Επικίνδυνα βιομηχανικά απόβλητα, φυτοφάρμακα, ζιζανιοκτόνα, εντομοκτόνα, λιπάσματα, βακτήρια, ιοί, ανεπαρκώς επεξεργασμένα απόβλητα κτηνοτροφικών μονάδων και κάθε είδους και μεγέθους πλαστικά αντικείμενα είναι ορισμένα από όσα καταλήγουν στα ποτάμια της Γης από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Σε αυτά έρχονται τώρα να προστεθούν και τα αντιβιοτικά.
Η παρουσία αντιβιοτικών στα επιφανειακά ύδατα ενέχει κινδύνους για τα υδρόβια οικοσυστήματα και την ανθρώπινη υγεία, εξαιτίας της τοξικότητάς τους και της επίδρασής τους στην ανάπτυξη μικροβιακής αντοχής. Μετά την ανθρώπινη κατανάλωση και τον μεταβολισμό τους, τα κατάλοιπα των αντιβιοτικών αποβάλλονται και υφίστανται πολύπλοκες διεργασίες συσσώρευσης και αποδόμησης κατά τη διαδρομή τους από τα λύματα έως τα φυσικά ποτάμια συστήματα.
Μελέτη επιστημόνων του Πανεπιστημίου McGill στον Καναδά –η πρώτη του είδους– υπολογίζει ότι από την ετήσια ανθρώπινη κατανάλωση των σαράντα πιο διαδεδομένων αντιβιοτικών (30.300 τόνοι), περίπου 9.500 τόνοι (31%) απελευθερώνονται στα ποτάμια και 3.250 τόνοι (11%) φτάνουν στους ωκεανούς ή σε εσωτερικές λεκάνες απορροής.
Λαμβάνοντας υπόψη μόνο την οικιακή κατανάλωση (δηλαδή χωρίς να περιλαμβάνονται οι κτηνιατρικές ή βιομηχανικές χρήσεις αντιβιοτικών), εκτιμάται ότι 6 εκατ. χιλιόμετρα ποταμών παγκοσμίως εκτίθενται σε συνολικές συγκεντρώσεις αντιβιοτικών που υπερβαίνουν τα όρια προστασίας των οικοσυστημάτων και πρόληψης της μικροβιακής αντοχής. Οι κυριότεροι συντελεστές αυτής της ρύπανσης είναι η αμοξικιλλίνη, η κεφτριαξόνη και η κεφιξίμη. Από όλα τα αντιβιοτικά, η αμοξικιλλίνη, που ανήκει στην ομάδα των πενικιλλινών, έχει μακράν τη μεγαλύτερη παγκόσμια κατανάλωση (περίπου το 75% του συνόλου), καθώς είναι εύκολα προσβάσιμη και συχνά διαθέσιμη χωρίς ιατρική συνταγή.
Οι ερευνητές, που δημοσίευσαν τα αποτελέσματα της μελέτης τους στην επιθεώρηση PNAS Nexus, εκφράζουν ανησυχία για το γεγονός ότι η ανθρώπινη κατανάλωση από μόνη της συνιστά σημαντικό κίνδυνο για τα ποτάμια όλων των ηπείρων, με τη μεγαλύτερη έκταση ρύπανσης να παρατηρείται στη Νοτιοανατολική Ασία.
Η παγκόσμια κατανάλωση αντιβιοτικών έχει αυξηθεί ραγδαία τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια και συνεχίζει να αυξάνεται, ιδίως στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος – γεγονός που καθιστά αναγκαίες νέες στρατηγικές για τη διασφάλιση της ποιότητας των υδάτων και την προστασία της υγείας και των οικοσυστημάτων.
«Αν και τα κατάλοιπα των μεμονωμένων αντιβιοτικών αντιστοιχούν σε πολύ μικρές συγκεντρώσεις στους περισσότερους ποταμούς, καθιστώντας τα δύσκολα ανιχνεύσιμα, η χρόνια και σωρευτική συγκέντρωση μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία και τα υδάτινα οικοσυστήματα» δήλωσε η Ελόιζα Εχαλτ Μακέντο, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στη Γεωγραφία στο Πανεπιστήμιο McGill και κύρια συγγραφέας της μελέτης. Η ομάδα χρησιμοποίησε ένα παγκόσμιο μοντέλο επικυρωμένο με δεδομένα από σχεδόν 900 ποταμούς.
Oπως αναφέρει σε δημοσίευμα της η ιστοσελίδα SciTechDaily, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η αμοξικιλλίνη, το πιο χρησιμοποιούμενο αντιβιοτικό στον κόσμο, είναι πιθανότερο να υπάρχει σε επικίνδυνα επίπεδα ιδιαίτερα στη Νοτιοανατολική Ασία, όπου η αυξανόμενη χρήση και η περιορισμένη επεξεργασία λυμάτων εντείνουν το πρόβλημα.
Οι απρόβλεπτες παρενέργειες
Η μελέτη υπολόγισε ότι περίπου 750 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε σχετικά μικρή απόσταση (≤10 km) από τους μολυσμένους ποταμούς, γεγονός που υποδηλώνει ότι το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού εκτίθεται στο 1% των επιφανειακών υδάτων με τις υψηλότερες σωρευτικές συγκεντρώσεις αντιβιοτικών. Οι πληθυσμοί αυτοί ενδέχεται, επομένως, να εκτίθενται μακροχρόνια στα αντιβιοτικά, εφόσον τα επιφανειακά ύδατα χρησιμοποιούνται για ανθρώπινη κατανάλωση.
Αν και οι προηγμένες χώρες διαθέτουν υποδομές επεξεργασίας λυμάτων και συστήματα παρακολούθησης των ρύπων, αντιβιοτικά έχουν εντοπιστεί σε πόσιμα νερά ακόμη και μετά από επεξεργασία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κορέα, την Κίνα και το Ιράκ.
Εξάλλου, η ανθρώπινη υγεία δεν επηρεάζεται μόνο από το πόσιμο νερό, αλλά και από άλλες δραστηριότητες που περιλαμβάνουν πιθανώς μολυσμένο νερό (μπάνιο, πλύσιμο ρούχων κ.λπ.).
Οι επιστήμονες τονίζουν ότι είναι απαραίτητη η παγκόσμια αξιολόγηση της κατάστασης ώστε να κατανοηθούν τα ποικίλα επίπεδα και η έκταση της πιθανής έκθεσης ανθρώπινων πληθυσμών και υδάτινων οικοσυστημάτων στα αντιβιοτικά. Αυτή η αξιολόγηση μπορεί επίσης να αποτελέσει βάση για περαιτέρω διερεύνηση των διαφορετικών οδών έκθεσης, καθώς θα γίνονται διαθέσιμα περισσότερα δεδομένα.
