Αν εμπιστευόμαστε τις έρευνες κοινής γνώμης, τότε αυτό το καλοκαίρι ένας στους δύο Ελληνες δεν θα κάνει διακοπές και οι έξι στους 10 που θα ταξιδέψουν, θα ξοδέψουν πολύ λιγότερα από κάθε άλλη χρονιά.
Αν πιστέψουμε τα μάτια μας, αυτό που βλέπουμε είναι ότι οι Ελληνες θα πάρουν καλοκαιρινές ανάσες, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αλλά έπαψαν πλέον να είναι οι τουρίστες των προηγούμενων δεκαετιών.
Δεν χρειάζεται φιλοσοφία για να αντιληφθεί αυτό που βλέπει και αισθάνεται η κάθε οικογένεια:
♦ Η αιτία του ουσιαστικού αποκλεισμού των Ελλήνων από τον τουρισμό που υπόσχεται η χώρα για τους ξένους επισκέπτες είναι το πορτοφόλι.
Γιατί μπορεί για τον μέσο ευρωπαίο, πολύ περισσότερο για τον αμερικανό ή τον άραβα τουρίστα, η Ελλάδα να παραμένει φθηνή, αλλά για τον Ελληνα, ειδικά οι νησιωτικοί προορισμοί έχουν γίνει απλησίαστοι λόγω της ακρίβειας, που σαρώνει εφέτος περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά, των τιμών των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων, των ξενοδοχείων και των δωματίων (έστω κι αν είναι Airbnb), των υπηρεσιών της παραλίας και της εστίασης.
Την εικόνα αυτή, που τη στοιχειοθετούν οι επίσημοι αριθμοί της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για την πορεία των μισθών και την έκρηξη του πληθωρισμού, ήρθαν να επιβεβαιώσουν τα στοιχεία για τη νέα άνοδο του δείκτη τιμών καταναλωτή κατά 2,8% τον Ιούνιο, η οποία πυροδοτήθηκε από τις αυξήσεις στον ηλεκτρισμό (23% σε σύγκριση με τον Ιούνιο του 2024), στα ενοίκια (11,4% μέσα σε ένα έτος), αλλά και σε ξενοδοχεία, καφέ και εστιατόρια (7,1%), που μαζί με τα εισιτήρια αποτελούν το λεγόμενο «τουριστικό πακέτο».
Ειδικά στα ξενοδοχεία, οι τιμές μετά την έξοδο από την πανδημία έχουν αυξηθεί κατά 27%, ενώ τα εισιτήρια (αεροπορικά και ακτοπλοΐας) κατά 22%.
Αν ανατρέξουμε στα ιστορικά στοιχεία για την πορεία των μισθών στην Ελλάδα (με βάση τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ), βλέπουμε ότι το 2009 είχαμε μέσο μισθό 1.460 ευρώ. Το 2024 ο μέσος μισθός ήταν 1.342 ευρώ, αλλά σε σύγκριση με το 2009 οι τιμές των ξενοδοχείων είχαν διπλασιαστεί, η στέγαση και οι μεταφορές το ίδιο, τα τρόφιμα κόστιζαν κατά 50% περισσότερο, ενώ το κόστος του ηλεκτρισμού σχεδόν τριπλασιάστηκε.
Τι λένε οι δημοσκοπήσεις
Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο από το Ινστιτούτο Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) σε δείγμα 800 ατόμων από όλη την Ελλάδα, το 52% των ερωτηθέντων δεν προγραμματίζει διακοπές για φέτος το καλοκαίρι. Το υπόλοιπο 48% σκοπεύει να κάνει διακοπές, το 33% έστω και περιορισμένες, ενώ το 14% δηλώνει πως θα ταξιδέψει όπως κάθε χρόνο.
Από όσους ταξιδέψουν, οι περισσότεροι (38%) υπολογίζουν να απουσιάσουν για οκτώ έως 14 ημέρες, ενώ το 24% για τέσσερις έως επτά ημέρες. Ο μέσος χρόνος διακοπών διαμορφώνεται στις 11 ημέρες.
Μη φανταστείτε όμως ότι οι Ελληνες θα ζήσουν το καλοκαίρι τους όπως οι ξένοι τουρίστες ή οι influencers και οι celebrities που κατακλύζουν τα κοινωνικά δίκτυα με εικόνες από ευτυχισμένες στιγμές και πανάκριβες διακοπές στα ελληνικά νησιά.
Οι περισσότεροι από τους Ελληνες που θα κάνουν διακοπές επιλέγουν το χωριό τους, όπου είτε διαμένουν στις δικές τους εξοχικές κατοικίες είτε φιλοξενούνται (31%). Μόνο το 21% αναζητά ενοικιαζόμενο δωμάτιο και μόνο το 7% επιλέγει διαμονή σε ξενοδοχεία και το 5% σε κάμπινγκ.
Σε ό,τι αφορά τους προορισμούς, η ηπειρωτική Ελλάδα και ειδικά προορισμοί κοντά σε παραθαλάσσιες περιοχές συγκεντρώνουν την πλειονότητα (60%), ενώ οπισθοχωρούν, λόγω υψηλού κόστους μεταφορικών, τα νησιά (28%). Η ορεινή ηπειρωτική χώρα αποτελεί επιλογή για το 12% των ταξιδιωτών. Οπως σχολιάζουν οι συντάκτες της έρευνας, η προτίμηση της ηπειρωτικής Ελλάδας μαρτυρά και την προτίμηση στις οδικές μετακινήσεις, καθώς είναι ελκυστικότερες οικονομικά σε σύγκριση με τις αεροπορικές και τα πλοία.
Τι «λέει» το πορτοφόλι
Το 68% δηλώνει πως το διαθέσιμο εισόδημα αποτελεί τον καθοριστικότερο περιορισμό, ενώ ακολουθούν το αυξημένο κόστος εισιτηρίων (αναφέρεται από το 32% των ερωτηθέντων) και το κόστος διαμονής (30%).
Και είναι γεγονός. Πώς να τα βγάλει πέρα μια οικογένεια και να οργανώσει τις διακοπές της όταν, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της ΕΡΓΑΝΗ, οι περισσότεροι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα (462.644) λαμβάνουν αμοιβές 1.001-1.200 ευρώ, ενώ 357.832 μισθωτοί αμείβονται με 901-1.000 ευρώ.
Και μόνο 98.000 εργαζόμενοι λαμβάνουν μισθό πάνω από 3.000.
«Κλειδί» η πορεία των μισθών
Με βάση αυτά τα στοιχεία διακρίνουμε ότι μπορεί ο κατώτατος μισθός να αυξήθηκε πρόσφατα κατά 6% και σωρευτικά κατά 35,4% από το 2019, και το ποσοστό ανεργίας να υποχώρησε κάτω από το 8% (καθώς 480.000 άτομα βρήκαν, λόγω καλοκαιριού, εργασία, έστω με μερική απασχόληση), οι μέσοι μισθοί όμως παραμένουν καθηλωμένοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως ο κλάδος της τεχνολογίας, δυσκολεύοντας την επίτευξη του κυβερνητικού στόχου για μέσο μισθό 1.500 ευρώ το 2027.
Οπως επισημαίνουν οι επιστημονικοί φορείς στις πρόσφατες εκθέσεις τους, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα είναι υψηλότερος κατά 5,9% σε σχέση με το 2000. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον μέσο μισθό, που παραμένει χαμηλότερος κατά 12,4% από το 2000.
Ενδιαφέρον έχει και μία ακόμα επισήμανση των ειδικών: Το 2009 ο μέσος μισθός ήταν 1.460 ευρώ και 18 χρόνια μετά, το 2027, στοχεύουμε να φτάσουμε στα ίδια επίπεδα, την ώρα που ο πληθωρισμός επιμένει χωρίς σημαντικές προοπτικές αποκλιμάκωσης, με αποτέλεσμα η αγοραστική δύναμη να εξακολουθεί να είναι αισθητά χαμηλότερη από την εποχή εκείνη. Το 2024 ο μέσος μισθός ήταν 1.342 ευρώ…
Τι πρέπει να γίνει για τα εισοδήματα
Αν δεν θέλουμε να πετάμε στα σύννεφα για τη μελλοντική εξέλιξη των εισοδημάτων, αρκεί να προσέξουμε τα συμπεράσματα της τελευταίας μελέτης του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, που προχώρησε σε εκτενή επιστημονική ανάλυση των αναπτυξιακών προοπτικών της οικονομίας και των εισοδημάτων, προκειμένου να ενημερώσει τους βουλευτές όλων των κομμάτων.
Τα δύο σενάρια
Τι λένε λοιπόν οι καθηγητές (Στέλιος Γιαννουλάκης, Πλούταρχος Σακελλάρης, και ο συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους Γιάννης Τσουκαλάς); Ολα θα κριθούν από τις επενδύσεις και την αύξηση της παραγωγικότητας. Και κάνουν δύο σενάρια:
- Στο πρώτο σενάριο, με συντηρητικό ετήσιο ρυθμό αύξησης των επενδύσεων 4%, σε συνδυασμό με ετήσιο ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 1,38% (που παραμένει χαμηλότερος από την ιστορική τάση του 1,46% η οποία κατεγράφη την περίοδο 1974-2007), η οικονομία προβλέπεται να φθάσει στο πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ του 2007 έως το 2032.
- Στο δεύτερο σενάριο, με ισχυρότερη αύξηση των επενδύσεων κατά 6,6% ετησίως και ετήσιο ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 1,85%, η ελληνική οικονομία ξεπερνά το επίπεδο του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ του 2007 δύο χρόνια νωρίτερα, δηλαδή έως το 2030.
Με άλλα λόγια, αν κάτι δεν αλλάξει για να αυξηθούν οι επενδύσεις και να εκσυγχρονιστεί η εργασία ώστε να παράγουμε περισσότερα, θα πρέπει να περιμένουμε έως το 2030 ή, ακόμη χειρότερα, το 2032 για να αισθανθούμε ότι είμαστε «πλουσιότεροι» ή, έστω, ότι έχουμε την ίδια αγοραστική δύναμη που είχαμε το 2007.
