Ο Ζοράν Μαμντάνι έγραψε Ιστορία στις 5 Νοεμβρίου, όταν εξελέγη δήμαρχος της Νέας Υόρκης, όντας ο νεότερος ανώτατος άρχων της πόλης εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα, αλλά και ο πρώτος μουσουλμάνος που αναλαμβάνει τη θέση.
Ομως η μητέρα του είχε ήδη χαράξει τη δική της πορεία στα βιβλία της Ιστορίας, δεκαετίες νωρίτερα, όπως σημειώνει δημοσίευμα του Fortune. Η Μίρα Ναΐρ, 68 ετών, θεωρείται μία από τις πιο επιτυχημένες ανεξάρτητες σκηνοθέτιδες της γενιάς της – μια σκηνοθέτης που μετέτρεψε χαμηλούς προϋπολογισμούς σε έργα με μεγάλη καλλιτεχνική αναγνώριση και εμπορική επιτυχία, χωρίς ποτέ να θυσιάσει την προσωπική της ακεραιότητα.
Η μεγάλη επιτυχία ήρθε το 1988 με το «Salaam Bombay!», μια ωμή απεικόνιση της ζωής των παιδιών του δρόμου στη Βομβάη, που γυρίστηκε με μόλις 450.000 δολάρια και απέφερε περίπου 7,4 εκατ. δολάρια παγκοσμίως. Η ταινία προτάθηκε για Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, κέρδισε τη Χρυσή Κάμερα στις Κάννες και έγινε η δεύτερη ινδική ταινία που προτάθηκε ποτέ για Οσκαρ. Με τα έσοδα η Ναΐρ ίδρυσε το Salaam Baalak Trust, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό που συνεχίζει να προσφέρει στήριξη σε παιδιά του δρόμου στο Δελχί και τη Βομβάη.
Γεννημένη στις 15 Οκτωβρίου 1957 στη Ρουρκέλα της Ινδίας, η Ναΐρ σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Δελχί και στο Χάρβαρντ, προτού στραφεί από την υποκριτική στο ντοκιμαντέρ, ύστερα από μάθημα στο MIT με τον πρωτοπόρο του «cinéma vérité» Ρίτσαρντ Λίκοκ. Το 1989 ίδρυσε τη δική της εταιρεία παραγωγής, Mirabai Films, μέσω της οποίας διατήρησε πλήρη καλλιτεχνικό έλεγχο στα έργα της, που συχνά εξερευνούσαν θέματα πολιτιστικής ταυτότητας, διασποράς και κοινωνικά περιθωριοποιημένων φωνών.
Η ταινία της «Mississippi Masala» (1991), με τους Ντένζελ Ουάσινγκτον και Σαρίτα Τσούντχαρι, απέφερε 7,3 εκατ. δολάρια και κέρδισε το Βραβείο Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου στο Φεστιβάλ Βενετίας. Κατά τη διάρκεια των ερευνών της για την ταινία στην Ουγκάντα, γνώρισε τον σύζυγό της, τον πολιτικό επιστήμονα Μαχμούντ Μαμντάνι, πατέρα του Ζοράν.
Η μεγαλύτερη όμως εμπορική της επιτυχία ήρθε με το «Monsoon Wedding» (2001). Με προϋπολογισμό περίπου 1,5 εκατ. δολάρια και γυρίσματα μόλις 30 ημερών με χειροκίνητες κάμερες, η ταινία έγινε παγκόσμιο φαινόμενο, αποφέροντας πάνω από 30 εκατ. δολάρια παγκοσμίως. Στις ΗΠΑ μόνο συγκέντρωσε 13,9 εκατ. – ρεκόρ για ινδική ταινία στη Βόρεια Αμερική, που διατηρήθηκε έως το 2017, όταν το ξεπέρασε το «Baahubali». Ακόμη πιο σημαντικό, η Ναΐρ έγινε η πρώτη γυναίκα σκηνοθέτης που κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα του Φεστιβάλ Βενετίας.
«Αυτό είναι για την Ινδία, την αγαπημένη μου Ινδία, τη συνεχή μου έμπνευση», δήλωσε κατά την απονομή.
Η επιτυχία του «Monsoon Wedding» ανέδειξε την ικανότητα της Ναΐρ να γεφυρώνει πολιτισμούς και αγορές. Ο διάσημος αμερικανός κριτικός Ρότζερ Ιμπερτ την χαρακτήρισε ως «μία από εκείνες τις χαρούμενες ταινίες που ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα και γιορτάζουν την ανθρώπινη φύση», υπογραμμίζει το δημοσίευμα του αμερικανικού περιοδικού.
Η Ναΐρ συνέχισε να σκηνοθετεί ταινίες διαφορετικών ειδών και προϋπολογισμών, όπως το «Vanity Fair» (2004) με τη Ρις Γουίδερσπουν, το «The Namesake» (2006) βασισμένο στο μυθιστόρημα της Τζούμπα Λαχίρι, και το «Queen of Katwe» (2016) της Disney, με τη Λουπίτα Νιόνγκο και τον Ντέιβιντ Ογιέλοβο. Στην τελευταία ο Ζοράν Μαμντάνι εργάστηκε ως επιμελητής μουσικής, λαμβάνοντας υποψηφιότητα στα Guild of Music Supervisors Awards.
Η άρνηση του Χάρι Πότερ
Καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας της η Ναΐρ επέλεγε την καλλιτεχνική ακεραιότητα έναντι της εμπορικής επιτυχίας. Είναι γνωστό ότι αρνήθηκε την πρόταση της Warner Bros. να σκηνοθετήσει το «Harry Potter and the Goblet of Fire» («Ο Χάρι Πότερ και το κύπελλο της φωτιάς») , προτιμώντας να δημιουργήσει το «The Namesake». Οπως αποκάλυψε στο Φεστιβάλ Λογοτεχνίας του Τζαϊπούρ το 2018, ο τότε 14χρονος γιος της, Ζοράν, τη βοήθησε να πάρει αυτή την απόφαση.
Η δράση της υπερβαίνει τον κινηματογράφο. Εκτός από το Salaam Baalak Trust, ίδρυσε το Maisha Film Lab το 2004, ένα δωρεάν πρόγραμμα εκπαίδευσης για νέους κινηματογραφιστές της Ανατολικής Αφρικής. Το 2012 η ινδική κυβέρνηση της απένειμε το Padma Bhushan, την τρίτη υψηλότερη πολιτική τιμητική διάκριση της χώρας.
Η Ναΐρ ως σκηνοθέτης έχει στο ενεργητικό της δύο υποψηφιότητες για Οσκαρ, δύο για BAFTA, δύο για βραβεία César, ενώ έχει κερδίσει βραβεία στα φεστιβάλ των Καννών και της Βενετίας. Οι ταινίες της διακρίνονται για την ντοκιμαντερίστικη προσέγγισή τους, τις διαπολιτισμικές αφηγήσεις και τον συνδυασμό κοινωνικού ρεαλισμού με πλούσιες πολιτισμικές υφές, τονίζει το Fortune.
Στα 68 της η Ναΐρ παραμένει ενεργή στο καλλιτεχνικό πεδίο. Πρόσφατα παρουσίασε το «Cactus Pears» στη Βόρεια Αμερική και τώρα εργάζεται πάνω σε μια θεατρική διασκευή του «Monsoon Wedding» ως μιούζικαλ, ενώ η Mirabai Films έχει και άλλα projects σε εξέλιξη.
Η πορεία της Μίρα Ναΐρ αποτελεί αντιπρόταση στο παραδοσιακό μοντέλο επιτυχίας του Χόλιγουντ. Αντί να επιδιώξει υπερπαραγωγές, έχτισε τη φήμη της με ταινίες μικρού προϋπολογισμού που απέφεραν καλά κέρδη και τεράστια καλλιτεχνική και πολιτισμική επίδραση. Τα «Salaam Bombay!», «Mississippi Masala» και «Monsoon Wedding» κόστισαν συνολικά λιγότερα από επτά εκατ. δολάρια, αλλά απέφεραν πάνω από 45 εκατ. παγκοσμίως και δεκάδες βραβεία.
Η καθαρή περιουσία της εκτιμάται γύρω στα πέντε εκατ. δολάρια, προερχόμενα κυρίως από τη Mirabai Films, τη σκηνοθεσία, την παραγωγή, επιχορηγήσεις και δικαιώματα. Αν και μικρότερη σε σύγκριση με εκείνη σκηνοθετών του mainstream Χόλιγουντ, αντικατοπτρίζει μια καριέρα βασισμένη στις καλλιτεχνικές αξίες και όχι στην εμπορικότητα.
Καθώς ο Ζοράν Μαμντάνι ετοιμάζεται να αναλάβει καθήκοντα την 1η Ιανουαρίου 2026 ως ο 111ος δήμαρχος της Νέας Υόρκης, μεταφέρει μαζί του τα μαθήματα που πήρε βλέποντας τη μητέρα του να πορεύεται στον κινηματογράφο με τους δικούς της όρους. Σε μια συνέντευξη του 2013, η Ναΐρ περιέγραψε τον γιο της ως «το οξυγόνο και τα καύσιμά μου», μιλώντας για την ταινία της «The Reluctant Fundamentalist», που επηρέασε βαθιά την κοσμοθεωρία και την πολιτική του σκέψη.
