Οταν πέθανε ο Παπάγος, το πολιτικό σύστημα βρέθηκε «σε κρίσιμη καμπή, όχι μόνο ως προς το ποιος θα τον διαδεχθεί, αλλά και γενικότερα», έγραφα κλείνοντας το κείμενό μου «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’50», πριν από περίπου δέκα μέρες. Το παιχνίδι έδειχνε να παίζεται μεταξύ Στέφανου Στεφανόπουλου και Κανελλόπουλου, με την πλάστιγγα να γέρνει μάλλον προς την πλευρά του Στεφανόπουλου. Ωστόσο, το σκηνικό θα αλλάξει άρδην όταν, στις αρχές Οκτωβρίου του 1955, απροσδόκητα εν πολλοίς, η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης θα δοθεί στον Καραμανλή, επιτυχημένο υπουργό Δημοσίων Εργων στην κυβέρνηση Παπάγου.
Η επιλογή του Καραμανλή, ο οποίος θα κυβερνήσει τη χώρα έως τον Ιούνιο του 1963 κερδίζοντας τρεις διαδοχικές εκλογές (1956, 1958, 1961), φαίνεται πως ήταν λιγότερο απόφαση του Θρόνου και περισσότερο ιδέα των Αμερικανών, οι οποίοι αναζητούσαν κάποιον ικανό να αξιοποιήσει τη βοήθεια που παρείχαν, που να διαθέτει την τόσο προσφιλή στους Αμερικανούς «αρετή της αποτελεσματικότητας».
Αλλωστε, παρά τα όσα λέγονται στο πλαίσιο ενός ακόμα αντικαραμανλικού μύθου, σχετικά σύντομα, αν όχι και από την πρώτη στιγμή, φάνηκε ότι τα χνώτα του Καραμανλή δεν ταίριαζαν με εκείνα του Παλατιού ‒ κάτι που θα επιβεβαιωθεί, βέβαια, πανηγυρικά το 1963. Το ποιοι υπήρξαν ευνοούμενοι του Παλατιού και ποιοι όχι κατά καιρούς είναι, πάντως, από μόνο του ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα, στο οποίο επιφυλάσσομαι να επανέλθω κάποια στιγμή.
Προς το παρόν, επιστροφή στο 1955-56. Τότε, λοιπόν, ο Καραμανλής, δείχνοντας πως ούτε άβουλο όργανο κάποιων ήταν ούτε επρόκειτο ποτέ να γίνει, θα πάρει δύο κρίσιμες αποφάσεις:
‒Αν και είχε στα χέρια του ένα πανίσχυρο κόμμα και ένα άφθαρτο εν πολλοίς brand name, θα διαλύσει τον Συναγερμό και θα ιδρύσει νέο κόμμα, το οποίο μάλιστα θα ονομάσει Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση. Δίπλα στις κατά κανόνα αδιάφορες και ψευδεπίγραφες ονομασίες των κομμάτων (λαϊκό, εθνικό, προοδευτικό, κ.λπ.) υπάρχουν ίσως και κάποιες λίγες φορές όπου η επιλογή ενός επιθέτου, έστω μαζί με άλλα, μπορεί να έχει τη μικρή σημασία της.
Ριζοσπαστικό, λοιπόν, ήθελε το κόμμα που ίδρυσε τότε ο Καραμανλής. Με νέο αέρα να πνέει στα πανιά του (κατά το δυνατόν και λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών, προφανώς). Εξ ου και για μια ακόμα φορά η λεγόμενη συντηρητική παράταξη θα αιμοδοτηθεί από το Κέντρο. Οπως ανέφερα και στο προηγούμενο κείμενό μου, αυτό που είχε συμβεί το 1951-52 με τον Συναγερμό θα το δούμε να επαναλαμβάνεται και τότε, όπως άλλωστε και το 1974, όταν ουκ ολίγα στελέχη κεντρώας καταγωγής πλαισίωσαν τη νεοϊδρυμένη Νέα Δημοκρατία, καθώς και το 1978 (Κώστας Μητσοτάκης, Θανάσης Κανελλόπουλος, και άλλοι). Το ίδιο θα τολμούσα να πω ότι επαναλαμβάνεται και στις μέρες μας με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος ήδη από το 2019 έσπευσε να εντάξει στην κυβέρνησή του μερικά από τα πιο ικανά στελέχη του ευρύτερου κεντροαριστερού χώρου.
Για να μείνουμε όμως στην κυβέρνηση που ο Καραμανλής σχημάτισε μετά τις εκλογές του 1956, από το Κόμμα των Φιλελευθέρων θα προέλθουν ο Βαγγέλης Αβέρωφ, υπουργός Γεωργίας και σύντομα Εξωτερικών, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, υπουργός Προεδρίας, ο Γρηγόρης Κασιμάτης, υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου (Παιδείας το 1961-63), ο Παναγής Παπαληγούρας, υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας. Αργότερα, η αιμοδοσία θα συνεχιστεί και με άλλους κεντρογενείς, όπως ο Γιάννης Μπούτος.
‒Αν και είχε σαρωτική πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, ο Καραμανλής θα πάει σε πρόωρες εκλογές προκειμένου να έχει το απαραίτητο βάπτισμα από το εκλογικό σώμα, να κυβερνήσει με «νωπή εντολή». Οι εκλογές που θα ακολουθήσουν, τον Φεβρουάριο του 1956, έχουν και αυτές τη μικρή τους ιστορία να διηγηθούν. Πρώτος σε ψήφους ήταν ο συνασπισμός κομμάτων με τον τίτλο Δημοκρατική Ενωση, ο οποίος θα ξεπεράσει την ΕΡΕ, έστω «με βραχεία κεφαλή». Πράγματι έτσι είναι, και οι αριθμοί είναι πάντοτε… αριθμοί.
Δημοκρατική Ενωση, λοιπόν, 1.620.000 ψήφοι και 48,15%, Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση 1.595.000 ψήφοι και 47,38%. Ωστόσο, λόγω του αποκληθέντος τότε «τριφασικού» εκλογικού συστήματος, διαφορετικού για τα μεγάλα αστικά κέντρα και διαφορετικού για τις υπόλοιπες εκλογικές περιφέρειες, οι έδρες ήταν 165 για τον Καραμανλή και 132 για τη Δημοκρατική Ενωση.
Τι ήταν, λοιπόν, αυτή η Δημοκρατική Ενωση, και κυρίως τι επεδίωκε; Δέος αισθάνεται οποιοσδήποτε εχέφρων πολίτης, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, αν ρίξει μια ματιά στο ποιοι είχαν συσπειρωθεί στο ευκαιριακό και εφήμερο αυτό εκλογικό σχήμα. Τη Δημοκρατική Ενωση αποτελούσαν, λοιπόν: το Κόμμα Φιλελευθέρων υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, η Φιλελεύθερη Δημοκρατική Ενωση υπό τον Σοφοκλή Βενιζέλο, το Κόμμα Αγροτών και Εργαζομένων του Μπαλτατζή, η ΕΠΕΚ υπό τον Σάββα Παπαπολίτη, το Δημοκρατικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού του Σβώλου και του Καρτάλη, άλλα μικρότερα κόμματα του Κέντρου, αλλά και η ΕΔΑ, καθώς και το Λαϊκό Κόμμα του Ντίνου Τσαλδάρη!
Με την ΕΔΑ να ελέγχεται από το ΚΚΕ (ενδεικτικά, όταν γίνονταν οι διαβουλεύσεις για τη συγκρότηση της Δημοκρατικής Ενωσης, είχε έρθει παράνομα στην Ελλάδα ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Ζαχαριάδη, ο Γούσιας), είναι προφανές ότι θα ήταν αδύνατον να σχηματιστεί ‒και ακόμα λιγότερο, να «σταθεί»‒ κυβέρνηση στην οποία θα συμμετείχαν κομμουνιστές και συνοδοιπόροι, αλλά και ο Ντίνος Τσαλδάρης!
Ποια ήταν, επομένως, τα κίνητρα όλων αυτών που φύρδην μίγδην και με «θαυματουργό» τρόπο έφτιαξαν αυτό το τερατούργημα, το οποίο (εννοείται ότι) διαλύθηκε την επαύριο κιόλας των εκλογών; Πολύ απλά, να μην κυβερνήσει ο Καραμανλής. Το ποιος θα κυβερνήσει στη θέση του ερχόταν προφανώς σε δεύτερη μοίρα ή και σε «καμία μοίρα». «Πάμε και βλέπουμε, κάτι μπορεί να σκεφτούμε», θα έλεγε κανείς ότι ήταν η οδηγητική ιδέα, αν βέβαια θεωρήσουμε ότι είχε απασχολήσει την εν λόγω σύμπραξη το από ποιον και πώς θα κυβερνηθεί η χώρα.
Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, πάντως, σπεύδω να διευκρινίσω πως ανάμεσα σε όσους συμμετείχαν στη Δημοκρατική Ενωση υπήρχαν προφανώς και σοβαροί και έντιμοι πολιτικοί, και βέβαια πως σε καμία περίπτωση δεν επικροτώ την υιοθέτηση ταχυδακτυλουργικών συστημάτων όπως το «τριφασικό». Στόχος μου είναι να δείξω ότι πολιτική δεν γίνεται με μόνη κινητήρια δύναμη το «να φύγει» ο Α. ή ο Β., ή έστω «να μην ξανάρθει».
Με άλλα λόγια, όσα προηγήθηκαν θεωρώ πως δεν έχουν μόνον ιστορικό ενδιαφέρον. Αποτελούν και υπαινιγμό ‒για την ακρίβεια… απροκάλυπτο υπαινιγμό‒ για όσα παρατηρούνται στις μέρες μας, εβδομήντα χρόνια αργότερα. Σήμερα, ένα ετερόκλητο όσο και ετερόκλιτο σύνολο, καθολικώς και (συχνά) ατάκτως διαμαρτυρομένων, το μόνο που δείχνει να επιδιώκει είναι «να φύγει ο Μητσοτάκης», περίπου όπως η Δημοκρατική Ενωση του 1956 ήθελε να «κόψει τον δρόμο» στον Καραμανλή.
Θες η απρόβλεπτα παρατεταμένη παραμονή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην εξουσία, θες οι βελόνες που δεν λένε να ξεκολλήσουν, θες ότι «εκεί που πάει να πέσει, να ‘τον πετιέται», είναι φανερό ότι κάποιοι, καθόλου λίγοι, έχουν καταληφθεί από αντιμητσοτακικό μένος. Ομως το «μένος» δεν είναι καλός σύμβουλος στην πολιτική. Οχι μόνο τυφλώνει, αλλά και συχνά γεννά «τέρατα», όπως άλλωστε τέρατα γεννά πάντοτε «ο ύπνος του ορθού λόγου» (για να θυμηθούμε και το αλφάβητο του Διαφωτισμού).
Ετσι, απόμαχοι μακεδονομάχοι, πρόεδροι συνεταιριστικών οργανώσεων, πολυτάλαντοι και κάποτε πολλά υποσχόμενοι πολιτικοί που βλέπουν τα τρένα να περνούν χωρίς αυτούς, από σπόντα δήμαρχοι, συγγραφείς(;) βιβλίων με ταξιδιωτικό περιεχόμενο, αμήχανοι θεατές βιβλιοπαρουσιάσεων έστω και από τον εξώστη, κουτσαβάκια που βάσκανος μοίρα τα έκανε κάποτε συγκυβερνήτες της χώρας, επίγονοι του κουτσογιωργικού βερμπαλισμού και μαξιμαλισμού, κακομαθημένες κόρες που μπερδεύουν την αγωνιστικότητα με τον τραμπουκισμό, όλοι αυτοί και κάποιοι ακόμα, ενώνουν τις φωνές τους όποτε και όπου (νομίζουν ότι) βρίσκουν πρόσφορο έδαφος.
Οσο για τον στόχο: να φύγει ο επάρατος Κυριάκος και οι σημιτογενείς που τον περιβάλλουν. Τι να λέμε τώρα; Αλλο να σε πλαισιώνουν «διεκπεραιωτές» όπως ο Πιερρακάκης και ο Χρυσοχοΐδης, και άλλο ογκόλιθοι της πολιτικής όπως ο Βαρουφάκης και η Τασούλα ή ο Αρης Σπηλιωτόπουλος και ο Αντώναρος.
* Ο Ανδρέας Παππάς είναι συγγραφέας, επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.
