Παρότι η συζήτηση είναι γνωστή και παρότι κάποιοι είχαν προβλέψει τις εξελίξεις πριν καν εκλεγεί εκ νέου ο Τραμπ τον περασμένο Νοέμβριο, το πρόβλημα είναι εδώ. Είναι μπροστά μας. Για την Ευρώπη, για το ΝΑΤΟ χωρίς τις «πλάτες» των ΗΠΑ και φυσικά για την Ελλάδα. Χωρίς την πυρηνική ομπρέλα της Αμερικής, η Ευρώπη πρέπει να «θυμηθεί» κάτι που κόντεψε να ξεχάσει: την Αμυνά της και τους εξοπλισμούς…
Οι Financial Times παρεμβαίνουν στη συζήτηση αυτή με κύριο άρθρο τους τονίζοντας ότι η Γηραιά Ηπειρος «χρειάζεται έξυπνο επανεξοπλισμό». «Αν η Ευρώπη θέλει να αποφύγει τον πόλεμο, η Ευρώπη πρέπει να προετοιμαστεί για πόλεμο» δήλωσε τον Μάρτιο η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες απάντησαν τελικά δραστήρια στην αναγκαιότητα να δαπανήσουν μεγάλα ποσά για τον επαν-εξοπλισμό τους και άρχισαν να κινητοποιούν πόρους. Τώρα πρέπει να ξοδέψουν τα χρήματα με σύνεση. «Πρέπει να κάνουν άλματα στην ανάπτυξη των τεχνολογιών που απαιτούνται για να πολεμήσουν, ή ελπίζουμε να αποτρέψουν, τον επόμενο» πόλεμο, τονίζει το έγκυρο βρετανικό φύλλο.
Η τελευταία φορά που οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις χρειάστηκε να σκεφτούν σοβαρά για τις πολεμικές συγκρούσεις ήταν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ο κίνδυνος κατά τους FT είναι να επανέλθουν τα «παλιά ένστικτα»: να σκεφτόμαστε με όρους απόλυτου αριθμού οπλικών συστημάτων, όπως τα άρματα μάχης και το πυροβολικό, τα μαχητικά αεροσκάφη και τα πολεμικά πλοία.
«Ο πόλεμος στην Ουκρανία έδειξε ότι η εποχή των αρμάτων μάχης και του πυροβολικού δεν έχει τελειώσει. Αλλά η σύγκρουση αυτή έχει αποτελέσει παράλληλα ένα εργαστήριο για την καινοτόμο τεχνολογία και για το πώς μπορεί να ενισχύσει και να ξεπεράσει τα πιο παραδοσιακά όπλα. Πάνω απ’ όλα, ο πρώτος “πόλεμος με μη επανδρωμένα αεροσκάφη” έδειξε ότι οι βασικές δυνατότητες του μέλλοντος είναι τα μη επανδρωμένα οπλικά συστήματα, ο ηλεκτρονικός πόλεμος και η στρατιωτική Τεχνητή Νοημοσύνη», τονίζεται στο κύριο άρθρο της εφημερίδας.
Η ανάλυση που κάνουν οι Financial Times στηρίζεται στη σκέψη ότι τα μη επανδρωμένα όπλα -στον αέρα, στην ξηρά και κάτω από το νερό- συγκαταλέγονται πλέον μεταξύ των πιο αποτελεσματικών. Το Royal United Services Institute (RUSI), η γνωστή δεξαμενή σκέψης της Βρετανίας, εκτιμά ότι η χρήση των εν λόγω συστημάτων είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των δύο τρίτων από τα αρχηστευμένα και χτυπημένα ρωσικά συστήματα στην Ουκρανία.
«Τα drones αυτά έχουν επιτρέψει στις δυνάμεις του Κιέβου, οι οποίες είναι κατά πολύ υποδεέστερες και λιγότερο επανδρωμένες από αυτές της Ρωσίας, να αντιστέκονται σε μια πλήρους κλίμακας εισβολή για περισσότερα από τρία χρόνια και να εξαπολύουν αποτελεσματικές επιθέσεις στον αντίπαλό τους. Φθηνά μη επανδρωμένα αεροσκάφη που κοστίζουν 300 δολάρια μπορούν να εξουδετερώσουν άρματα μάχης πολλών εκατομμυρίων δολαρίων ενώ τα ναυτικά μη επανδρωμένα όπλα έχουν εκδιώξει τον ρωσικό στόλο από μεγάλο μέρος της Μαύρης Θάλασσας. Οταν χρησιμοποιούνται επιδέξια και σε μεγάλη κλίμακα, μπορούν να δώσουν στις αμυντικές δυνάμεις ένα ασύμμετρο πλεονέκτημα. Μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για επιτήρηση και υλικοτεχνική υποστήριξη» τονίζουν οι Financial Times.
Αυτό το γεγονός πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη κατά την εφημερίδα για τις παραγγελίες των νέων εξοπλισμών που θα ακολουθήσουν. «Οι δυτικοί στρατοί πρέπει να ανακατευθύνουν περισσότερες αμυντικές δαπάνες από το παραδοσιακό υλικό στα μη επανδρωμένα αεροσκάφη και το λογισμικό, και από τις καθιερωμένες βιομηχανίες —όπως η Lockheed Martin, η Boeing, η Thales και η Rheinmetall— σε πιο ευέλικτες νεοφυείς επιχειρήσεις όπως η Anduril και η Helsing. Αλλά οι Ουκρανοί και οι Ρώσοι έχουν αποδειχθεί ικανοί και στην κατασκευή μη επανδρωμένων αεροσκαφών ακόμη πιο φθηνά και στην ταχύτερη προσαρμογή τους από ό,τι οι δυτικές νεοφυείς επιχειρήσεις. Ετσι, μαθαίνοντας από την Ουκρανία, οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να οικοδομήσουν ένα ευέλικτο οικοσύστημα αμυντικής καινοτομίας, συμπεριλαμβανομένης της εξεύρεσης τρόπων προσαρμογής φθηνότερων καταναλωτικών τεχνολογιών αλλά και λογισμικού» προτείνουν οι FT.
Οι στρατιωτικές προμήθειες συχνά ακολουθούσαν ένα μοντέλο «από πάνω προς τα κάτω», όπου οι στρατοί και οι κυβερνήσεις προσδιόριζαν την ανάγκη για ορισμένες δυνατότητες και στη συνέχεια ανέθεταν στους προμηθευτές να τις αναπτύξουν. Η σύγχρονη άμυνα απαιτεί προμηθευτές με μεγαλύτερους προϋπολογισμούς έρευνας, οι οποίοι δοκιμάζουν συνεχώς νέες ιδέες για να βρουν αυτές που τελικά λειτουργούν. «Δεδομένου ότι η Κίνα εξακολουθεί να κυριαρχεί στην προμήθεια εμπορικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών και εξαρτημάτων, τα μέλη του ΝΑΤΟ πρέπει επίσης να εντοπίσουν την παραγωγή μπαταριών και άλλων εξαρτημάτων», σημειώνει το έγκυρο βρετανικό φύλλο.
Οι δομές διοίκησης και ελέγχου πρέπει επίσης να αναδιαρθρωθούν κατά τους FT με στόχο την αποτελεσματικότερη χρήση των μη επανδρωμένων αεροσκαφών και του ηλεκτρονικού πολέμου. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δημιουργηθούν μηχανισμοί για την ταχεία μετάδοση της πληροφορίας για τις ανάγκες που προκύπτουν στο πεδίο από τις δυνάμεις της πρώτης γραμμής στη στρατιωτική διοίκηση και στη συνέχεια στους προμηθευτές, οι οποίοι στη συνέχεια θα πρέπει να ανταποκρίνονται γρήγορα. Οι ρωσικές δυνάμεις είναι έμπειρες στον ηλεκτρονικό πόλεμο και στην παρεμπόδιση των μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Αυτό απαιτεί συνεχή προσαρμογή, όπως η χρήση μη παραβιάσιμων καλωδίων οπτικών ινών για την καθοδήγηση των μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Η επόμενη φάση, τα όπλα καθοδηγούμενα από Τεχνητή Νοημοσύνη που χρησιμοποιούν οπτική πλοήγηση και βασίζονται λιγότερο στο GPS και την άμεση επικοινωνία, αναπτύσσεται ήδη.
Το τεχνολογικό πλεονέκτημα που δημιούργησαν οι χώρες του ΝΑΤΟ έναντι των αριθμητικά μεγαλύτερων σοβιετικών δυνάμεων βοήθησε να τερματιστεί ο Ψυχρός Πόλεμος χωρίς να χρειαστεί ποτέ να πολεμήσουν, σχολιάζουν κλείνοντας οι FT στο κύριο άρθρο τους. Ο στόχος τώρα, προσθέτουν, πρέπει να είναι παρόμοιος: να κινηθούν «χρησιμοποιώντας την τεχνολογία με ακόμη πιο δημιουργικούς και ευέλικτους τρόπους και βασιζόμενες πολύ λιγότερο στις ΗΠΑ»…
