Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές κατά της μετανάστευσης πολλαπλασιάζονται στην Ευρώπη, με κόμματα όπως η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) ή το Reform στη Βρετανία να αυξάνουν τη δύναμή τους.
Ομως, όπως επισημαίνει ανάλυση του Guardian, οι αντιμεταναστευτικές πολιτικές, βάσει των επίσημων εκτιμήσεων που υπάρχουν, απειλούν να επιταχύνουν τη μείωση του πληθυσμού της Γηραιάς Ηπείρου, γεγονός που θα οδηγήσει και σε οικονομικό σοκ, με υποχώρηση της ανάπτυξης και αύξηση του κόστους για τα συνταξιοδοτικά και υγειονομικά συστήματα.
Καλό θα ήταν, λοιπόν, υπογραμμίζει η βρετανική εφημερίδα, όσοι τάσσονται υπέρ του κλεισίματος των ευρωπαϊκών συνόρων να γνωρίζουν ότι η δημογραφική πραγματικότητα είναι οδυνηρή, με τον πληθυσμό της Ευρώπης να μειώνεται και τις γεννήσεις να υποχωρούν συνεχώς.
Αλλωστε οι ειδικοί υπογραμμίζουν ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες θα γεράσουν πιο γρήγορα χωρίς «νέο αίμα» από τους μετανάστες, με το εργατικό δυναμικό να μειώνεται και το κόστος για το κοινωνικό κράτος να αυξάνεται.
«Οι περισσότεροι πολιτικοί της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς αναγνωρίζουν ότι η μετανάστευση είναι απαραίτητη για να χαλαρώσει η δημοσιονομική πίεση», σημειώνει στον Guardian ο Τζον Σπρίνγκφορντ, στέλεχος του think tank Centre for European Reform, «αλλά επιλέγουν να εφαρμόσουν πιο σκληρές –και ενίοτε απάνθρωπες– πολιτικές ασύλου, υπό την ελπίδα ότι θα υπάρξουν πιο ελεγχόμενες μεταναστευτικές ροές. Αντιθέτως, τα ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα αντιδρούν. Οι χώρες που θα κατορθώσουν να ισορροπήσουν τις αντίθετες απόψεις και να εφαρμόσουν μια σωστή μεταναστευτική πολιτική θα είναι αυτές που θα έχουν τα πιο ισχυρά, μακροχρόνια οικονομικά κέρδη».
Βάσει των τελευταίων εκτιμήσεων της Eurostat, τις οποίες παρουσιάζει ο Guardian, ο πληθυσμός της ΕΕ θα υποχωρήσει κατά 6% έως το 2100 και θα φθάσει στα 419 εκατομμύρια, από 447 που είναι σήμερα. Εάν, όμως, δεν υπάρξουν μεταναστευτικές ροές, τότε η Eurostat εκτιμά ότι ο πληθυσμός θα προσγειωθεί ανώμαλα στα 229 εκατομμύρια.
Τα στοιχεία για την Ελλάδα δείχνουν ότι, εάν δεν αλλάξουν οι μεταναστευτικές ροές, έως το 2100 ο πληθυσμός της θα έχει υποχωρήσει στα 7,3 εκατομμύρια, από 10 εκατομμύρια που εκτιμάται ότι είναι σήμερα, ενώ με μηδενικές μεταναστευτικές ροές θα φθάσει στα 5,8 εκατομμύρια.
Ιταλία, Γαλλία και Γερμανία, όπου τα κόμματα που στηρίζουν την αντιμεταναστευτική πολιτική αυξάνουν τη δύναμή τους, θα αντιμετώπιζαν μεγάλες πληθυσμιακές μειώσεις σε ένα σενάριο μηδενικής μετανάστευσης.
Η πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι έχει θέσει ως προτεραιότητα την καταστολή της μετανάστευσης, αλλά η χώρα της έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά γεννήσεων στην Ευρώπη και ο πληθυσμός της θα μειωνόταν περισσότερο από το μισό μέχρι το τέλος του αιώνα αν δεν υπήρχε καθόλου μετανάστευση.
Στη Γερμανία, όπου το αντιμεταναστευτικό κόμμα AfD ήρθε δεύτερο στις φετινές ομοσπονδιακές εκλογές, ο πληθυσμός θα μπορούσε να συρρικνωθεί από 83 εκατομμύρια σε 53 εκατομμύρια μέσα στα επόμενα 80 χρόνια, εάν τα σύνορα έκλειναν πλήρως. Και στη Γαλλία, όπου ο Εθνικός Συναγερμός κέρδισε τον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών το περασμένο καλοκαίρι, μετά από εκστρατεία για περιορισμό των εισερχόμενων μεταναστών, ένα σενάριο μηδενικής μετανάστευσης θα σήμαινε μείωση του πληθυσμού, από 68 εκατομμύρια σε 59.
Μόνο λίγα κράτη-μέλη της ΕΕ θα παρατηρούσαν μικρή διαφορά από τα κλειστά σύνορα: η Ρουμανία, η Λετονία και η Λιθουανία, χώρες που έχουν βιώσει καθαρή εκροή πληθυσμού.
Αντιθέτως, στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης οι πληθυσμοί όχι μόνο θα μειώνονταν χωρίς τα τρέχοντα επίπεδα μετανάστευσης, αλλά θα γερνούσαν επίσης, καθώς ο αριθμός των ατόμων σε ηλικία εργασίας θα μειωνόταν σε σχέση με τους ηλικιωμένους.
Σήμερα το 21% του πληθυσμού της ΕΕ είναι 65 ετών και άνω. Στο βασικό σενάριο της Eurostat, αυτό το ποσοστό θα φτάσει το 32% έως το 2100, αλλά στο σενάριο μηδενικής μετανάστευσης θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο, στο 36%. Οσοι μελετούν τη μεταβαλλόμενη πληθυσμιακή πυραμίδα της Ευρώπης λένε ότι αυτό θα θέσει τις χώρες υπό αυξανόμενη οικονομική πίεση.
«Οι βασικές συνέπειες θα είναι η πιο αργή ανάπτυξη, επειδή το εργατικό δυναμικό θα συρρικνωθεί, και η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, επειδή οι δαπάνες για συντάξεις και η ζήτηση για υγειονομική και φροντίδα ηλικιωμένων θα αυξηθούν», επισημαίνει στον Guardian ο Σπρίνγκφορντ.
Πράγματι, μεγάλο μέρος της ΕΕ το βιώνει ήδη αυτό, με τις φορολογικές επιβαρύνσεις –όπως εκφράζονται μέσω των φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ– να αυξάνονται σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Γερμανία και η Ισπανία τις τελευταίες δεκαετίες.
Η βιομηχανία της υγείας και της κοινωνικής φροντίδας θα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στη διαχείριση μιας γηράσκουσας Ευρώπης, και πολλά Συστήματα Υγείας στην ΕΕ εξαρτώνται ήδη από μετανάστες γιατρούς ή νοσηλευτές.
«Ολο και περισσότεροι άνθρωποι θα χρειάζονται φροντίδα, αν και αυτό εξαρτάται από το πόσο υγιείς είναι στην τρίτη ηλικία», τονίζει στη βρετανική εφημερίδα ο Αλαν Μάνινγκ, καθηγητής οικονομικών στο London School of Economics. «Υπάρχει επίσης και η άλλη πλευρά του ζητήματος: επειδή γεννιούνται λιγότερα παιδιά λόγω χαμηλής γεννητικότητας, χρειάζονται λιγότερα άτομα στην εκπαίδευση και στη φροντίδα παιδιών. Αυτό που πρέπει να κάνουμε, κατά μία έννοια, είναι να ανακατανείμουμε ανθρώπους που φρόντιζαν παιδιά, ώστε να φροντίζουν ηλικιωμένους».
Ταυτόχρονα, οι ειδικοί τονίζουν ότι η μετανάστευση δεν αποτελεί πανάκεια για τις δημογραφικές προκλήσεις της Ευρώπης, αλλά μάλλον ένα από τα πολλά εργαλεία, ή τουλάχιστον έναν τρόπο, ώστε να διευκολυνθεί η μετάβαση σε μια πιο γηρασμένη κοινωνία.
«Η αύξηση των επιπέδων μετανάστευσης δεν θα λύσει από μόνη της αυτά τα δημογραφικά προβλήματα – τα επίπεδα που θα απαιτούνταν θα ήταν πολύ υψηλά, και υπάρχουν μόνο τόσοι μετανάστες που είναι πρόθυμοι να μετακινηθούν», δήλωσε ο Σπρίνγκφορντ. «Αλλά θα βοηθούσαν, όπως και η αύξηση των ποσοστών απασχόλησης των ατόμων σε ηλικία εργασίας, η μετάθεση της ηλικίας συνταξιοδότησης, η μεταρρύθμιση των συντάξεων και η μετατόπιση της φορολογικής επιβάρυνσης από το εισόδημα εργασίας στον πλούτο, ιδίως στην ακίνητη περιουσία».
Με τη σειρά του, ο Μάνινγκ τονίζει: «Για να βοηθήσει η μετανάστευση, πρέπει οι μετανάστες να εργάζονται πραγματικά, και πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν αρκετά χαμηλά ποσοστά απασχόλησης μεταξύ πολλών μεταναστών. Αρα δεν μπορείς να το θεωρήσεις δεδομένο. Αν ένας μετανάστης ερχόταν και δεν δούλευε και χρειαζόταν στη συνέχεια στήριξη από το κράτος πρόνοιας, αυτό δεν θα βελτίωνε την κατάσταση, αλλά θα την έκανε χειρότερη. Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να είναι ενεργοί στην αγορά εργασίας και αυτό έχει υπάρξει προβληματικό σε ορισμένες περιπτώσεις».
Στο εσωτερικό των χωρών οι αγροτικές περιοχές θα επωμιστούν το μεγαλύτερο βάρος της επερχόμενης πληθυσμιακής μείωσης της ΕΕ. Μέσα στα επόμενα 80 χρόνια περισσότερα χωριά θα μπορούσαν να υποστούν την ίδια μοίρα με το Καμίνι, στη νότια Ιταλία. Το χωριό είναι ένα από τα πολλά στην Καλαβρία όπου ο πληθυσμός μειώθηκε δραστικά προς τα τέλη του 20ού αιώνα, καθώς οι νέοι το εγκατέλειψαν.
Προκειμένου το χωριό να «ζωντανέψει» εκ νέου, έχει μετατραπεί –στο πλαίσιο ειδικού προγράμματος– σε τόπο εγκατάστασης προσφύγων. «Εβλεπα τον τόπο να πεθαίνει αργά. Τα σπίτια κατέρρεαν επειδή κανείς δεν ζούσε σε αυτά», είπε ο Ροζάριο Ζουρτσόλο, που γεννήθηκε στο Καμίνι και είναι τώρα πρόεδρος του συνεταιρισμού που τρέχει το πρόγραμμα επανεγκατάστασης Eurocoop Servizi.
Μέχρι στιγμής, 50 πρόσφυγες έχουν εγκατασταθεί μόνιμα στο Καμίνι μέσω του προγράμματος, ανεβάζοντας τον πληθυσμό του χωριού στους 350, ενώ άλλοι 118 φιλοξενούνται προσωρινά. Ενα συμβολικό επίτευγμα του προγράμματος ήταν η πρόσφατη επαναλειτουργία του τοπικού σχολείου. Ο Ζουρτσόλο λέει ότι το Καμίνι μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο για την αναζωογόνηση και άλλων ευρωπαϊκών περιοχών που αντιμετωπίζουν πληθυσμιακή μείωση.
