκδοση της Οδύσσειας (1938). «Αγαπούσε τους μεγάλους περιπάτους στην εξοχή και σε ερημικά ακρογιάλια, κυρίως όμως τις ανηφορικές διαδρομές, επειδή ο ανήφορος σήμαινε τον διαρκή αγώνα για την εκπλήρωση του χρέους», διαβάζουμε στην ίδια ιστοσελίδα. Τον Ιούλιο του 1935, ο Καζαντζάκης και ο φίλος του Τάκης Καλμούχος αγοράζουν στην Αίγινα ένα χωράφι, στη θέση «Λιβάδι», έξω από τη Χώρα. Τον Μάιο του 1936, θεμελιώνεται το σπίτι, το «Κουκούλι», όπως λέει ο Καζαντζάκης, σε σχέδιο του αρχιτέκτονα Βασίλη Δούρα. Στο βορειοδυτικό υπόστεγο, θα μπει αργότερα μια ξυλόγλυπτη γοργόνα, που ο Καζαντζάκης είχε δει σ’ ένα ταρσανά του νησιού, και στο ανώφλι, ο ιερός τροχός του σιντοϊσμού, φτιαγμένος με μαύρες και χρυσές ψηφίδες. Στο «κουκούλι», το ζεύγος Καζαντζάκη θα μείνει μέχρι το 1946. Εκεί θα φιλοξενήσουν τον Σικελιανό, τον Πρεβελάκη, τον Κακριδή και δεκάδες άλλους φίλους.
Ελύτης και Μυτιλήνη
«Πουθενά σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου, ο Ηλιος και η Σελήνη δεν συμβασιλεύουν τόσο αρμονικά, δεν μοιράζονται τόσο ακριβοδίκαια την ισχύ τους, όσο επάνω σε αυτό το κομμάτι γης…. Μιλώ για το νησί, που αργότερα, όταν κατοικήθηκε, ονομάστηκε Λέσβος και που η θέση του, όπως τη βλέπουμε σημαδεμένη στους γεωγραφικούς χάρτες, δεν μοιάζει να ανταποκρίνεται και πολύ στην πραγματικότητα. Μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά μια δυο ώρες αφού το πλοίο της γραμμής εγκαταλείψει τη Χίο είναι σαν να εγκαταλείπει ολόκληρο τον γνωστό κόσμο». Είναι λόγια του Οδυσσέα Ελύτη στο μελέτημά του «Ο ζωγράφος Θεόφιλος», που αποκαλύπτουν τη βαθιά σύνδεσή του με το νησί των γονιών του (ο ίδιος γεννήθηκε στην Κρήτη). Ο πατέρας του, λοιπόν, Παναγιώτης Αλεπουδέλης, αλλά και τα αδέλφια του πατέρα του, η Μαριγώ, η Βικτωρία και ο Θρασύβουλος, είχαν γεννηθεί στο χωριό Παναγιούδα, στο ίδιο χωριό όπου είχαν γεννηθεί και ο παππούς του Θόδωρος και η γιαγιά του Αμερσούδα. Ενα παραθαλάσσιο ψαροχώρι απέναντι από τις μικρασιατικές ακτές. Η μητέρα του, από την άλλη, θα γεννηθεί στο χωριό Παπάδος. Ο δεσμός του ποιητή με το νησί είναι, λοιπόν, υπαρξιακός και φαίνεται σε στίχους όπως αυτοί από «Της Σελήνης της Μυτιλήνης»: «Τόσο μου ομόρφηνες τη δυστυχία –που ξέρω: / Μόνο σε Σένα θα το πω παλιά θαλασσινή Σελήνη μου. / Ητανε στο νησί μου κάποτες κει που αν δεν γελιέμαι / Πριν χιλιάδες χρόνους η Σαπφώ κρυφά / Σ’ έφερε μέσ’ στον κήπο του παλιού σπιτιού μας / Κρούοντας βότσαλα μέσ’ στο νερό ν’ ακούσω / Πώς σε λένε Σ ε λ ά ν α και πως εσύ κρατείς / Επάνω μας και παίζεις τον καθρέφτη του ύπνου».
Καρυωτάκης και Πρέβεζα
«Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρία πανύψηλα, κιτρινωπά τείχη με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασα τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστρες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένοιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σ’ ερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημία. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ηύρε η νύχτα…». Είναι ένα σχετικά άγνωστο στιγμιότυπο από την ανάβαση του Κώστα Καρυωτάκη στο ενετικό κάστρο της Πρέβεζας, της πολιτείας που έχει συνδεθεί με την τελευταία φάση της ζωής του, καθώς εκεί μετατίθεται από τον Ιούνιο του 1928, για να εργαστεί στο Γραφείο Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων. Είναι ακριβώς η πόλη που κατέληξε σύμβολο στην ποίησή του ως ενιαίο και αξεδιάλυτο σύνολο, με τον τρόπο που η Αλεξάνδρεια υπήρξε κάτι παρόμοιο για το Καβάφη. Το σπίτι όπου διέμεινε επί 33 ημέρες βρισκόταν στην οδό Δαρδανελλίων, στο λεγόμενο Σεϊτάν Παζάρ, και μέχρι σήμερα διατηρείται ανέπαφο -φέροντας αναμνηστική πλακέτα- στη σύγχρονη πλέον πόλη των φεστιβάλ και της νυχτερινής διασκέδασης.
Σκαρίμπας και Χαλκίδα
Κι όμως, η Χαλκίδα δεν είναι ο τόπος που συνδεόταν εξαρχής με τον Γιάννη Σκαρίμπα, ο οποίος γεννήθηκε στην Αγία Ευθυμία της Παρνασσίδας. Ταυτίστηκε όμως με την ευβοϊκή πρωτεύουσα από τη στιγμή που εγκαταστάθηκε εκεί το 1915, για να εργαστεί ως εκτελωνιστής (αφού πρώτα διορίστηκε τελωνοσταθμάρχης στην Ερέτρια). Στη Χαλκίδα, λοιπόν, παντρεύτηκε την Ελένη Κεφαληνίτη (το 1919), άνοιξε τελωνειακό γραφείο και απέκτησε πέντε παιδιά. Η πόλη θα γίνει σημείο αναφοράς στην ποίησή του, ενώ ειδικά στη μεσοπολεμική μορφή της θα πάρει τη μορφή (γυναικείου) συμβόλου. Εκτός από το πασίγνωστο «Σπασμένο καράβι», όπου οι αναμνήσεις από τη Χαλκίδα γίνονται στίχοι, τους οποίους θα μελοποιήσει ο Γιάννης Σπανός, και σε άλλα ποιήματα ο Σκαρίμπας αντλεί από την τοπιογραφία και τη «μυθολογία» της πόλης. Να τι γράφει στη «Χαλκίδα»:
«Νάν’ σπασμένοι οι δρόμοι, να φυσάει ο νότος
κι εγώ καταμονάχος και να λέω: τι πόλη!
να μην ξέρω αν είμαι –μέσα στην ασβόλη–
ένας λυπημένος Πιερότος!
Φύσαε –είπα– ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα,
ω Χαλκίδα – πόλη (έλεγα) και φέτος
ήμουν – στ’ όνειρό μου είδα – Περικλέτος,
πάλι Περικλέτος ήμουν – είδα…»
Μάρω Δούκα και Χανιά
Ο γενέθλιος τόπος της συγγραφέως, όπου έζησε από το 1947 έως το 1963, οπότε έφυγε στην Αθήνα, αποτελεί διαχρονική πηγή έμπνευσης. Τα Χανιά «πρωταγωνιστούν» στο μυθιστόρημα «Αθώοι και φταίχτες» (2004), όπου η Δούκα επιστρέφει μέσω της έρευνας στην περίοδο 1878-1923, δηλαδή κατά τη μετάβαση από την Ύστερη Τουρκοκρατία στην Ένωση με την Ελλάδα. Ταυτόχρονα, επανέρχεται στα Χανιά του 2002 μέσα από το βλέμμα του Αρίφ, ο οποίος μεταφέρει αναμνήσεις των μουσουλμάνων Κρητών. Στο βιβλίο «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ», από την άλλη, η αναδεικνύεται η περίοδος της γερμανικής Κατοχής (1941-1945), τα προσωπικά και συλλογικά τραύματα.
Παπαδιαμάντης και Σκιάθος
Ισως σε καμία άλλη περίπτωση να μην αποτελεί ο δημιουργός οργανικό στοιχείο του τόπου του και ο τόπος του έργου του όσο στην περίπτωση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Το σκιαθίτικο σύμπαν είναι ο κόσμος στον οποίο ζει –οι άνθρωποι της ενορίας, οι βιοπαλαιστές, οι ναυτικοί– τον οποίο μεταφέρει μέσα του, ακόμη και την περίοδο που μένει στην Αθήνα (τη δεκαετία του 1880, στην περιοχή του Ψυρρή και στα πέριξ). Είναι ο κόσμος από τον οποίο αντλεί όλα τα υλικά του για την «ταπεινή τέχνη» του διηγήματος, την ηθογραφία και τους ανεξίτηλους ήρωες και τις ηρωίδες του.
