Η συνάντηση του έλληνα Πρωθυπουργού με τον τούρκο πρόεδρο οριστικοποιήθηκε για τις 23 Σεπτεμβρίου στην Νέα Υόρκη, «την πόλη που ποτέ δεν κοιμάται» για να θυμηθούμε τον Φρανκ Σινάτρα. Πρόκειται για την έβδομη συνάντηση σε διάστημα λίγο μεγαλύτερο των δύο ετών, ενώ έχουν συνομιλήσει τηλεφωνικά τουλάχιστον άλλες δύο φορές από το καλοκαίρι του 2023.
Η συχνότητα των επαφών είναι μάλλον ενδεικτική του μηχανισμού επικοινωνίας μεταξύ των δύο χωρών. Η μεταξύ τους διπλωματία έχει εξελιχθεί σε διπλωματία κορυφής, με τις προφανώς θετικές της πλευρές, αλλά και τους αυτονόητους κινδύνους όταν οι προσωπικότητες αποτελούν το βασικό όχημα πολιτικής, όπως στην περίπτωση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν – κάτι που ισχύει στην περίπτωση όλων των χωρών με αυταρχικούς ηγέτες.
Χωρίς να υποτιμώνται σε καμία περίπτωση τα θεσμικά κανάλια επικοινωνίας στα άλλα επίπεδα, είναι σαφές ότι η προσπάθεια προσέγγισης που ξεκίνησε το 2023 αγκυροβολεί στην τακτική διάδραση σε επίπεδο κορυφής. Οι δυο ηγέτες συναντώνται με κάθε δυνατή ευκαιρία και καμία επαφή δεν ήταν αδιάφορη. Δεν υπάρχει, δυστυχώς, ρουτίνα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ή, αν υπάρχει, είναι ρουτίνα έντασης και καχυποψίας.
Η συνάντηση στην Νέα Υόρκη είναι σημαντική και αυτή. Θα φανεί αν είναι και κρίσιμη για τη συνέχεια. Ο καμβάς είναι σε μεγάλο βαθμό γνωστός και έχει διαμορφωθεί εδώ και δεκαετίες γεωπολιτικής απόκλισης. Με εικόνες σχετικής ηρεμίας και στιγμιότυπα έντασης και κρίσης και με πινελιές αδιέξοδων συζητήσεων. Η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία θα γίνει η συνάντηση δεν είναι θεμελιωδώς διαφορετική από την ιστορική εμπειρία.
Ομως, όπως κάθε συγκυρία συγκροτείται από συγκεκριμένες και ιδιαίτερες εξελίξεις και επιλογές, έτσι και τώρα οι δυο άνδρες συναντώνται με ένα πολύ συγκεκριμένο ζήτημα να απαιτεί στρατηγική διαχείριση. Η προσπάθεια (επανα)προσέγγισης μοιάζει να ξεμένει από καύσιμο. Δεν φαίνεται να υπάρχουν ιδέες για το πώς μπορεί να προχωρήσει το επόμενο στάδιο της διαδικασίας. Και αυτό αποτυπώνεται στον εκνευρισμό που, έστω σε κάποιες –ευτυχώς ελάχιστες– περιπτώσεις εκπέμπεται από την Αγκυρα.
Τα «ήρεμα νερά» δεν είναι παρελθόν, όπως κάποιοι και κάποιες νομίζουν ή ίσως και εύχονται… Ομως, η Ιστορία μπορεί να επανακάμψει ανά πάσα στιγμή. Γι’ αυτό η επικείμενη συνάντηση είναι κρίσιμη. Ακόμη και αν δεν υπάρξουν νέες πρωτοβουλίες, είναι όχι απλώς χρήσιμο, αλλά απαραίτητο, να διαφυλαχθεί το «κεκτημένο» των τελευταίων τριάντα μηνών.
Σε ένα ευρύτερο στρατηγικό τοπίο επιταχυνόμενων όσο και απρόβλεπτων εξελίξεων, οι δύο χώρες δεν έχουν την πολυτέλεια της όξυνσης. Αλλωστε πολλά που ενδιαφέρουν και καθορίζουν τις κινήσεις και των δύο, τόσο σε τακτικό όσο και σε στρατηγικό επίπεδο, είναι συνάρτηση των σχέσεών τους με τρίτους παίκτες.
Λίγα εικοσιτετράωρα μετά τη συνάντηση, ο τούρκος πρόεδρος θα περάσει το κατώφλι του Λευκού Οίκου. Για την Αγκυρα, η ανάγκη επανεκκίνησης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων είναι ζωτικής σημασίας. Εχει πλέον συνειδητοποιήσει ότι ο ρόλος του επιτήδειου ουδέτερου στο ζήτημα της Ουκρανίας δεν της προσφέρει κάποιο σημαντικό πλεονέκτημα στα μέτωπα που την ενδιαφέρουν εγγύτερα στα σύνορά της, και σίγουρα όχι απέναντι σε «ενοχλητικούς», όπως είναι το Ισραήλ και η Ελλάδα.
Η πρόθεση του προέδρου Τραμπ, όπως εκφράστηκε στα social media, είναι θετική. Η Αγκυρα θα προσπαθήσει να την εκμεταλλευθεί προσφέροντας αυτό που θέλει να ακούει ο αμερικανός πρόεδρος. Μια κολοσσιαία παραγγελία από τις Τουρκικές Αερογραμμές και την ολοκλήρωση προμηθειών μαχητικών αεροσκαφών.
Στην Ελλάδα επικράτησε πανικός, όπως συνήθως. Η ελληνική στρατηγική δεν βασίστηκε ποτέ στην αφέλεια ότι μπορεί μια χώρα σαν την Τουρκία να μείνει χωρίς αξιόμαχες ένοπλες δυνάμεις. Ούτε μπορούμε να ελέγξουμε τις επιλογές μιας χώρας όπως οι ΗΠΑ, ιδιαίτερα υπό τον συγκεκριμένο πρόεδρο.
Δεν ξέρω αν η Τουρκία τελικά θα επανέλθει στο πρόγραμμα των F-35. Αν απαλλαγεί από τους S-400, οι αντιστάσεις στο Κογκρέσο θα είναι μικρές, ό,τι και να κάνουν οι ομάδες πίεσης στην Ουάσινγκτον. Αλλά ούτε εκεί είναι το θέμα. Αλλωστε στην Ελλάδα υπάρχουν κάποιοι που έχουν απαξιώσει το συγκεκριμένο οπλικό σύστημα…
Η Τουρκία θα εκσυγχρονίσει την πολεμική της αεροπορία είτε με είτε χωρίς την αμερικανική συνδρομή. Ο ελληνικός αμυντικός σχεδιασμός στοχεύει στην αποτροπή μιας αναθεωρητικής Τουρκίας, ισχυρής έτσι κι αλλιώς, και για αυτό προσπαθεί να βάλει τις βάσης μιας βιώσιμης μακροπρόθεσμα αμυντικής προσπάθειας.
Στην ελληνική δημόσια σφαίρα, κάθε κίνηση της Τουρκίας –ακόμη και η πιο προβλέψιμη– αντιμετωπίζεται με όρους «Αποκάλυψης». Η βελτίωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, αν προχωρήσει, δεν αλλάζει τον μακροπρόθεσμο ελληνικό στρατηγικό calculus. Η εξωτερική πολιτική και η επιδίωξη μεγιστοποίησης της εθνικής ασφάλειας δεν είναι ένας αγώνας ταχύτητας, αλλά ένας μαραθώνιος, και η ελληνική διπλωματία, ευτυχώς, αντέχει.
* Ο Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρόεδρος του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ)
