Κατέστρεψε την οικονομία της Ευρώπης η πράσινη ανάπτυξη;
| Shutterstock / CreativeProtagon
Επικαιρότητα

Κατέστρεψε την οικονομία της Ευρώπης η πράσινη ανάπτυξη;

Με μια εκτενή ανάλυση, η αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal παρουσιάζει ένα πρόβλημα που το βιώσαμε και στην Ελλάδα με το κόστος της ενέργειας. Ευρύτερα, η κατεύθυνση της Κομισιόν την περασμένη πενταετία μείωσε μεν τις εκπομπές άνθρακα, αλλά προκάλεσε ζημιά στην οικονομία και σε χώρες-«ατμομηχανές», όπως η Γερμανία
Protagon Team

Οι ευρωπαίοι πολιτικοί παρουσίασαν στους ψηφοφόρους την «πράσινη μετάβαση» της ηπείρου ως ένα σχέδιο win-win: οι πολίτες θα επωφελούνταν από πράσινες θέσεις εργασίας και φθηνή, άφθονη ηλιακή και αιολική ενέργεια, παράλληλα με σημαντική μείωση των εκπομπών άνθρακα. Το ίδιο συνέβη και στη χώρα μας. Η χρήση ανανεώσιμων πηγών αυξήθηκε σημαντικά, άρχισαν να κυκλοφορούν ηλεκτρικά αυτοκίνητα και οι μονάδες λιγνίτη έκλεισαν. Και μετά ήρθαν οι λογαριασμοί ηλεκτρικής ενέργειας…

Η Ευρώπη πέτυχε να μειώσει τις εκπομπές άνθρακα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περιοχή του πλανήτη, κατά 30% σε σχέση με τα επίπεδα του 2005 – ενώ στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, μειώθηκαν κατά 17%. Σύμφωνα ωστόσο με τη Wall Street Journal, η βιασύνη της μετάβασης προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχει οδηγήσει σε αύξηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας σε μεγάλο μέρος της ηπείρου. Στην Ελλάδα το βιώσαμε, το γνωρίζουμε.

Η αμερικανική εφημερίδα αναφέρει ότι η Γερμανία έχει σήμερα τις υψηλότερες οικιακές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στον ανεπτυγμένο κόσμο, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο κατέχει τις υψηλότερες βιομηχανικές τιμές, σύμφωνα με ανάλυση 28 σημαντικών οικονομιών από τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας. Η Ιταλία δεν υστερεί πολύ.

Οι μέσες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τη βαριά βιομηχανία στην Ευρωπαϊκή Ενωση παραμένουν περίπου διπλάσιες σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και 50% υψηλότερες από την Κίνα. Οι τιμές της ενέργειας έχουν καταστεί πολύ πιο ευμετάβλητες καθώς αυξήθηκε το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών.

Οπως αναφέρει το οικονομικό Μέσο της Νέας Υόρκης, η αύξηση των τιμών πλήττει τη βιομηχανία και περιορίζει την ικανότητα της Ευρώπης να προσελκύσει επενδύσεις σε κρίσιμους τομείς, όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη, που απαιτεί φθηνή και άφθονη ηλεκτρική ενέργεια. Η αλλαγή αυτή επιβαρύνει επίσης το κόστος ζωής των καταναλωτών, ενισχύοντας τα αντισυστημικά κόμματα, τα οποία παρουσιάζουν την πράσινη μετάβαση ως έργο των ελίτ που ζημιώνει τους εργαζόμενους, τους καταναλωτές, αλλά και ολόκληρες περιοχές.

Οι αναλυτές του κλάδου της ενέργειας υποστηρίζουν ότι στρατηγικά είχε όντως νόημα για τη Γηραιά Ηπειρο, η οποία δεν διαθέτει μεγάλα αποθέματα σε πετρέλαιο και σε φυσικό αέριο, όπως οι ΗΠΑ και άλλες περιοχές, να διαφοροποιήσει τις πηγές ενέργειας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως της Ισπανίας, με το άφθονο ηλιακό φως, ή των σκανδιναβικών χωρών, με την πλούσια υδροηλεκτρική ενέργεια, η μετάβαση φαίνεται υποσχόμενη, αναφέρει η WSJ. Ενώ και η εξάρτηση της Γαλλίας από την πυρηνική ενέργεια τη βοηθά να διατηρεί χαμηλά το κόστος.

Ωστόσο σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης η μετάβαση κινδυνεύει να έχει αντίθετα αποτελέσματα, επιδεινώνοντας την οικονομική στασιμότητα. «Χάνουμε τη βιομηχανία μας», δήλωσε στη WSJ o Ντίτερ Χελμ, καθηγητής οικονομικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Η βρετανική χημική εταιρεία Ineos ανακοίνωσε τον Οκτώβριο ότι θα κλείσει δύο εργοστάσια στη δυτική Γερμανία λόγω υψηλού κόστους ενέργειας, ενώ πρόσφατα η Exxon-Mobil ανακοίνωσε ότι θα κλείσει το χημικό της εργοστάσιο στη Σκωτία και απείλησε να αποχωρήσει από τη βιομηχανία χημικών της Ευρώπης λέγοντας ότι οι πράσινες πολιτικές την καθιστούν μη ανταγωνιστική.

Στη Γηραιά Ηπειρο η ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια έχει μειωθεί τα τελευταία 15 χρόνια, εν μέρει λόγω του υψηλού κόστους, όπως τονίζει η αμερικανική οικονομική εφημερίδα. Με τη μείωση της παραγωγής και τις καθυστερήσεις στις υποδομές, οι εταιρείες που χρειάζονται περισσότερη ενέργεια συναντούν εμπόδια.

Στην Ιρλανδία ο κρατικός πάροχος ηλεκτρικής ενέργειας επέβαλε ουσιαστικά μορατόριουμ για νέα data centers –τα οποία υποστηρίζουν το cloud computing και την Τεχνητή Νοημοσύνη– μέχρι το 2028, διότι τα υφιστάμενα data centers κατανάλωσαν πέρυσι πάνω από το ένα πέμπτο της συνολικής ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας!

Στη Γερμανία, μια εταιρεία που λειτουργεί data-center, επιχείρησε, σύμφωνα με τη WSJ, να επεκτείνει τις δύο μονάδες της στη Φρανκφούρτη, το διαμετακομιστικό κέντρο του γερμανικού διαδικτύου. Ο τοπικός πάροχος ενέργειας απάντησε ότι θα πρέπει να περιμένει μία δεκαετία, έως το 2035, για να έχει την ενέργεια που χρειάζεται…

Οι υψηλές τιμές ενέργειας της Ευρώπης δεν οφείλονται όμως μόνο στην πράσινη μετάβαση, αναφέρει το οικονομικό φύλλο της Νέας Υόρκης. Οπως είναι γνωστό, οι τιμές φυσικού αερίου αυξήθηκαν μετά την πανδημία, αλλά και εκ νέου το 2022, όταν η Ευρώπη μείωσε σημαντικά τις εισαγωγές από τη Ρωσία μετά την εισβολή της στην Ουκρανία.

Ωστόσο, και πάλι, ένα σημαντικό μέρος της αύξησης οφείλεται στην στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές, λένε επιχειρηματίες και οικονομολόγοι στην αμερικανική εφημερίδα: Παρότι ο ήλιος και ο άνεμος είναι δωρεάν, η αξιοποίησή τους απαιτεί σημαντικές επενδύσεις σε υποδομές, αποθήκευση ενέργειας και πλεονάζουσα δυναμικότητα. Αυτά τα πρόσθετα κόστη, που καλύπτονται εν μέρει από επιδοτήσεις και φόρους άνθρακα, σημαίνουν ότι οι τιμές ενέργειας θα παραμείνουν σε πολλές χώρες υψηλές για χρόνια.

Για παράδειγμα, η εταιρεία αναλύσεων Aurora Energy Research εκτιμά ότι ένα «καθαρό» ενεργειακό σύστημα στη Βρετανία θα αρχίσει να εξοικονομεί χρήματα για τους καταναλωτές από το 2044 και μετά. Παρόμοιο είναι το σκηνικό στη Γερμανία. Μέχρι τότε η οικονομική ζημία για την Ευρώπη θα μπορούσε να είναι σοβαρή, υπογραμμίζει η Wall Street Journal.

Σε ορισμένα τμήματα της Ευρώπης η πολιτική συναίνεση για την ενεργειακή μετάβαση –που παλαιότερα την τροφοδοτούσαν και οι προειδοποιήσεις για την κλιματική αλλαγή– αρχίζει να ραγίζει, όπως τονίζει η αμερικανική οικονομική εφημερίδα. Δεξιά λαϊκιστικά κόμματα στη Γαλλία, στη Γερμανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα οποία αντιτίθενται στους στόχους και στις επιδοτήσεις ανανεώσιμων πηγών, κερδίζουν έδαφος.

Η γερμανική κυβέρνηση αποφάσισε πρόσφατα να κατασκευάσει νέα εργοστάσια φυσικού αερίου, ενώ παράλληλα ξεσπούσαν διπλωματικές διαμάχες μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών για την ενεργειακή πολιτική. O κυβερνητικός συνασπισμός της Νορβηγίας διαλύθηκε εξαιτίας των αντιδράσεων για την εφαρμογή των προτεινόμενων κανόνων της ΕΕ που ζητούν αύξηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

H WSJ σημειώνει ακόμη ότι μεγάλα έργα «μηδενικών εκπομπών» αναβάλλονται ή ακυρώνονται, ειδικά εκείνα που αφορούν το πράσινο υδρογόνο, το οποίο η ΕΕ έχει τοποθετήσει στο επίκεντρο των σχεδίων της για βαριά βιομηχανία και αποθήκευση ενέργειας.

Ολα δείχνουν ότι η ενεργειακή μετάβαση της Ευρώπης δεν είναι απλώς ένα τεχνικό εγχείρημα, αλλά μια δοκιμασία, πολιτική και οικονομική. Τα διλήμματα που αναδεικνύονται –π.χ. ανάμεσα στην πράσινη ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα– θα καθορίσουν την πορεία της ηπείρου για τις επόμενες δεκαετίες.

Το στοίχημα για τα κράτη-μέλη είναι πλέον να εξισορροπήσουν την ανάγκη για καθαρή ενέργεια με την επιτακτική απαίτηση για βιώσιμη, προσιτή και αξιόπιστη οικονομική ανάπτυξη. Αν η Ευρώπη βρει αυτή την ισορροπία, η μετάβαση μπορεί να αποτελέσει πλεονέκτημα. Αν όχι, θα παραμείνει μια πηγή διαρκούς αστάθειας και αμφισβήτησης.

Exit mobile version