Αντίο Νιόνιο: Εφυγε από τη ζωή ο Διονύσης Σαββόπουλος
| KONSTANTINOS TSAKALIDIS / SOOC
Επικαιρότητα

Αντίο Νιόνιο: Εφυγε από τη ζωή ο Διονύσης Σαββόπουλος

Η χώρα μπορεί να σιγήσει. Εχασε έναν δικό της. Τη «Συννεφούλα» και το «ροκ του μέλλοντός της», τη θάλασσά της τη μικρή και το ντιρλαντά της. Ο Νιόνιος «έφυγε» κι αυτός. Λίγο πριν κλείσει τα 81 του. Από μια καλλιτεχνική πορεία έξι δεκαετιών θυμόμαστε τα μεγάλα ορόσημα του τραγουδοποιού που άλλαξε την εικόνα του ελληνικού τραγουδιού - και όχι μόνο
Protagon Team

Ηταν τροβαδούρος, εκείνη η βραχνή φωνή πίσω από τα γλέντια των νέων κάθε εποχής και από τα νανουρίσματα των παιδιών τους· όχι μόνο, ήταν μουσικός γίγαντας, αυτοδίδακτος, πηγαίος, χείμαρρος· μα όχι, ο «Νιόνιος» έλεγε ιστορίες, και τι ιστορίες· και οι μελωδίες του; ήταν τα δικά του ακόρντα πίσω από τις μικρές πολιτικές επαναστάσεις της γενιάς μας· όχι, όχι ήταν κάτι ανώτερο, ήταν η συνείδησή μας, εκείνος ο τρελός του χωριού με τα γυαλάκια που θα ρυθμίσει την εθνική πυξίδα μας όταν εκείνη χαλάσει.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο άνθρωπος που διαμόρφωσε, μουσικά, αλλά όχι μόνο, την άυλη πατρίδα που συνηθίζουμε να αποκαλούμε εποχή της Μεταπολίτευσης, δεν είναι πια εδώ· έφυγε από τη ζωή το βράδυ της Τρίτης (21.10) στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν. Την ανακοίνωση έκανε η οικογένειά του με ένα μήνυμα στα social media.


Η χώρα μπορεί να σιγήσει. Εχασε έναν δικό της. Τη «Συννεφούλα» και το «ροκ του μέλλοντός της», τη θάλασσά της τη μικρή και το ντιρλαντά της. Ο Νιόνιος «έφυγε» κι αυτός. Λίγο πριν κλείσει τα 81 του.

Μετά την εκδημία των Μίκη Θεοδωράκη και Μάνου Χατζιδάκι, o Διονύσης Σαββόπουλος ανήκε, μαζί με τον Σταύρο Ξαρχάκο, στους τελευταίους μιας γενιάς που πρόλαβαν τη «Μουσική ανοιξη» της δεκαετίας του 1960, την αμφισβήτηση του 1970 και τη χρυσή εποχή της δισκογραφίας στα επόμενα χρόνια. Παρουσιάζοντας νέα τραγούδια μόνο όταν είχε κάτι σημαντικό να πει, λειτούργησε σαν «σεισμογράφος» των τάσεων και των εντάσεων μέσα στον χώρο της μουσικής και της κοινωνίας.

Πήρε θέση πολλές φορές –κόντρα στην Αριστερά από την οποία προερχόταν, κόντρα στον λαϊκισμό και στις επιθυμίες του πλήθους– πληρώνοντάς το ενίοτε με συγκρούσεις ή και με «μποϊκοτάζ» των παραστάσεών του. Ορισμένα από τα καλύτερα τραγούδια του, πάντως, έχουν περάσει στο συλλογικό υποσυνείδητο, χαρίζοντας στιγμές ανάτασης («Ας κρατήσουν οι χοροί»), περίσκεψης («Εμείς του ’60 οι εκδρομείς»), αλλά και  επιστροφής στην αθωότητα όταν τη χρειαζόμαστε («Συννεφούλα», «Μια θάλασσα μικρή»).

Ταυτισμένος με το παράδειγμα του Χατζιδάκι ότι η τέχνη γεννά αισθητική σε κάθε έκφρασή της, δεν σπαταλήθηκε δισκογραφικά, βάζοντας την προσωπική του υπογραφή ακόμη και στη «σκηνοθεσία» των παραστάσεών του ή της παρλάτας με την οποία τις συνόδευε. Από τη διαδρομή του κορυφαίου μας τραγουδοποιού επιλέγουμε μερικούς σταθμούς που όλοι μαζί αποτελούν το αφήγημα της ζωής του.

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 2 Δεκεμβρίου 1944. Το καταγράφει και ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό τραγούδι του «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη» από το άλμπουμ «Ρεζέρβα» του 1979 (δεύτερη φωνή η Αλκηστις Πρωτοψάλτη): «Δεκέμβρης του ‘44/ με μια μοτοσικλέτα του ΕΛΑΣ/ η μάνα μου ετοιμόγεννη/ γυρίζει ο θανατάς/ να, η μαμή ανασηκώνει το μανίκι/ έτσι, γεννήθηκα στη Σαλονίκη».

Το 1964 χτυπάει την πόρτα του Αλέκου Πατσιφά στη δισκογραφική εταιρεία Λύρα, με τα εξής λόγια: «Είμαι μουσικός, θα ήθελα να βρω έναν εργοδότη να με εκμεταλλευθεί καταλλήλως». Και κάπως έτσι ξεκινούν όλα. Ο Σαββόπουλος δημιούργησε στη Λύρα μερικούς από τους σημαντικότερους δίσκους της ελληνικής μουσικής. «Δεν ξέρω αν τον εκμεταλλεύθηκα καταλλήλως», είπε μερικά χρόνια αργότερα ο Πατσιφάς σε συνέντευξή του που ακούγεται στο ντοκιμαντέρ του Λάκη Παπαστάθη «Χαίρω πολύ, Σαββόπουλος» (Cinetic, 1975), το οποίο αποκαταστάθηκε και παρουσιάστηκε φέτος από την ΕΡΤ.

Το 1966 κυκλοφορεί το «Φορτηγό», όπου φαίνεται με τόλμη ο προσωπικός ήχος που φέρνει. Ο ίδιος δείχνει να αντιλαμβάνεται τα υπόγεια ρεύματα της εποχής του, καθώς το παλαιό πολιτικό σύστημα ψάχνει μια τελευταία ελπίδα να ανασυνταχθεί –δυστυχώς, με τη χούντα καροφυλακτούσα– και η νεολαία διεκδικεί έναν κόσμο χωρίς αδικία. Τα κομμάτια που περιλαμβάνονται εκεί μένουν ως παρακαταθήκη για όλα τα επόμενα χρόνια: «Οι μάγοι», «Η Ζωζώ», «Η μαϊμού», «Το μπουλούκι», «Η Συννεφούλα», «Το δέντρο», «Βιετνάμ Γιε-Γιε», «Ηλιε ήλιε αρχηγέ», «Τα κορίτσια που πηγαίνουν δυο δυο», «Τα πουλιά της δυστυχίας», «Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη», «Οι παλιοί μας φίλοι».

Κατά τη διάρκεια της Χούντας φυλακίζεται δύο φορές, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1967, ενώ βασανίζεται στο «κολαστήριο» της Ασφάλειας στην οδό Μπουμπουλίνας. Εκεί θα γράψει, όπως εξομολογείται αργότερα, το «Δημοσθένους λέξις», τραγούδι που είχε προτείνει και στον Στέλιο Καζαντζίδη («Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή/ κανείς δεν θα με περιμένει…»).

Στα κρατητήρια τον επισκεπτόταν η Ασπασία (Ασπα) Αραπίδου, με την οποία παντρεύονται στις 28 Οκτωβρίου 1967. Μαζί αποκτούν τον Κορνήλιο (1968) και τον Ρωμανό (1972) και δύο εγγονούς, τον Διονύση και τον Ανδρέα.

Στις 21 Οκτωβρίου 1969, εν μέσω Χούντας, κυκλοφορεί «Το περιβόλι του τρελού», όπου περιλαμβάνονταν: «Η θεία Μάνου», «Το περιβόλι», «Θαλασσογραφία», «Οι πίσω μου σελίδες», «Η συννεφούλα», «Σαν ρεμπέτικο παλιό», «Είδα την Αννα κάποτε», «Ντιρλαντά», »Τα παιδιά που χάθηκαν», «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη».

Στις 7 Αυγούστου 1975, ο Διονύσης Σαββόπουλος, συμπληρώνοντας 10 χρόνια στο ελληνικό τραγούδι, μιλάει στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» και τον Γιώργο Πηλιχό: «Το “Περιβόλι του τρελού” το έγραψα στην Ιταλία, ’68-’69. Το στοιχείο που κυβερνά αυτόν τον δίσκο είναι η νοσταλγία. Νοσταλγία όμως για ποιο πράγμα; Για κανένα συγκεκριμένα. Έτσι γενικά, νοσταλγία. Οπως όταν είμαστε άρρωστοι πολύ και νοσταλγούμε, όχι βέβαια τη ζωή που ήμασταν γεροί και άλλο από ρουτίνα δεν ξέραμε, αλλά τη ζωή γενικά, στην πιο καθαρή και υγιή της έννοια».

Το 1971 κυκλοφορεί ο «Μπάλλος» και το 1972 το «Βρώμικο ψωμί», που πολλοί θα θεωρήσουν τον ωριμότερο στιχουργικά δίσκο του. Εκεί περιλαμβάνονται τα κομμάτια: «Ζειμπέκικο», «Η Δημοσθένους λέξις», «Ελσα σε φοβάμαι», «Αγγελος εξάγγελος» (δηλαδή το τραγούδι του Μπομπ Ντίλαν «The wicked messenger» σε μετάφραση και διευρυμένη διασκευή), ενώ το άλμπουμ κλείνει με τη δωδεκάλεπτη «Μαύρη θάλασσα», μέρος της οποίας είναι ο θρακιώτικος σκοπός «Δω στα λιανοχορταρούδια».

Το 1975 γράφει τη μουσική για την ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Happy Day», για την οποία κερδίζει βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (αρνείται να το παραλάβει). Τη «Θητεία» την προτείνει στον λαϊκό τραγουδιστή Μιχάλη Μενιδιάτη, επειδή θέλει μια απλότητα στην έκφραση. Τελικά εκείνος που «εγκρίνει» το πάντρεμα είναι ο Άκης Πάνου και ο Μενιδιάτης ερμηνεύει ένα από τα καλύτερα τραγούδια του.

Το 1976 το Θέατρο Τέχνης του παραγγέλνει τη μουσική για τους «Αχαρνής» του Αριστοφάνη, αλλά διαφωνεί για τη μετάφραση – απόδοσή του, οπότε ο Σαββόπουλος παρουσιάζει τη δική του παράσταση με τίτλο «Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια» σε υπόγειο της Πλάκας. Μαζί του τραγουδούσαν οι Σάκης Μπουλάς, Νίκος Παπάζογλου, Μανώλης Ρασούλης, Μελίνα Τανάγρη, Νίκος Ζιώγαλας, Βαγγέλης Ξύδης, Κώστας Γεωργίου και Ηλίας Λιούγκος. Κομμάτια από εκείνη την παράσταση επαναλήφθηκαν στο «Σαββόραμα», στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών τον Δεκέμβριο του 2000.

Στις 19 Σεπτεμβρίου 1983 γιορτάζοντας τα 20 του χρόνια στο ελληνικό τραγούδι εγκαινίασε το Ολυμπιακό Στάδιο ως συναυλιακό χώρο (αυτή ήταν δηλαδή η πρώτη φορά που οι αθλητικές εγκαταστάσεις άλλαζαν χρήση). Η συναυλία αποτελούσε την κορύφωση της περιοδείας «20 χρόνια δρόμος» που είχε ξεκινήσει τον Ιούνιο και αποτυπώθηκε λίγο αργότερα και δισκογραφικά. Ογδόντα χιλιάδες θεατές παρακολούθησαν απρόσμενες ερμηνείες και διφωνίες, ακροβάτες και ζογκλέρ (έξι χρόνια αργότερα, στο «Κούρεμα» θα αποκαλέσει την εμπειρία στο Ολυμπιακό, το «απόλυτο κενό»).

Την τηλεοπτική περίοδο 1986-1987 παρουσίασε την εκπομπή «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι», τα δύο πρώτα επεισόδια της οποίας σκηνοθέτησε ο Γιώργος Πανουσόπουλος και τα υπόλοιπα 17 ο Κώστας Μαζάνης. Μόνιμοι συνεργάτες του Σαββόπουλου ήταν οι δημοσιογράφοι Γιώργος Κοντογιάννης και Αντζελίνα Καλογεροπούλου, ενώ συνεργάστηκαν ο ποιητής Σωτήρης Κακίσης και ο Σταμάτης Φασουλής (κείμενα). Μέσα από την εκπομπή και πέρα από τις ερμηνείες των μεγαλύτερων καλλιτεχνών που παρήλασαν ο παρουσιαστής σχολίαζε τα θέματα της μουσικής και της ευρύτερης καλλιτεχνικής παραγωγής και επικαιρότητας.

Το καλοκαίρι του 1989 ανήκει στο «Κούρεμα», το άλμπουμ που δέχτηκε ίσως την πιο σκληρή κριτική από τους «απέναντι» αλλά και από φίλους, καθώς έπαιρνε θέση για την προηγούμενη πασοκική περίοδο και στηλίτευε τις παθογένειες «της φυλής» («Κωλοέλληνες»).

Ο ίδιος γράφει σχετικά στο αυτοβιογραφικό βιβλίο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2025 (Από τον «Πατάκη» σε πολυτονικό): «Η διαπόμπευση ἦρθε πράγματι τόσο σκληρή πού οὔτε κάν τό φανταζόμουν. Μέ τό Κούρεμα ἔκανα στροφή πρός τή Δεξιά, μπαϊλντισμένος μέ τόν ψευτοπροοδευτισμό τῆς ἐποχῆς καί τήν ἀλαζονεία του. Ἦταν ἕνας προοδευτισμός νεφελώδης, ἀντιπαραγωγικός, πολύ κουλτουριάρης κι ἐντελῶς ἀντιπνευματικός. Δυστυχῶς, ἡ Ἀριστερά ἀφέθηκε νά παρασυρθεῖ ἀπό ἐκεῖνον τόν φτηνιάρικο προοδευτισμό…Τό ΠΑΣΟΚ ἔγινε τό καταφύγιο κάθε πληγωμένου ἐγωισμοῦ. Ἄσε δέ τόν λαϊκισμό του. Ἦταν τόσο ἀκαταμάχητος, πού ἐπηρέασε βλαπτικά ὅλο τό πολιτικό σύστημα, ὅλα τά κόμματα σχεδόν. Τόν κωλοελληνισμό, πού εἶναι ἡ βαριά κληρονομιά ὅλων μας, τόν κρατοῦμε λίγο πολύ ὑπό ἔλεγχο. Ἀλλά ὅταν ξεσπάει συλλογικά, δέν ξέρεις ποῦ νά κρυφτεῖς. Παύει νά ἔχει σημασία ἄν εἴμαστε δεξιοί ἤ ἀριστεροί, καί γινόμαστε ἕνας συρφετός ἀπό ἀνθρώπους φθονερούς καί λυσσασμένους γιά ἐξουσία. Μοῦ πετοῦσαν δεκάρες στή σκηνή, φώναζαν «αἶσχος», ἀποχωροῦσαν ἀπ’ τήν αἴθουσα. Μέ πλεύριζαν ἔξαλλοι ὁδηγοί στά φανάρια καί μέ ψέλνανε μέ ἀγριεμένο μάτι, μέ ξεφώνιζαν διαβάτες ἀπ’ τό ἀπέναντι πεζοδρόμιο. Ἄλλοι γράφανε βρισιές στούς τοίχους τοῦ σπιτιοῦ μας, ὅτι εἶμαι προδότης, ὅτι πουλήθηκα».

Ο «Χρονοποιός» του 1999 είναι ο τελευταίος προσωπικός δίσκος όπου ο καταθέτει καινούρια τραγούδια. Από εκεί προέρχεται το «Πρώτη του 2000», «Το φως στις 10 π.μ», αλλά και το «Σου μιλώ και κοκκινίζεις», που θα γνωρίσει δεύτερη καριέρα με τη live εμφάνιση του Γιάννη Χαρούλη.

Τον Νοέμβριο του 2012 παρουσίασε στο Ηρώδειο ένα αφιέρωμα στη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι ερμηνεύοντας μόνος και με χορωδία 27 τραγούδια του κορυφαίου ομοτέχνου του. Στις 8 και 9 Ιουλίου του 2024 παρουσίασε στον ίδιο χώρο, με τη συμμετοχή σπουδαίων ερμηνευτών, το αφιέρωμα «Η δική μας Μεταπολίτευση».

Exit mobile version