Η Γαλλία, εξήντα και πλέον χρόνια μετά τη δημιουργία της Πέμπτης Δημοκρατίας από τον Σαρλ ντε Γκολ, είναι αντιμέτωπη με μια βαθιά πολιτική κρίση. Το σύστημα που σχεδιάστηκε για να εξασφαλίζει σταθερότητα φαίνεται πλέον ανίκανο να προσαρμοστεί στις σύγχρονες απαιτήσεις συνεργασίας, συμβιβασμού και δημοκρατικής ισορροπίας.
Οταν ο Ντε Γκολ ίδρυσε την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία το 1958, βασικός στόχος του ήταν η δημιουργία ενός πολιτικού συστήματος ικανού να εγγυηθεί απόλυτη και μακροπρόθεσμη σταθερότητα στη χώρα. Πράγματι, γράφει το Politico, ο ίδιος υπήρξε ο πρώτος από μόλις οκτώ προέδρους στα επόμενα 67 χρόνια, κατέχοντας εξουσίες σχεδόν βασιλικές. Ωστόσο, σήμερα τα ρήγματα αυτού του οικοδομήματος είναι πλέον εμφανή. Με τον Εμανουέλ Μακρόν να αντιμετωπίζει την παραίτηση ενός πρωθυπουργού ύστερα από μόλις 26 ημέρες θητείας, η Γαλλία δείχνει οτιδήποτε άλλο παρά σταθερή. Το δημιούργημα του Ντε Γκολ δοκιμάζεται.
Παρατηρώντας το χάος της γαλλικής πολιτικής σκηνής τους τελευταίους μήνες, είναι εύκολο να αποδοθούν όλα τα δεινά στον ίδιον τον Μακρόν. Ηταν, εξάλλου, δική του απόφαση να διαλύσει τη Βουλή και να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, μια ενέργεια που πυροδότησε την πολιτική κρίση που έχει ήδη «καταναλώσει» πέντε πρωθυπουργούς και ίσως, μέχρι το τέλος της χρονιάς, και έναν έκτο. Ομως, το να κατηγορεί κανείς αποκλειστικά τον Μακρόν αναδεικνύει και το βαθύτερο πρόβλημα, το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο της Πέμπτης Δημοκρατίας, που είναι εκ φύσεως ανίκανο να συνδυάσει εξουσία και συμβιβασμό.
Το σύστημα αυτό, εξηγεί το Politico, σχεδιάστηκε ως αντίδοτο στη χαοτική Τέταρτη Δημοκρατία, η οποία σε μόλις 12 χρόνια είδε 21 διαφορετικές κυβερνήσεις. Ο Ντε Γκολ θέλησε να σταματήσει την αστάθεια, δημιουργώντας ένα μοντέλο που να οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα και μόνο αποτέλεσμα: έναν υπερ-πρόεδρο με απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Ολοι οι θεσμικοί μηχανισμοί υπηρετούν αυτόν τον σκοπό· από το σύστημα των δύο γύρων στις προεδρικές εκλογές που ωθεί τους ψηφοφόρους να συσπειρωθούν γύρω από την «πιο αποδεκτή» επιλογή, έως τη χρονική σύμπτωση των βουλευτικών εκλογών με τις προεδρικές, πρακτική που καθιερώθηκε επί προεδρίας Ζακ Σιράκ.
Η Πέμπτη Δημοκρατία λειτουργεί ομαλά μόνο όταν το κόμμα του προέδρου διαθέτει καθαρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, όμως. Τότε το κοινοβούλιο μετατρέπεται ουσιαστικά σε ένα σώμα επικύρωσης των κυβερνητικών αποφάσεων. Σε κάθε άλλη περίπτωση, το σύστημα παράγει χάος. Αν, για παράδειγμα, η ενδεχόμενη διάλυση της Βουλής φέρει την αντιπολίτευση στην εξουσία, το αποτέλεσμα είναι η γνωστή «συγκατοίκηση», ένα καθεστώς παράλυσης, όπως το ονομάζει το Politico.
Ακόμη χειρότερη είναι η κατάσταση ενός αδιέξοδου κοινοβουλίου, όπως συνέβη μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2024. Τα κόμματα δεν έχουν ούτε θεσμικό συμφέρον ούτε πολιτική κουλτούρα συνεργασίας. Κάθε ένδειξη συνεννόησης αντιμετωπίζεται με καχυποψία, καθώς η εξουσία είναι τόσο επικεντρωμένη στο πρόσωπο του προέδρου, που ακόμη και η πιο ειλικρινής συνεργασία δεν αποφέρει καμία πραγματική επιρροή.
Ετσι, οι ηγέτες των κομμάτων προτιμούν να παραμένουν εκτός κυβέρνησης, υπολογίζοντας ψυχρά ότι η καλύτερη στρατηγική τους είναι να προκαλέσουν την επόμενη προεδρική εκλογή, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει την πτώση διαδοχικών πρωθυπουργών. Οπως παρατηρεί ο γάλλος πολιτικός αναλυτής Ζιλ Γκρεσανί, «στην πραγματικότητα, όλοι σκέφτονται μόνο την προεδρία. Σχεδόν όλοι οι πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες ονειρεύονται πώς θα γίνουν οι επόμενοι πρόεδροι της Δημοκρατίας».
Τα αποτελέσματα αυτής της νοοτροπίας είναι ορατά τους τελευταίους 17 μήνες. Πέντε πρωθυπουργοί προσπάθησαν, ο καθένας με διαφορετικό τρόπο, να επιτύχουν συμφωνία προϋπολογισμού ανάμεσα στα μεγάλα κόμματα του κοινοβουλίου. Ολοι, όμως, κατάλαβαν ότι η ο Σεμπαστιάν Λεκορνί, παραιτήθηκε μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα. Ο ίδιος αναγνώρισε ότι οι προεδρικές φιλοδοξίες των πολιτικών ηγετών υπονομεύουν τη σταθερότητα της χώρας και δήλωσε ότι οι μελλοντικοί υπουργοί θα πρέπει να δεσμευθούν να «αποσυνδέσουν τις προσωπικές τους φιλοδοξίες από τις εκλογές του 2027».
Απέναντι σε αυτή τη διαρκή κρίση, αρκετοί γάλλοι πολιτικοί στρέφουν το βλέμμα τους με φθόνο προς συστήματα όπως το γερμανικό, όπου ο σχηματισμός κυβερνήσεων συνεργασίας είναι θεσμικά ενσωματωμένος. Ο ίδιος ο Μακρόν, δίπλα στον γερμανό καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς, παρότρυνε τους βουλευτές του να διδαχθούν από το παράδειγμα της Γερμανίας, όπου τα κόμματα της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς κατόρθωσαν να καταλήξουν σε σταθερή κυβερνητική συμφωνία. «Ακριβώς στην απέναντι όχθη του Ρήνου», είπε, «ένα συντηρητικό και ένα σοσιαλιστικό κόμμα συνεργάζονται. Συμβαίνει κοντά μας. Και λειτουργεί. Αρα είναι εφικτό».
Ακόμη και η Ιταλία, παραδοσιακά συνώνυμο της πολιτικής αστάθειας, εμφανίζεται σήμερα πιο ανθεκτική από τη Γαλλία, σημειώνει το Politico. Ο λόγος, σύμφωνα με τον καθηγητή Μαρκ Λαζάρ του Sciences Po, είναι η εμπειρία των ιταλικών κομμάτων στη δημιουργία λειτουργικών συνασπισμών, όπως αυτός της σημερινής κυβέρνησης Μελόνι που παραμένει ακλόνητος σχεδόν επί τρία χρόνια. «Αυτή η παράδοση συμβιβασμού θα μπορούσε να αποτελέσει μάθημα για τα γαλλικά κόμματα», επισημαίνει.
Δυστυχώς για τον Μακρόν, τίποτα δεν δείχνει ότι οι γάλλοι πολιτικοί είναι έτοιμοι να κάνουν ένα τέτοιο βήμα. Λίγο μετά την παραίτηση του Λεκορνί, η Μαρίν Λεπέν απείλησε να ανατρέψει τον επόμενο πρωθυπουργό, όποιος κι αν είναι αυτός.
Η συζήτηση για μια «Eκτη Δημοκρατία» επανέρχεται πλέον στο προσκήνιο. Πολιτικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι το υπάρχον σύστημα έχει μετατρέψει το κοινοβούλιο σε ένα ανίσχυρο σώμα, ενθαρρύνοντας τη ριζοσπαστικοποίηση της αντιπολίτευσης. Προτείνουν να δοθεί μεγαλύτερη συμμετοχή στα μικρότερα κόμματα, ίσως μέσω της αναλογικής εκπροσώπησης. Ο αριστερός ηγέτης Ζαν-Λικ Μελανσόν είχε στηρίξει την προεδρική του εκστρατεία το 2022 στην ιδέα μιας νέας, «Εκτης Δημοκρατίας», αλλά οι παραδοσιακοί πολιτικοί κύκλοι την απέρριψαν ως ευκαιριακή.
Κι όμως, καθώς η Γαλλία κοιτάζει την άβυσσο της πολιτικής της αποσταθεροποίησης, η ιδέα αυτή φαίνεται λιγότερο ριζοσπαστική απ’ ό,τι στο παρελθόν. Ισως ήρθε η στιγμή να αναρωτηθεί η χώρα αν το δημιούργημα του Ντε Γκολ έχει πια ξεπεραστεί από την εποχή.
