Η μάχη για τη Νέα Υόρκη
Μαμντάνι και Τραμπ, δύο διαφορετικοί κόσμοι, δύο διαφορετικές αντιλήψεις, συγκρούονται στη Νέα Υόρκη | Reuters/Mike Segar, Kylie Cooper / Creative Protagon
Επικαιρότητα

Η μάχη για τη Νέα Υόρκη

Ο 34χρονος Ζoχράν Μαμντάνι σκοπεύει να εκλεγεί δήμαρχος υποσχόμενος ένα κύμα κοινωνικών προγραμμάτων χρηματοδοτούμενων από τους πλούσιους. Ο Τραμπ έχει ήδη απειλήσει: θα «βάλει σε τάξη» τη γενέθλια πόλη του στέλνοντας ομοσπονδιακούς πράκτορες και περικόπτοντας κρίσιμες επιχορηγήσεις. Η μάχη αυτή όμως δεν αφορά μόνο τους κατοίκους της αμερικανικής μητρόπολης
Protagon Team

Η Νέα Υόρκη, η πόλη που ενσαρκώνει το αμερικανικό όνειρο, βρίσκεται στο επίκεντρο μιας νέας πολιτικής σύγκρουσης. Δύο ηγέτες με ριζικά διαφορετικά οράματα ετοιμάζονται να τη μετατρέψουν σε πεδίο δοκιμής των ιδεολογιών τους, με απρόβλεπτες συνέπειες για ολόκληρη την Αμερική.

Δύο εξίσου ριζοσπαστικοί πολιτικοί ετοιμάζονται να συγκρουστούν για τον έλεγχο της μεγαλύτερης πόλης των Ηνωμένων Πολιτειών. Στις 4 Νοεμβρίου, ο 34χρονος αριστερός Ζoχράν Μαμντάνι αναμένεται σχεδόν βέβαια να εκλεγεί δήμαρχος της Νέας Υόρκης, υποσχόμενος ένα κύμα κοινωνικών προγραμμάτων χρηματοδοτούμενων από τους πλούσιους. Ο Ντόναλντ Τραμπ, ο 79χρονος πρόεδρος των ΗΠΑ, έχει ήδη προαναγγείλει ότι θα «βάλει σε τάξη» τη γενέτειρά του, απειλώντας να στείλει περισσότερους ομοσπονδιακούς πράκτορες και να περικόψει κρίσιμες ομοσπονδιακές επιχορηγήσεις.

«Τα σχέδια του Μαμντάνι είναι, κατά την πλειονότητα των οικονομολόγων, κακή δημόσια πολιτική. Εκείνα του Τραμπ, όμως, συνιστούν πιο άμεση απειλή για τη νομιμότητα και την ασφάλεια των Νεοϋορκέζων. Ο πρόεδρος έχει μιλήσει για κλιμάκωση της μεταναστευτικής καταστολής, με τακτικές που δοκίμασε ήδη σε πόλεις όπως το Σικάγο, όπου οι Δημοκρατικοί κυριαρχούν. Το σκηνικό δείχνει έτοιμο για μια εντυπωσιακή σύγκρουση, με θύμα την ίδια τη Νέα Υόρκη», γράφει ο Economist.

Η μάχη αυτή δεν αφορά μόνο τους κατοίκους της πόλης. Η Νέα Υόρκη παραμένει κομβικός οικονομικός κινητήρας για ολόκληρη την Αμερική: φιλοξενεί περισσότερες έδρες εταιρειών από ό,τι οποιαδήποτε άλλη πόλη, είναι το επίκεντρο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, των ΜΜΕ και της τεχνολογίας, ενώ αναπτύσσεται διαρκώς και ως κέντρο ιατρικής έρευνας. Η μητροπολιτική οικονομία της ξεπερνά τα 2,3 τρισ. δολάρια, δηλαδή περισσότερο από το ΑΕΠ του Καναδά, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 9% της αμερικανικής οικονομίας.

Παράλληλα, είναι και πολιτικό σύμβολο. Αν και η πολιτική προσοχή συχνά στρέφεται σε κομητείες-«κλειδιά» όπως η Μαρικόπα της Αριζόνα, η πραγματική πολιτική δύναμη της Νέας Υόρκης εκφράζεται αλλιώς: μέσω της επιρροής και της χρηματοδότησης. Οι δωρητές της πόλης δίνουν περισσότερα χρήματα σε ομοσπονδιακές εκστρατείες από κάθε άλλη περιοχή, εκτός της Ουάσιγκτον.

Από την εποχή του Φραγκλίνου Ρούζβελτ, σύμφωνα με τον Economist, ο Λευκός Οίκος δεν είχε ποτέ ξανά τόσους Νεοϋορκέζους στα ανώτατα κλιμάκια: από τον ίδιο τον Τραμπ μέχρι τον υπουργό Εμπορίου Χάουαρντ Λάτνικ. Επιπλέον, δύο ακόμα Νεοϋορκέζοι, ο Τσακ Σούμερ και ο Χακίμ Τζέφρις, ηγούνται των Δημοκρατικών στη Γερουσία και στη Βουλή, υπό την πίεση μιας νέας γενιάς προοδευτικών με επικεφαλής την Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ.

Η Νέα Υόρκη εξακολουθεί, επίσης, να είναι το διαχρονικό σύμβολο δύο αμερικανικών ιδανικών: της πολυπολιτισμικότητας και της ευκαιρίας. Είναι η έδρα περισσότερων μεταναστών από οποιαδήποτε άλλη πόλη των ΗΠΑ, και διαφορετικές κοινότητες συνυπάρχουν σχετικά ειρηνικά. Παραμένει, ταυτόχρονα, ο βασικός προορισμός για νέους αποφοίτους πανεπιστημίων που πιστεύουν ότι εκεί «ξεκινά η πραγματική ζωή».

Ωστόσο, κάτω από την επιφάνεια, η πόλη ασφυκτιά. Το δημοσιονομικό μοντέλο της, γράφει ο Economist, καταρρέει. Το 1% των πιο εύπορων κατοίκων πληρώνει πάνω από το 40% των εσόδων σε φόρο εισοδήματος. Παράλληλα, οι υψηλόμισθες θέσεις εργασίας μειώνονται, ενώ πολλοί πλούσιοι μετακομίζουν σε πολιτείες με χαμηλότερους φόρους, όπως η Φλόριντα. Την ίδια στιγμή, το κόστος ζωής για τους απλούς Νεοϋορκέζους είναι απαγορευτικό: τα ενοίκια είναι διπλάσια από τον μέσο όρο των 50 μεγαλύτερων αμερικανικών πόλεων, ενώ η φύλαξη παιδιού κοστίζει 26.000 δολάρια ετησίως, αυξημένη κατά 40% μέσα σε πέντε χρόνια. Με μια εύθραυστη φορολογική βάση, η πολιτεία της Νέας Υόρκης δυσκολεύεται να συντηρήσει τα προγράμματα πρόνοιας και Παιδείας της, τα οποία κοστίζουν 72% περισσότερο ανά άτομο απ’ ό,τι στο Τέξας.

Ο τελευταίος πραγματικά ικανός δήμαρχος της πόλης ήταν ο Μάικλ Μπλούμπεργκ· ψυχρός, τεχνοκρατικός, αλλά αποτελεσματικός. Οι σημερινοί Νεοϋορκέζοι, ωστόσο, δείχνουν να αναζητούν έναν πιο «πολιτικό» ηγέτη. Ο Τραμπ, στις περσινές προεδρικές εκλογές, απέσπασε ασυνήθιστα υψηλά ποσοστά για Ρεπουμπλικανό: 37% στο Κουίνς και 27% στο Μπρονξ. Ο Μαμντάνι, από την πλευρά του, έχει το χάρισμα της επικοινωνίας και κάνει τον απλό ψηφοφόρο να αισθάνεται ότι κάποιος τον ακούει.

Στις εσωκομματικές εκλογές των Δημοκρατικών για τη δημαρχία, συνέτριψε τον πρώην κυβερνήτη Αντριου Κουόμο. Κάποτε οι δηλώσεις του για το Ισραήλ, ή ο αντισιωνισμός του όπως τον ερμήνευσαν πολλοί, θα θεωρούνταν πολιτική αυτοκτονία. Σήμερα, για πολλούς νέους ψηφοφόρους, εκλαμβάνονται ως δείγμα αυθεντικότητας.

Κι όμως, ο Economist επισημαίνει ότι οι προτάσεις του Μαμντάνι θα μπορούσαν να επιδεινώσουν τα προβλήματα της πόλης. Θέλει δωρεάν παιδική φροντίδα, δωρεάν μετακινήσεις, κατώτατο μισθό 30 δολαρίων την ώρα ως το 2030 και τετραετές «πάγωμα» ενοικίων για δύο εκατομμύρια κατοίκους. Ο στόχος της προσιτότητας είναι αξιέπαινος, αλλά τα μέσα με τα οποία θέλει να τον επιτύχει είναι λανθασμένα. Τα «δωρεάν λεωφορεία» θα γίνουν απλώς χειρότερα λεωφορεία. Ο υπερβολικά υψηλός κατώτατος μισθός θα τρομάξει τους εργοδότες. Και το πάγωμα των ενοικίων για ορισμένους Νεοϋορκέζους θα μετακυλήσει το κόστος στους υπόλοιπους.

Για να χρηματοδοτήσει τα μέτρα, θα χρειαστεί να αυξήσει τους φόρους στους πλουσιότερους, γεγονός που θα οδηγήσει ακόμη περισσότερους στην έξοδο. Το αποτέλεσμα θα είναι ένας φαύλος κύκλος: μείωση φορολογικών εσόδων, νέα αύξηση φόρων και, τελικά, δημοσιονομική ασφυξία. Ολα αυτά, ενώ οι βαθύτερες αιτίες της κρίσης, τα ισχυρά συνδικάτα, η υπερβολική γραφειοκρατία και οι δαπανηρές νομικές διαμάχες, θα μένουν ανέπαφες.

Ο Τραμπ, από την άλλη, αποτελεί διαφορετικό αλλά μεγαλύτερο κίνδυνο. Απειλεί να παγώσει ομοσπονδιακά κονδύλια που αντιστοιχούν στο 6,4% του προϋπολογισμού της πόλης, χωρίς τη συναίνεση του Κογκρέσου. Ηδη έχει χρησιμοποιήσει το «πάγωμα» ομοσπονδιακών έργων ύψους 18 δισ. δολαρίων ως μοχλό πίεσης. Παράλληλα, η αποστολή περισσότερων αντιμεταναστευτικών δυνάμεων στη Νέα Υόρκη θα μπορούσε να πυροδοτήσει κοινωνικές αναταραχές, που ίσως τον ωθήσουν να επιστρατεύσει την Εθνοφρουρά, με αμφίβολη νομιμοποίηση.

Καθώς η εκλογή του Μαμντάνι φαίνεται πλέον δεδομένη, ο ίδιος εμφανίζει σημάδια μετριοπάθειας. Η πόλη, γράφει ο Economist, ελπίζει ότι αυτό δεν είναι τακτικισμός και ότι ο Τραμπ θα καταλάβει ότι έχει περισσότερα να χάσει παρά να κερδίσει αν υποδαυλίσει την ένταση.

Η Νέα Υόρκη και, κατ’ επέκταση, η Αμερική, θα είχαν καλύτερη τύχη αν η πόλη γινόταν εργαστήριο ρεαλισμού και όχι αρένα αντιπαράθεσης ανάμεσα σε έναν αυταρχικό πρόεδρο και έναν ρομαντικό λαϊκιστή. Μόνο ένας πραγματιστής ηγέτης θα μπορούσε να δείξει πώς απελευθερώνεται η ανάπτυξη, πώς μειώνονται οι περιορισμοί και πώς δημιουργούνται πραγματικές ευκαιρίες μέσα από επενδύσεις σε μεταφορές και εκπαίδευση. Αντί για αυτό, η Νέα Υόρκη κινδυνεύει να γίνει το πεδίο μιας μάχης μεταξύ δύο ανδρών με κακές ιδέες και μια πόλη που, για ακόμη μία φορά, θα πληρώσει το τίμημα, προειδοποιεί ο Economist.

Exit mobile version