Μαρίν Λεπέν, Σάσα Μπάρον Κοέν και Ντόναλντ Τραμπ | CreativeProtagon
Επικαιρότητα

Κι αν για την εξάπλωση του λαϊκισμού δεν φταίνε τα social media;

Oι φιλελεύθεροι, δημοκράτες πολίτες θεωρούν ότι η βελτίωση του «οικοσυστήματος των social media» επαρκεί για την αντιμετώπιση του. Παραβλέποντας έτσι, όμως, τον κατά πολύ πιο σημαντικό ρόλο της οικονομικής στασιμότητας και των απότομων διαταράξεων των κοινωνικών ισορροπιών
Protagon Team

Την προηγούμενη εβδομάδα στο πλαίσιο της βράβευσης του από τη διεθνή οργάνωση για την καταπολέμηση του αντισημιτισμού Anti-Defamation League, ο Σάσα Μπάρον Κοέν εκφώνησε έναν πύρινο λόγο, κατηγορώντας τη γνωστή «χούφτα διαδικτυακών εταιρειών» ότι κατασκεύασαν «τη μεγαλύτερη προπαγανδιστική μηχανή στην Ιστορία» και συνέβαλαν, έτσι, στην άνοδο του αυταρχισμού, της δημαγωγίας και του φανατισμού.

Ο λόγος του βρετανού κωμικού ηθοποιού που έγινε γνωστός χάρη στον «Μπόρατ», αναπαράχθηκε και επαινέθηκε ευρέως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ειδικά στο Twitter. Την ίδια περίοδο, ωστόσο, στο δημοφιλές μέσο κοινωνικής δικτύωσης κυκλοφόρησε και μια πρόσφατη έρευνα ακαδημαϊκών από τη Γαλλία, τον Καναδά και τις ΗΠΑ οι οποίοι εξέτασαν τη σχέση μεταξύ των «αντηχείων» (echo – chambers) των social media και της ανόδου του λαϊκισμού στη Γαλλία, τη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Συμπέραναν, τελικά, πως η εν λόγω σχέση είτε δεν υπάρχει είτε είναι αρνητική.

Γιατί, παρότι οι λαϊκιστές ψηφοφόροι έχουν την τάση να συναναστρέφονται ανθρώπους της ίδιας εθνικότητας ή της ίδιας κοινωνικής τάξης στην πραγματική τους ζωή, εντός του Διαδικτύου δεν συχνάζουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης περισσότερο από ψηφοφόρους διαφορετικού πολιτικού προσανατολισμού. Μάλιστα, η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ενόψει των εκλογών του 2016, ήταν ένδειξη εναντίωσης στον Ντόναλντ Τραμπ .

Δεν πρόκειται, όμως, για την πρώτη επιστημονική μελέτη που αμφισβητεί τον υποτιθέμενο κεντρικό ρόλο που διαδραμάτισαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στην άνοδο του λαϊκισμού. «Λίγο μετά την εκλογή του Τραμπ οικονομολόγοι των πανεπιστημίων Μπράουν και Στάνφορντ διαπίστωσαν πως η επίδοσή του μεταξύ των Αμερικανών που ενημερώνονται από το Διαδίκτυο ήταν χειρότερη από τις επιδόσεις του Μιτ Ρόμνεϊ και του Τζον ΜακΚέιν, ενώ οι ψηφοφόροι που προσηλύτισε ήταν κυρίως οι εκτός του Διαδικτύου», υπογραμμίζει σε κείμενό του ο Ρος Ντάουθατ. Σύμφωνα με τον αρθρογράφο των New York Times η εμμονή των φιλελεύθερων, πολιτών και πολιτικών, με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επηρεάζει αρνητικά τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τον κόσμο που τους περιβάλλει.

Ο αμερικανός δημοσιογράφος δεν αρνείται ότι η διάδοση των όποιων θεωριών συνωμοσίας μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είχε και εξακολουθεί να έχει θετικό αντίκτυπο για το λαϊκισμό, δεδομένου ότι όλοι όσοι δεν χρησιμοποιούν συχνά το Διαδίκτυο, ενδέχεται να παραπλανηθούν πιο εύκολα από πηχυαίους τίτλους και ψευδείς ειδήσεις. Και συμφωνεί απόλυτα με τον Σάσα Μπάρον Κοέν, ο οποίος υπογράμμισε κατά την ομιλία του ότι μικρές ομάδες αχρείων ανθρώπων, είτε πρόκειται για παιδεραστές, είτε για αντισημίτες, χρησιμοποιούν κακόβουλα τις διαδικτυακές πλατφόρμες.

Θεωρεί, ωστόσο, πως πρέπει να είμαστε πιο επιφυλακτικοί όσον αφορά το ευρύτερο αφήγημα του Κοέν και των περισσότερων προοδευτικών οι οποίοι «επικαλούνται τον “βόθρο” των μέσων κοινωνικής δικτύωσης» για να εξηγήσουν τα πάντα, από τον σκεπτικισμό όσον αφορά την κλιματική αλλαγή έως τα αντιμεταναστευτικά συναισθήματα σημαντικής μερίδας πολιτών τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Στο πλαίσιο του ίδιου αφηγήματος οι φιλελεύθεροι και προοδευτικοί «παρουσιάζουν ρωσικά τρολ και αστέρες του YouTube ως καθοριστικούς παράγοντες της λαϊκιστικής εποχής και υποδεικνύουν τη θέσπιση ενός ρυθμιστικού πλαισίου όσον αφορά την ελευθερία έκφρασης στο Διαδίκτυο ως το κύριο γιατρικό που χρειάζεται η φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων».

Οι έρευνες, ωστόσο, που επικαλείται ο Ντάουθατ αποκαλύπτουν μια διαφορετική πραγματικότητα εντός της οποίας οι μορφωμένοι και φιλελεύθεροι προοδευτικοί πολίτες και πολιτικοί, επειδή είναι σχεδόν διαρκώς online, «προστατευμένοι εντός της δικής τους αυτοσυντηρούμενης φούσκας πληροφόρησης», φτάνουν στο σημείο να αναλύουν τον λαϊκισμό σχεδόν αποκλειστικά πάνω στη βάση των διαδικτυακών τους βιωμάτων, καταλήγοντας αναπόφευκτα σε ελλιπή συμπεράσματα.

Ξοδεύοντας διαρκώς τον χρόνο τους στο Facebook και το Twitter, στο πλαίσιο μιας τάσης που ο αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Εϊταν Χερς ονοματίζει «πολιτικό χομπισμό» (political hobbyism), οι φιλελεύθεροι Αμερικανοί και οι φιλελεύθεροι Ευρωπαίοι, δίνοντας έμφαση περισσότερο σε όσα διαβάζουν στις οθόνες τους και ακούν στα ακουστικά τους, παρά σε όλα όσα συμβαίνουν στον πραγματικό κόσμο, καταλήγουν να πιστεύουν πως η απήχηση του λαϊκισμού οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης . Θεωρούν, κατά συνέπεια, ότι η βελτίωση του «οικοσυστήματος των social media» επαρκεί για την αντιμετώπιση του Ντόναλντ Τραμπ ή της Μαρίν Λεπέν. Παραβλέποντας έτσι, όμως, τον κατά πολύ πιο σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν καταστάσεις όπως η οικονομική στασιμότητα και οι απότομες διαταράξεις των κοινωνικών ισορροπιών, η ύπαρξη των οποίων είναι ανεξάρτητη από τη διάδοση ψευδών ειδήσεων.

«Ο Ντόναλντ Τραμπ οφείλει τη σχετική αντοχή του στην αδράνεια των ψηφοφόρων περιορισμένης ενημέρωσης που απολαμβάνουν τα οφέλη μιας ισχυρής οικονομίας, και όχι στο ριζοσπαστισμό του YouTube», καταλήγει ο αρθρογράφος των φιλελεύθερων και προοδευτικών New York Times, κλείνοντας το μάτι στους Δημοκρατικούς. Εάν θέλουν να κερδίσουν αυτούς τους ψηφοφόρους ενόψει των κρίσιμων προεδρικών εκλογών του 2020, πριν από οποιοδήποτε ρυθμιστικό πλαίσιο για τη λειτουργία των social media, θα πρέπει πρώτα να μάθουν οι ίδιοι πως να αντιστέκονται στο Διαδίκτυο, τους λέει. Και αυτό που λέει αξίζει να γίνει αντικείμενο μελέτης και ζύμωσης ανάμεσα στους απανταχού δημοκράτες, αντι-λαϊκιστές, των Ελλήνων μη εξαιρουμένων…