Ολες οι δημοσκοπήσεις το δείχνουν και ελάχιστοι θα έπρεπε να επιμένουν στην αμφισβήτησή τους: Η ΝΔ κινείται κάπου στη σφαίρα του 30%, που στις εκλογές δύσκολα μπορεί κανείς να προβλέψει τι θα σημάνει αυτό, το ΠΑΣΟΚ είναι καθηλωμένο στη δεύτερη θέση, με ποσοστά που δεν δικαιολογούν με τίποτε προσδοκίες για νίκη, όπως για άγνωστο λόγο επιμένει να λέει ο Νίκος Ανδρουλάκης και οι μόνες, αλλά σημαντικές εκκρεμότητες είναι τι θα συμβεί αν ή όταν εμφανιστούν τα κόμματα Σαμαρά, Τσίπρα ή/και Καρυστιανού.
Μέχρι τότε, η προφανής διαπίστωση δεν θα έπρεπε να σηκώνει και πολλή συζήτηση. Αν για τη ΝΔ είναι ζητούμενο να υπερβεί το 30 στην πρώτη κάλπη (γιατί αυτό είναι και μόνο έτσι θα «καούν» διάφορα σενάρια και φιλοδοξίες), για το ΠΑΣΟΚ ποιο είναι ακριβώς το θέμα;
Το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη έχει κατορθώσει στα δυόμισι χρόνια από τις εκλογές του ’23 να βελτιώσει τα ποσοστά του, στις καλύτερες περιπτώσεις κατά δύο μονάδες. Μπορεί να το πει κάποιος και επίτευγμα ότι η βελόνα, που λέει και ο Γερουλάνος, δεν κινείται. Πάντως το ΠΑΣΟΚ είναι εντυπωσιακά σταθερό στα μέτρια ποσοστά του. Ο Μητσοτάκης στο μεταξύ έχει χάσει δέκα μονάδες, για όσους δεν το έχουν παρατηρήσει.
Αρχίζει και γίνεται πολύ έντονη η απορία: τι άλλο θέλουν στο ΠΑΣΟΚ για να κατανοήσουν ότι ως ερζάτς ΣΥΡΙΖΑ και Πλεύση Ελευθερίας (έτσι συμπεριφέρθηκε και με αφορμή την τροπολογία για τον Αγνωστο Στρατιώτη), δεν έχουν ελπίδες να πάνε κάπου ψηλότερα; Ισως δε να είναι μία διαμορφωμένη συνθήκη που αρνούνται να την αποδεχθούν· αυτό είναι το ΠΑΣΟΚ, αυτό είναι το ποσοστό του, μπετόν αρμέ, σαν «ΚΚΕ του Κέντρου», όπως έχει αναλυθεί σε ανύποπτο χρόνο.
Οσο προχωρούμε προς τις επόμενες εκλογές και εν αναμονή του ανακατέματος της τράπουλας, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα γίνει από τα αναμενόμενα νέα κόμματα, φαίνεται ότι αρχίζει να συζητείται το μείζον, έστω και όχι ανοιχτά, ή οργανωμένα.
Θα έρθει η στιγμή που το μείζον θα τεθεί. Τι θα συμβεί αν η ΝΔ κερδίσει τις εκλογές, πόσο μάλλον αν τις κερδίσει με ποσοστά άνω του 30%, αλλά δεν επιτύχει την αυτοδυναμία;
Δίχως πολλές περιστροφές, αν τεθεί θέμα σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας, με υπόθεση εργασίας ότι αυτό θα συμβεί σε ένα περιβάλλον παρόμοιο με αυτό που δείχνουν οι σημερινές δημοσκοπήσεις, τι θα κάνει το ΠΑΣΟΚ;
Θα θελήσει να υποδυθεί τον ΣΥΡΙΖΑ και θα αρνηθεί πεισματικά; Θα θυμηθεί τα «δεκανίκια» και θα προτιμήσει την ταπεινή φιλοδοξία του να παραμείνει αιωνίως στην αντιπολίτευση, όπου παρεμπιπτόντως μπορεί και να βλέπει την πλάτη του Τσίπρα;
Ή θα ήταν προτιμότερο να διεκδικήσει ενεργά και δυναμικά τη συμμετοχή του σε μία κυβέρνηση, να δείξει ότι έχει ανθρώπους και στελέχη που ξέρουν να «κάνουν τη δουλειά», να αναλάβουν κρίσιμα υπουργεία και να δείξει ότι είναι κυβερνητική δύναμη και όχι συνονθύλευμα ατάκτων;
Είναι μάλλον ρεαλιστική η άποψη ότι ορισμένοι στο ΠΑΣΟΚ έχουν βολευτεί με την αίσθηση της σιγουριάς που δίνει ένα 12-14%. Εξασφαλίζει μερικές δεκάδες βουλευτικές έδρες, σου επιτρέπει να κραυγάζεις δίχως κόστος, σε απαλλάσσει από ευθύνες και δεν σε απασχολεί και πολύ ότι έτσι δεν έχεις και κανένα μεγαλύτερο όφελος.
Η κρίσιμη λεπτομέρεια είναι ότι αυτή η τακτική, σε συνδυασμό με την πόλωση προς τα άκρα και την ενίσχυση των κραυγών καταγγελίας και εξαλλότητας, οδηγεί με βεβαιότητα στην σταδιακή εξαφάνιση. Πολύ απλά, παύει να υπάρχει κάποιος πολιτικός ρόλος για να παίξεις (ως ΠΑΣΟΚ).
Αρχίζει και γίνεται σαφές ότι στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα πρέπει να αρχίσουν να ετοιμάζονται εντατικά για όλα αυτά τα ενδεχόμενα και τα διλήμματα. Αν βρεθούν ανέτοιμοι να τα απαντήσουν μετά από τις εκλογές, θα είναι καταδικασμένοι.
Και καλό θα είναι να γνωρίζουν (θα όφειλαν, μάλλον), ότι όσοι εξακολουθούν και ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ, α) σιχαίνονται κάθε έννοια που παραπέμπει σε «ΣΥΡΙΖΑ» και β) θέλουν το ΠΑΣΟΚ να κυβερνά, όχι να «πετάει πέτρες».
Απλά πράγματα.
