Οι ευρωβουλευτές του σταυρού προτίμησης
Απόψεις

Οι ευρωβουλευτές του σταυρού προτίμησης

Η περίπτωση του πρώην συριζαίου πρώην μπασκετμπολίστα Νίκου Παππά, που «τα λέει» και δέρνει, δεν είναι η πρώτη περίπτωση ευρωβουλευτή που έστειλε ο σοφός ελληνικός λαός να εκπροσωπεί τη χώρα στο Στρασβούργο και στις Βρυξέλλες, επειδή ήταν διάσημος. Καταδεικνύει όμως για ακόμη μια φορά την ανάγκη να αλλάξει το εκλογικό σύστημα στις ευρωεκλογές, προτού να είναι αργά
Πάνος Παπαδόπουλος

«Δεν μπορώ να βλέπω αυτήν την κατάσταση προ των ευρωπαϊκών εκλογών. Να λείπει η συζήτηση για την Ευρώπη και καθένας να περιφέρεται εν είδει καλλιστείων και με τις πλάτες που έχει. Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα…». Αυτά τα λόγια ανήκουν στην αείμνηστη Μαριέττα Γιαννάκου. Τα είχε πει το 2014, όταν ο Αντώνης Σαμαράς, τότε Πρωθυπουργός και πρόεδρος της ΝΔ, αποφάσισε να μας κληροδοτήσει ένα πολιτικό λάθος: τον σταυρό προτίμησης στις ευρωεκλογές.

Οντως δεν ήταν σοβαρά πράγματα. Αλλά 11 χρόνια μετά από εκείνο το ξέσπασμα της Μαριέττας –η οποία αμφισβητώντας τότε και με αυτό τον εμφατικό τρόπο, τον επικεφαλής μιας παράταξης που η ίδια υπηρέτησε με άψογο ήθος και συνέπεια, είχε αποσύρει απογοητευμένη την υποψηφιότητά της στις ευρωεκλογές εκείνου του Μαΐου–, ακόμα στεκόμαστε αμήχανοι μπροστά στο πρόβλημα. Επιμένοντας στο λάθος.

Η περίπτωση του ευρωβουλευτή-τραμπούκου Νίκου Παππά, που το 2024 επειδή ήταν διάσημος ως πρώην μπασκετμπολίστας και «τα έλεγε» –και κατά τα φαινόμενα τελικά δέρνει κιόλας–, ψηφίστηκε από 132.024 συμπολίτες μας και εξελέγη πανηγυρικά με τον ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπρόσωπος και εκπρόσωπος της χώρας στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο, αποδεικνύει και τα δύο: και το πρόβλημα και την αφασία μας μπροστά σε αυτό.

Διότι όπως μάλλον θα θυμάστε, ο κ. Παππάς δεν είναι το πρώτο «μπουμπούκι» που στέλνουμε στην Ευρωβουλή αφότου υιοθετήθηκε ο σταυρός προτίμησης, ένα μέτρο που μετέτρεψε εν μια νυκτί την Ελλάδα σε μια γιγάντια εκλογική περιφέρεια, επιβάλλοντας μια δικτατορία τού φαίνεσθαι εις βάρος τού είναι.

Με ένα σύστημα που προκρίνει αυτόματα υποψήφιους που είτε είναι διασημότητες – σε μια χώρα που ήδη έχει απελπιστικά περισσότερες απ’ όσες μπορεί να καταναλώσει –, είτε διαθέτουν τους πόρους – επικοινωνιακούς, κομματικούς ή ακόμα και χρηματικούς – για καμπάνια πανελλαδικής εμβέλειας, οι ικανοί υποψήφιοι, αυτοί που όντως θα συζητήσουν για την Ευρώπη, που έλεγε και η Μαριέττα, δίνουν έναν αγώνα άνισο. Και συνήθως καταδικασμένο.

Κάπως έτσι, πριν από τον συριζαίο βετεράνο του μπάσκετ-μπολ – τον οποίο ο Αλέξης Τσίπρας, που τώρα μας συστήνεται ως σοφός της Αριστεράς, τον ήθελε και για δήμαρχο Αθηναίων –, είχαμε τον συριζαίο ηθοποιό Αλέξη Γεωργούλη – κι αυτός επιλογή του κ. Τσίπρα, ασχέτως αν τα προσπερνάει αυτά στην «Ιθάκη». Και πιο πριν, το 2014, η ΝΔ αντί να στέλνει Ευρώπη μια Γιαννάκου, έστελνε τον Θοδωρή Ζαγοράκη, τον οποίο 194.000 ψηφοφόροι του τότε κυβερνώντος κόμματος είχαν θεωρήσει μια πολύ καλή ιδέα να εκπροσωπεί τη χώρα μας στο ευρωκοινοβούλιο ένας πρώην ποδοσφαιριστής.

Ναι, είναι ευθύνη –και προνόμιο φυσικά– των ψηφοφόρων ποιον θα στείλουν στην Ευρώπη· έτσι λειτουργεί η δημοκρατία. Αλλά πώς λειτουργεί η δημοκρατία σε μια τέτοια κλίμακα; Την ώρα, άλλωστε, που στις εθνικές εκλογές πολύ σωστά αναγνωρίσαμε και αποδεχτήκαμε την ανάγκη να σπάσει η τεράστια Β’ Αθηνών σε τρεις υποπεριφέρειες, στις ευρωεκλογές πήραμε τον ακριβώς αντίθετο δρόμο. Επιβάλλοντας σε 9.849.154 ψηφοφόρους –τόσοι ήταν οι εγγεγραμμένοι του 2024– να διαλέγουν μέσα στο παραβάν πρόσωπα από έναν κατάλογο 42 ατόμων.

Ετσι, από το 2014 και μετά, τα ψηφοδέλτια γέμισαν τηλεοπτικούς αστέρες πάσης φύσεως και άλλες διασημότητες που χωρίς κάποια εχέγγυα πολιτικής δραστηριότητας εξαργύρωναν την αναγνωρισιμότητά τους και τη θεωρητική δυνατότητα να προσελκύσουν ψηφοφόρους, με μια πολύ πιθανή και πολύ χρυσοφόρα θέση, ή και σύνταξη σε ορισμένες περιπτώσεις, στο Ευρωκοινοβούλιο.

Ηταν τέτοια και τόσο απότομη η μετάλλαξη της φύσης των εκλογών, που εν όψει της ευρωκάλπης τα κόμματα έφτασαν γρήγορα να θεωρούν περισσότερο σημαντικό το όνομα-κράχτη από τα όποια πολιτικά προτάγματα. Αρκεί να θυμηθούμε την σπουδή του ΣΥΡΙΖΑ με τη Μυρσίνη Λοΐζου το 2019, ένα φιάσκο που μας έδωσε την περίπτωση Γεωργούλη, ή το άλλο φιάσκο με τον Δημήτρη Παπανώτα στον κασσελακικό ΣΥΡΙΖΑ το 2024, ή την ανάγκη της ΝΔ να βάλει πέρυσι τρεις τηλεπερσόνες στο ψηφοδέλτιό της και να εκλέξει τελικά τις δύο.

Και είναι ειρωνεία ότι είναι η ίδια η κυβέρνηση της ΝΔ που είχε διαπιστώσει ήδη από το 2019 το προβληματικό του σταυρού προτίμησης στις ευρωεκλογές. Οσα σχέδια όμως έγιναν για αλλαγή του συστήματος, είτε με το σπάσιμο των περιφερειών, είτε με την επαναφορά της λίστας, έμειναν στο συρτάρι. Χαρίζοντάς μας έτσι έναν ετερόκλητο θίασο ευρωβουλευτών, αποτελούμενο κυρίως είτε από πολιτικούς που λόγω μακράς παρουσίας στην πολιτική σκηνή απολαμβάνουν μια πανελλαδική αναγνωρισιμότητα, είτε από απλώς αναγνωρίσιμους χωρίς καμία πολιτική ουσία. Που όταν δεν τελούν εν υπνώσει, εκθέτουν τη χώρα.

Ευτυχώς δεν έχουμε ακόμα Φειδία (όπως κατάφερε η Κύπρος), αλλά ίσως να μην είναι και τόσο αργά. Καλό είναι λοιπόν να δούμε το πρόβλημα. Η λίστα επέτρεπε τουλάχιστον στα κόμματα να στείλουν κάποιους ικανούς, ή κάποιους με διάθεση να μάθουν – στη χειρότερη να βολευτούν ήσυχα στη ακίνητη επιφάνεια της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας.

Και για όσους σπεύσουν να υπενθυμίσουν ότι ο ελληνικός λαός είναι σοφός και ο σταυρός προτίμησης παραμένει πάντα πιο δημοκρατικός από τη λίστα που εφαρμοζόταν μέχρι το 2009, θα υπάρχει για πάντα μια Γαλάτω Αλεξανδράκη του Βαΐτση. Η παντελώς άγνωστη 76χρονη κτηνοτρόφος οποία πριν έναν χρόνο εξελέγη ευρωβουλευτής της Ελληνικής Λύσης χάρη στην αλφαβητική σειρά: το όνομά της ήταν πρώτο στο ψηφοδέλτιο και της έβαζαν σταυρό…

Exit mobile version