Ηταν μια μεγάλη στιγμή για τον οίκο δημοπρασιών Sotheby’s, αλλά και για τον κόσμο της Τέχνης γενικότερα. Οι εκτιμήσεις ανέφεραν ότι η προτομή «Grand tête mince (Grand tête de Diego)», που φιλοτέχνησε ο Αλμπέρτο Τζακομέτι το 1955, θα έπιανε περισσότερα από 70 εκατ. δολάρια στη δημοπρασία Sotheby’s Modern την Τρίτη 13 Μαΐου. Το έργο είχε δοθεί προς πώληση από το Ιδρυμα Σολόβιεφ, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό που ιδρύθηκε από τον μεγιστάνα ακινήτων Σέλντον Σόλοφ, ο οποίος πέθανε το 2020.
Η χάλκινη προτομή ήταν η «ναυαρχίδα» των ανοιξιάτικων δημοπρασιών. Και όντως συγκλόνισε τον κόσμο της Τέχνης, όχι με την τιμή πώλησης, αλλά επειδή έμεινε τελικά απούλητη! Πώς έγινε αυτό, αναρωτιούνται οι New York Times, σε άρθρο τους με τον εύγλωττο τίτλο «Η ανατομία μιας αποτυχίας».
Παρά την ασταθή οικονομία, το έργο βγήκε στην αγορά χωρίς εγγύηση ελάχιστης τιμής από τον οίκο δημοπρασιών, κάτι που θα εξασφάλιζε ότι ο πωλητής θα λάμβανε ένα προκαθορισμένο ποσό, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Ο Σόλοφ, είπαν οι ειδικοί, δεν ζητούσε ποτέ εγγυήσεις όταν πουλούσε κάποιο έργο, επιλέγοντας να διαπραγματευτεί ένα μέρος της αμοιβής του αγοραστή. Η στρατηγική αυτή αποδείχθηκε μοιραία για το γλυπτό του Τζακομέτι.
Ο Ολιβερ Μπάρκερ, ο δημοπράτης της βραδιάς, ξεκίνησε τις προσφορές για την προτομή από τα 59 εκατ. δολάρια και τις έφτασε στα 64,25 εκατ. Περίμενε επί τρία αγωνιώδη λεπτά, αναζητώντας πλειοδότες, μέχρι που ανακοίνωσε ότι η δημοπρασία έκλεισε άκαρπη.
Αρκετοί ειδικοί, γράφουν οι Times της Νέας Υόρκης, συμφώνησαν ότι η πολύ υψηλή εκτίμηση του έργου ήταν το βασικό πρόβλημα.
Η αποτυχία να πωληθεί ήταν ένα σοβαρό πλήγμα για τη δημοπρασία του Sotheby’s Modern. Η προτομή αποτελούσε σχεδόν το 30% της αρχικής εκτίμησης για τα έσοδα της δημοπρασίας, η οποία ήταν 240,3 εκατ. δολάρια. Η βραδιά απέφερε, τελικά, μόλις 152 εκατ. δολάρια, μετά την αφαίρεση των αμοιβών.
Ο Τζακομέτι κατασκεύασε έξι εκμαγεία του «Grand tête mince», με μοντέλο τον αδελφό του Ντιέγκο. Δύο από αυτά δημοπρατήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 2010, με την πιο πρόσφατη πώληση από τον οίκο Sotheby’s, το 2013, για λίγο πάνω από 50 εκατ. δολάρια, μαζί με τις αμοιβές. Ο πωλητής της τωρινής δημοπρασίας ήθελε να λάβει 70 εκατ. δολάρια ή και περισσότερα για το δικό του εκμαγείο, το οποίο είναι η μόνη ζωγραφισμένη εκδοχή.
«Κανένας ενημερωμένος αγοραστής που ασχολείται σοβαρά με αυτήν την αγορά –δισεκατομμυριούχος ή μη– δεν πρόκειται να πληρώσει 50% επιπλέον για ένα έργο που πουλήθηκε πρόσφατα» είπε στους ΝΥΤ ο Τοντ Λέβιν, σύμβουλος της αγοράς έργων Τέχνης από τη Νέα Υόρκη.
Μεταξύ της παράδοσης ενός έργου τέχνης σε έναν οίκο και της δημοπράτησής του οι ειδικοί των οίκων δημοπρασιών αξιολογούν αυστηρά την αγορά για να διαπιστώσουν εάν η εκτίμηση εξακολουθεί να ευθυγραμμίζεται με τη ζήτηση της αγοράς.
Εάν όχι, η εκτίμηση και η τιμή εκκίνησης μπορούν να μειωθούν, ώστε να αυξηθεί η πιθανότητα πώλησης. Κάποιες φορές, τα έργα αποσύρονται εντελώς, ώστε να αποφευχθεί μια δημόσια αποτυχία.
Ωστόσο η μείωση της τιμής εκκίνησης και η απόσυρση ενός έργου συνήθως απαιτούν την έγκριση του ιδιοκτήτη. Εάν εκείνος επιμείνει, η δημοπράτηση θα προχωρήσει.
Ενα άλλο θέμα, γράφουν οι ΝΥΤ, είναι εκείνο της εγγύησης. Πηγές ανέφεραν ότι η οικογένεια του Σόλοφ προτίμησε να προσφέρει το έργο χωρίς εγγύηση, για να μεγιστοποιήσει το κέρδος του ιδρύματος.
Ο κόσμος των δημοπρασιών ταράχτηκε, καθώς υπάρχουν φόβοι ότι η αποτυχία πώλησης της προτομής θα μπορούσε τώρα να δημιουργήσει αρνητικές εντυπώσεις για τη συνολική κατάσταση της αγοράς έργων Τέχνης.
«Ενα έργο σαν αυτό, σε αυτό το επίπεδο, είναι πραγματικά μοναδικό», εξήγησε ο Λέβιν στους ΝΥΤ. «Η προσπάθεια να σχηματιστεί οποιαδήποτε γνώμη για την ευρύτερη αγορά από αυτή την ιδιαίτερη στιγμή, θα ήταν λάθος».
Δεν ήταν το μόνο έργο που απέτυχε να πουληθεί, όμως. Μια ημέρα νωρίτερα, ο πίνακας «Μεγάλη Ηλεκτρική Καρέκλα» του Αντι Γουόρχολ (1967-68) αποσύρθηκε από τη βραδινή δημοπρασία του 20ού αιώνα του οίκου Christie’s. Το έργο είχε εκτιμηθεί ότι θα πουληθεί για περίπου 30 εκατ. δολάρια.
Ο Τζούλιαν Ντόους, αντιπρόεδρος του Sotheby’s και επικεφαλής της ιμπρεσιονιστικής και μοντέρνας τέχνης του οίκου, υπερασπίστηκε την απόφαση να προχωρήσει η δημοπρασία χωρίς να αποσυρθεί το έργο: «Είχαμε σοβαρό ενδιαφέρον από μεγάλους συλλέκτες» είπε στους ΝΥΤ και πρόσθεσε: «Υπήρχαν άνθρωποι έτοιμοι να υποβάλουν προσφορά γι’ αυτό το έργο και γι’ αυτό νιώσαμε την ευθύνη απέναντι στον εαυτό μας και απέναντι στον πωλητή να το κρατήσουμε στη δημοπρασία και να του δώσουμε αυτή την ευκαιρία».
Ενα αντικείμενο που δεν πωλείται σε δημοπρασία θεωρείται στον κόσμο της Τέχνης ότι έχει «καεί» και μπορεί να δυσκολευτεί να βρει αγοραστή σε παρόμοια τιμή στο εγγύς μέλλον.
