Ο Φρίντριχ Μερτς και μια εφιαλτική νότα Βαϊμάρης στο Βερολίνο
O Φρίντριχ Μερτς μόνος στα κυβερνητικά έδρανα, λίγο πριν την τελετή ορκωμοσίας: είναι ένας καγκελάριος που ξεκινά με ήττα | REUTERS/Fabrizio Bensch
Επικαιρότητα

Ο Φρίντριχ Μερτς και μια εφιαλτική νότα Βαϊμάρης στο Βερολίνο

Μετά την «ημέρα χάους» στο γερμανικό κοινοβούλιο, όπου ο εντολοδόχος καγκελάριος χρειάστηκε, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία, δύο ψηφοφορίες και την ανοχή κομμάτων της αντιπολίτευσης, όλοι προσπαθούν να δουν αν ο «τσαλακωμένος» Μεγάλος Συνασπισμός της Χριστιανικής Ενωσης (CDU/CSU) και των Σοσιαλδημοκρατών μπορεί να αντέξει. Και κάποιοι δεν διστάζουν να εκστομίσουν τη λέξη-ταμπού: Μεσοπόλεμος...
Protagon Team

Μια «συντεταγμένη, κομψή» αλλαγή κυβέρνησης δεν θεωρείται πλέον κάτι αυτονόητο, ούτε καν για τα ευρωπαϊκά κράτη. Τόσο ο νέος καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς όσο και ο προκάτοχός του, Ολαφ Σολτς, αναφέρθηκαν επανειλημμένα στις βάσεις και στην ποιότητα της γερμανικής δημοκρατίας, όπως αυτή αναδείχθηκε το τελευταίο διάστημα –με τη συγκρότηση του Μεγάλου Συνασπισμού των δύο παραδοσιακών παρατάξεων και τον εξοβελισμό της ακροδεξιάς απειλής που συνιστά το ξενοφοβικό AfD.

Κι όμως. Λίγες ώρες νωρίτερα, ο Φρίντριχ Μερτς είχε υποστεί μια πρωτοφανή ταπεινωτική ήττα στην πρώτη ψηφοφορία της Bundestag και, παρά το γεγονός ότι στην πράξη δεν διακυβευόταν η εκλογή του, όλοι –εντός και εκτός Γερμανίας– είχαν αντιληφθεί την σοβαρότητα του πλήγματος που δέχθηκε η νέα κυβέρνηση και κυρίως ο επικεφαλής της.

Οπως επεσήμανε στην ανταπόκρισή της από το Βερολίνο, η Φαίη Καραβίτη του ΑΠΕ-ΜΠΕ, η «ανταρσία» που εκδηλώθηκε από βουλευτές του κυβερνητικού συνασπισμού μπορεί να αιφνιδίασε όλους όσοι περίμεναν μια τυπική διαδικασία, το πρωί της Τρίτης, και μια πανηγυρική έναρξη της θητείας του Φρίντριχ Μερτς στην καγκελαρία, έπειτα από αναμονή σχεδόν 20 ετών, αλλά εκ των υστέρων θα έπρεπε μάλλον να θεωρείται σχεδόν λογική. Δεν είναι μυστικό ότι ο νέος καγκελάριος δεν είναι δημοφιλής ως πρόσωπο και ότι αντιμετωπίστηκε από το ίδιο του το κόμμα σχεδόν ως «αναγκαίο κακό». Η υπαναχώρησή του από μια εκ των θεμελιωδών αρχών των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) περί «φρένου χρέους» και οι –εν πολλοίς αναπόφευκτοι– συμβιβασμοί με τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) στην προσπάθεια για τον σχηματισμό κυβέρνησης, δεν εκτιμήθηκαν από μεγάλη μερίδα στελεχών και ψηφοφόρων.

Επιπλέον, η επιλογή του Φρίντριχ Μερτς να εμπιστευτεί κομβικά υπουργεία σε στελέχη της αγοράς χαιρετίστηκε μεν από τον κόσμο των επιχειρήσεων, αλλά όχι από την λαϊκή βάση του κόμματος και τους βουλευτές –εκφραστές της που έμειναν εκτός κυβέρνησης. Ίσως θα έπρεπε λοιπόν η ηγεσία του κόμματος να είχε εγκαίρως αντιληφθεί ότι η κομματική γραμμή δεν ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να κατευνάσει τα πνεύματα.

Το SPD από την άλλη είχε μάλλον λιγότερους λόγους να υπονομεύσει την συνεργασία με διαρροές, αν και η σπουδή του αρχηγού Λαρς Κλινγκμπάιλ να «εγκαταστήσει» τον εαυτό του στην αντικαγκελαρία και στο υπουργείο Οικονομικών, σαν να μην είχε υποστεί το SPD μια ιστορική ήττα υπό την ηγεσία του, δυσαρέστησε πολλούς «συντρόφους».

O Φρίντριχ Μερτς με το υπουργικό του συμβούλιο (REUTERS/Lisi Niesner)

Από πού προέρχονταν λοιπόν οι 18 που δεν ψήφισαν τον Μερτς στην πρώτη ψηφοφορία, οι «προδότες» σύμφωνα με τη λαϊκή Bild;

Πολλές υποψίες στράφηκαν στη συμπρόεδρο του SPD, τη Σάσκια Εσκεν, η οποία περιγράφεται από τους δημοσιογράφους ως ενοχλημένη για το γεγονός ότι δεν βρέθηκε και για εκείνην μια θέση στο υπουργικό συμβούλιο –επομένως το πρόβλημα είναι και του Λαρς Κλινγκμπάιλ που δεν ελέγχει το κόμμα του και απλώς ασχολείται με τη δική του αυτοπροβολή και ανάδειξή του σε νέο αστέρα της γερμανικής πολιτικής σκηνής.

Ωστόσο, θεωρείται εξίσου πιθανό κάποιοι από τους «18» να προέρχονται από τη Χριστιανική Ενωση (CDU/CSU), που θέλησαν να στείλουν ένα μήνυμα στον Μερτς, καθώς θεωρούν δημοσιονομικά σπάταλη την προγραμματική συμφωνία των δύο εταίρων μετά την απόφαση για χαλάρωση του «φρένου χρέους».

Σύμφωνα με την Deutsche Welle κερδισμένη της «χαοτικής», όπως την περιέγραψε το CNN, ημέρας στην Buntestag, αναδεικνύεται η Αριστερά του Die Linke, που αθόρυβα αλλά ουσιαστικά απέκτησε ένα νέο πολιτικό στάτους: επισφραγίζεται η αναγνώριση του Die Linke ως ενός κόμματος του δημοκρατικού τόξου, κάτι που μέχρι πριν λίγο καιρό αρνούνταν να παραδεχτούν οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Χριστιανοκοινωνιστές. (Ολες οι συνεννοήσεις για να ξεπεραστεί το αδιέξοδο που δημιουργήθηκε το πρωί, έγιναν σε συνεννόηση των δύο κυβερνητικών εταίρων με τις κοινοβουλευτικές ομάδες των Πρασίνων και της Die Linke).

Σε κάθε περίπτωση η εξέλιξη με την πρώτη ψηφοφορία στο γερμανικό κοινοβούλιο δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Γερμανίας: κανένας από τους άλλους εννέα καγκελάριους δεν είχε αποτύχει να εκλεγεί «με την πρώτη» από την Bundestag· συνέβη όμως στον Μερτς.

Τα γερμανικά ΜΜΕ δεν έκρυψαν το αρχικό τους σοκ, ενώ και οι μετέπειτα αναλύσεις αναδεικνύουν πόσο ευάλωτο είναι τελικά το δημοκρατικό οικοδόμημα. Οι περισσότεροι σχολιαστές συμφωνούν άλλωστε ότι η νέα κυβέρνηση ξεκινά την θητεία της με ένα σοβαρό πλήγμα – κι όχι μόνο στο γόητρό της.

«Ο Φρίντριχ Μερτς ξέρει από ήττες. Δεν φανταζόταν ωστόσο ότι θα γινόταν ο πρώτος καγκελάριος που δεν θα εκλεγόταν από τον α’ γύρο. Δεν θα μπορέσει να αποβάλει αυτό το στίγμα σύντομα – αυτή η συνειδητοποίηση ήταν αποτυπωμένη στο πρόσωπό του την στιγμή της ήττας (…) Αυτό το μήνυμα της ασταθούς πλειοψηφίας θα παραμείνει ως ψεγάδι σε αυτή τη νέα κυβέρνηση. Έχει πράγματι ο συνασπισμός μια σταθερή βάση εργασίας; Για να μην αναφερθούμε στην εσωτερική απώλεια εμπιστοσύνης που σίγουρα προκάλεσε αυτή η διαδικασία», σχολίασε το πρώτο κανάλι της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD.

Σε άλλο σχόλιό του, το ARD αναφέρθηκε σε «βαρύ φορτίο» με το οποίο ξεκινά η θητεία του Φρίντριχ Μερτς και σε «δυσπιστία» η οποία θα βαρύνει πάντα την κυβέρνησή του και επισημαίνει ότι σε περίοδο κρίσεων, «ένας καγκελάριος που δεν έχει από την αρχή την πλειοψηφία είναι εξαιρετικά αποδυναμωμένος», καθώς «η ζημιά έχει γίνει και είναι δύσκολο να διορθωθεί πολύ γρήγορα, ενώ όταν στο μέλλον θα υπάρξουν δυσκολίες, όλοι θα θυμούνται τι συνέβη». Όπως τόνισε ο αρθρογράφος, ο Μερτς θα πρέπει να αναρωτηθεί γιατί δεν τον υποστήριξαν όλοι οι βουλευτές των κομμάτων της κυβέρνησής του.

«Έχει αποξενώσει πολλούς τα τελευταία χρόνια και μήνες. Ο θυμός είναι κατανοητός. Αλλά ίσως όσοι δεν τον ψήφισαν χθες, θα έπρεπε να το πουν στον Φρίντριχ Μερτς προσωπικά και να μην κρατούν όμηρο μια ολόκληρη χώρα. Οι καιροί είναι πολύ σοβαροί για ένα τέτοιο μάθημα. Μπορεί κανείς να ψηφίσει όχι. Αλλά το να ζημιώσει κανείς τον δικό του υποψήφιο και να μην πει λέξη είναι δειλία. Και ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι. Ο (πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ) Πούτιν θα είναι ευχαριστημένος – και όχι μόνο αυτός. Οι εξτρεμιστές στη Γερμανία θα είναι επίσης ευχαριστημένοι. Το AfD είναι στην Bundestag – η κοινοβουλευτική του ομάδα είναι μεγαλύτερη από ποτέ (…) Η κυβέρνηση υπέστη σοβαρή οπισθοδρόμηση. Αυτό μπορεί να διορθωθεί. Αλλά σας παρακαλώ, ξεκινήστε τώρα», έγραψε χαρακτηριστικά αρθρογράφος του ARD.

«Πάντα έλεγαν ότι η Βόννη δεν είναι Βαϊμάρη. Αλλά ισχύει αυτό και για το Βερολίνο;»

H οικονομική εφημερίδα Handelsblatt έκανε λόγο για «εφιαλτική ψηφοφορία» και σοβαρό πλήγμα για τον καγκελάριο. «Το χειρότερο σενάριο είναι η δυσπιστία μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων και των πολιτών. Αυτό αυξάνει την πίεση στην κυβέρνηση, προκειμένου να αποδώσει εντυπωσιακά αποτελέσματα. Ο Φρίντριχ Μερτς, ένας σοβαρά πληγωμένος καγκελάριος, αποτελεί ένα τεράστιο βάρος για τον συνασπισμό CDU/CSU και SPD. Και ένα χάος που, ειδικά στη Γερμανία, σχεδόν ποτέ δεν θεωρείτο πιθανό σε αυτή την κλίμακα», υπογραμμίστηκε.

«Το πραγματικά ιστορικό θα ήταν η οριστική κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού κομμάτων του κέντρου – ευτυχώς όμως δεν φτάσαμε έως εκεί», σχολίασε από την πλευρά της η Frankfurter Allgemeine Zeitung. Τώρα «η Γερμανία χρειάζεται ένα βιώσιμο σχέδιο πολιτικής άμυνας, που θα βασίζεται στο ότι η χώρα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της Δύσης, θα προωθεί τη στενή συνεργασία με τους εταίρους και στα πλαίσια της ευρωπαϊκής στρατιωτικής βιομηχανίας και θα διακρίνει σαφώς τους φίλους από τους εχθρούς του κράτους».

«Ίσως ο Μερτς τώρα να κατάλαβε»: αυτός ήταν ο τίτλος του άρθρου γνώμης που δημοσιεύεται στην ψηφιακή έκδοση του περιοδικού Der Spiegel. «Ο καγκελάριος πρέπει να αλλάξει, διαφορετικά θα αποτύχει», προειδοποίησε αρθρογράφος του κειμένου, επικρίνοντας βουλευτές που δεν πειθάρχησαν στην κομματική «γραμμή».

«Ανεξάρτητα από τα κίνητρά τους, είτε δεν τους άρεσε η πολιτική της νέας κυβέρνησης είτε οι επιλογές του Μερτς ή του Κλινγκμπάιλ σε πρόσωπα είτε απλώς ενεργούσαν από πληγωμένη ματαιοδοξία: όποιος, σε αυτό το διεθνές κλίμα, προκρίνει τις προσωπικές του ευαισθησίες έναντι ενός καλού ξεκινήματος για την ίδια του την κυβέρνηση, ενεργεί ανεύθυνα», σημείωσε ο συντάκτης και διερωτάται «πόσο ενθαρρυντικά ξεκινά την θητεία του ένας καγκελάριος που δεν μπορεί καν να οργανώσει ούτε την δική του εκλογή».

Ο νέος καγκελάριος «πρέπει να προωθήσει τις θέσεις του. Πρέπει να πείσει τους αντιπάλους του, όχι μόνο στο CDU/CSU, αλλά και στο SPD. Δεν πρέπει να απαιτεί υποταγή, αλλά πρέπει να υποδεικνύει συμβιβασμούς. Το γεγονός ότι ο αντικαγκελάριός του Λαρς Κλινγκμπάιλ παλεύει με παρόμοια προβλήματα, δεν διευκολύνει τα πράγματα. Θα είναι ακόμα ικανός ο Μερτς, ο οποίος γίνεται 70 ετών φέτος, να αλλάξει; Θα ήταν έκπληξη, καθώς αρνείται σταθερά να το κάνει τα τελευταία 30 χρόνια. Αλλά δεν είναι αδύνατο. Ίσως το σοκ της ήττας του πρώτου γύρου των εκλογών να είναι αρκετά μεγάλο. Τότε η απερίσκεπτη συμπεριφορά των αντιφρονούντων θα είχε ακόμα κάποιο όφελος», ήταν η τελική εκτίμηση του αρθρογράφου του Spiegel.

Στην Bild, την ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδα της λαϊκής Δεξιάς, η διευθύντρια σύνταξης Μάριον Χορν ήταν πολύ πιο απαισιόδοξη και δεν δίστασε να αναζητήσει παραπομπές στην πολιτική κρίση του Μεσοπολέμου. Σε σχόλιό της έκανε λόγο για «δημοκρατικό Κέντρο που δεν έχει πλέον καμία εξουσία» και εξέφρασε «σοβαρές αμφιβολίες» σχετικά με το εάν η νέα κυβέρνηση είναι βιώσιμη, καθώς, όπως έκρινε, τα δημοκρατικά κόμματα δεν ήταν σε θέση να εκλέξουν μόνα τους τον καγκελάριο, αλλά χρειάστηκαν την βοήθεια των υπόλοιπων κομμάτων, τα οποία άνοιξαν τον δρόμο για τη δεύτερη ψηφοφορία.

«Στο τέλος της ημέρας, η Γερμανία έχει τώρα έναν νέο καγκελάριο και μια νέα κυβέρνηση. Δεν μπορώ παρά να νιώθω ανακούφιση. Πάντα έλεγαν ότι η Βόννη δεν είναι Βαϊμάρη. Αλλά ισχύει αυτό και για το Βερολίνο; Νομίζω ότι σήμερα (χθες) στο κτίριο του Ράιχσταγκ υπήρχε κάτι παραπάνω από μια νότα Βαϊμάρης», ανέφερε χαρακτηριστικά η Μαρία Χορν.

Αλλά και η Handelsblatt δεν απέφυγε τον πειρασμό να αναφερθεί στη Βαϊμάρη.

«Τι γίνεται από εδώ και πέρα; Η Δημοκρατία του Βερολίνου δεν είναι μία δεύτερη Βαϊμάρη, αλλά η αυξανόμενη αστάθεια είναι αναμφισβήτητη. Έτσι, η Γερμανία περνάει μία αλλαγή που άλλα ευρωπαϊκά κράτη έχουν ήδη βιώσει. Το κέντρο αποδυναμώνεται, τα άκρα ενισχύονται. Η διασφάλιση ανθεκτικών πλειοψηφιών γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη και, εξαιτίας αυτού, το ίδιο συμβαίνει και με την επίλυση των πολιτικών προβλημάτων. Στην Ευρώπη κυριαρχεί ένα κενό ηγεσίας. Και πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ευελπιστούσαν πως η Γερμανία θα μπορούσε να το καλύψει υπό την ηγεσία της νέας κυβέρνησης. Το κατά πόσο όμως θα μπορέσει να συμβεί αυτό τελικά, θα φανεί μέσα στις επόμενες εβδομάδες και μήνες. (…) Ο Μερτς πάντως έχει αποδείξει πως μπορεί να διαχειριστεί τα πλήγματα. Στο παρελθόν χρειάστηκε τρεις προσπάθειες για να γίνει επικεφαλής του CDU. Και τώρα άλλες δύο για να αναλάβει την καγκελαρία».

Exit mobile version