Ολοι έχουμε τις δικές μας ιστορίες με ασανσέρ. Εγώ επιλέγω εκείνη την ολίγων δευτερολέπτων εκτόξευση μέσα σε έναν από τους 198 ανελκυστήρες των Δίδυμων Πύργων, τον Φεβρουάριο του 2001, επτά μήνες πριν από την 11η Σεπτεμβρίου. Μας παρέθετε στο terrace κάποιο δείπνο η Ντίσνεϊ (τα τότε τυχερά του επαγγέλματος). Θυμάμαι ότι από την ταχύτητα με είχε πιάσει ίλιγγος.
Η δεύτερη αγαπημένη μου ιστορία λαμβάνει και πάλι χώρα στην εξαρτώμενη από τους elevators Νέα Υόρκη, αλλά δεν είναι δική μου. Δύο προκεχωρημένης ηλικίας κυρίες (γνωστές της μητέρας μου) βρίσκονται τη δεκαετία του ’90, τουρίστριες, σε ένα ασανσέρ πολυάστερου ξενοδοχείου. Ξαφνικά μπαίνει μέσα ένα τεράστιος μαύρος άνδρας με έναν μολοσσό. Οταν τον άκουσαν να λέει «Sit» («Κάτσε»), από την τρομάρα τους δεν το σκέφτηκαν δεύτερη φορά. Κάθησαν φαρδιές πλατιές στο πάτωμα του ανελκυστήρα. O μαύρος άνδρας –που ήταν ο Μάικλ Τζόρνταν–, τούς εξήγησε γελώντας ότι απευθυνόταν στον σκύλο του. Μόλις άνοιξαν οι θύρες, προσφέρθηκε να τις κεράσει κάτι στο καφέ.
Τις θυμήθηκα εκ νέου αυτές τις ιστορίες μου, τώρα που οι διαχειριστές των πολυκατοικιών σε όλη τη χώρα αποδύονται σε αγώνα δρόμου για τον εκσυγχρονισμό των ανελκυστήρων (με την τελευταία παράταση, η νέα προθεσμία είναι η 30η Ιουνίου 2025). Δεν μάς έφταναν τα γεωπολιτικά πάνω-κάτω. Δεν υποφέραμε αρκετά από το στεγαστικό. Τώρα πρέπει να βάλουμε το χέρι στην τσέπη για να εκσυγχρονίσουμε τα ασανσέρ (πολλά εκ των οποίων είναι χρέπια) της πολυκατοικίας μας, γιατί μαζί με τον καύσωνα θα βγουν παγανιά και οι επιθεωρητές ανελκυστήρων.
Πάλι καλά, εμείς, εδώ στη δικιά μας, έχουμε να φτιάξουμε μόνο τον έναν. Τον άλλον, τον «κρυφό» ανελκυστήρα υπηρεσίας» (αυτόν που στις παλιές πολυκατοικίες σαν τη δική μας χρησίμευε για την κίνηση του «υπηρετικού προσωπικού» των διαμερισμάτων), τον επισκευάσαμε προσφάτως, χάρη στην έγκαιρη και σοφή παρότρυνση του διαχειριστή μας. Βέβαια η σημερινή χρήση του είναι αποκλειστικά για τις απανωτές ανακαινίσεις (μία από τις δέκα πληγές του Φαραώ και του κέντρου της Αθήνας). Ετσι, από το «καλό», το κεντρικό μας ασανσέρ, «απαγορεύεται αυστηρά η μεταφορά φορτίων και εργαλείων».
Φυσικά, δεν είναι μόνο οι πολυκατοικίες. Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι λειτουργούν συνολικά 750.000 ανελκυστήρες (με περίπου 300.000 εντελώς άγνωστους για το κράτος), ενώ κάθε μέρα πραγματοποιούνται 6,4 εκατομμύρια «κάθετες» μετακινήσεις. Που σημαίνει ότι παντού, ειδικά στα δημόσια κτίρια, ο εκσυγχρονισμός και η σωστή συντήρηση των ανελκυστήρων μπορεί να είναι θέμα ζωής και θανάτου (όπως μας δίδαξαν τα πρόσφατα ατυχήματα σε νοσοκομεία).
Προ ημερών, στην αίθουσα αναμονής μεγάλου ιδιωτικού θεραπευτηρίου, χάζευα έναν κύριο που πατούσε μανιασμένος και τα δύο κουμπιά των τριών ασανσέρ επειδή είχαν καθυστερήσει για δέκα περίπου δευτερόλεπτα. Δεν άντεξα, γύρισα και του είπα «Μάλλον δεν καλέσατε ποτέ ασανσέρ στον “Ευαγγελισμό”».
Είμαι υφυπουργός Υγείας και πάω με τις σκάλες
Μα ποιος, επιτέλους, νοιάζεται γι’ αυτόν τον τόσο πληκτικό χώρο, που στον πλανήτη της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης μοιάζει με απομεινάρι του παρελθόντος; Κάποιοι απαξιούν και να τον χρησιμοποιήσουν. Ηδη οι κρυφοί και οι φανεροί πολέμιοί του πολλαπλασιάζονται: «Είμαι υφυπουργός Υγείας. Φυσικά και πάω πάντα από τις σκάλες» διεμήνυσε αυτές τις μέρες στο TikTok o Mάριος Θεμιστοκλέους.
Και όμως, όσο και αν έχουν αλλάξει οι καιροί, ο ανελκυστήρας δεν έχει αδρανοποιηθεί ή απαξιωθεί, όπως άλλοι κοινόχρηστοι χώροι της πολυκατοικίας (π.χ. το θυρωρείο στην κεντρική είσοδο ή η ταράτσα με το πλυσταριό). Βέβαια, στην πανδημία πέρασε και αυτός, είναι η αλήθεια, τη δική του υπαρξιακή κρίση (το τρομακτικό χαρτί του διαχειριστή που απέτρεπε άπαντες από τη χρήση του ακόμα το θυμάμαι). Ούτως ή άλλως κανένας νοήμων άνθρωπος δεν επιθυμούσε τότε να μπει μέσα σε έναν superspreader θαλαμίσκο (με θυμάμαι να κατεβαίνω τους πέντε ορόφους με τη σακούλα των σκουπιδιών για να κάνω λίγη αερόβια άσκηση).
Ούτε βέβαια είχε την τύχη να γίνει «πολυπρογραμματικός» (όπου πρόγραμμα=λειτουργία, στην αρχιτεκτονική), όπως κάποια μέρη του ίδιου του σπιτιού μας, π.χ. το μπαλκόνι, από αποθηκευτικός χώρος για σφουγγαρίστρες που ήταν, γνώρισε στα lockdown μεγάλες δόξες.
H ίδια καμπίνα, άλλες εποχές
Ωστόσο στις μεγάλες πόλεις το ασανσέρ παραμένει το επίκεντρο της αστικής πυκνότητας, εκεί όπου η ανωνυμία συναντιέται –θέλει δεν θέλει– με μια κάποια εγγύτητα. Η δε λειτουργία του παραμένει λίγο πολύ η ίδια.
Μπαίνεις. Βιώνεις σχεδόν κάθε φορά τον ίδιο οικείο τρόμο ή και την ηδονή («Τι θα γίνει αν κλειστώ εδώ μέσα;»). Αν είσαι μόνος, περνάς κάποια λεπτά περίκλειστης μοναξιάς (όπου μπορείς να τραβήξεις και μια «ψαγμένη» σέλφι, όπως είναι το τελευταίο trend). Αν, πάλι, είσαι μαζί με άλλους, περνάς κάποια λεπτά αμηχανίας (όπου κανείς δεν ξέρει πού να κοιτάξει), άχαρoυ small talk ή κοινωνικού σχολιασμού (συχνά της αδίστακτης καθημερινότητας ή των άλλων ενοίκων). Βγαίνεις.
Και όμως, το ασανσέρ εξελίσσεται και αυτό όπως μπορεί, συμμετέχοντας στην κοινωνική ανάμειξη και συνύπαρξη που ενσαρκώνει η πολύπαθη ελληνική πολυκατοικία. Τώρα π.χ. οι ένοικοι δεν προσδιορίζονται τόσο πολύ κοινωνικά από τον όροφο στον οποίο σταματάει ο θαλαμίσκος.
Η ανθρωπογεωγραφία έχει αλλάξει. Τα χαρτιά που θα δεις κολλημένα πάνω στην πόρτα του είναι συχνά πλέον και στην αγγλική γλώσσα (π.χ. «To οpen the lift, close the inside doors»). Στα ελάχιστα τετραγωνικά του απορροφώνται οι σταδιακές αλλαγές της κοινωνικής και εθνοτικής φυσιογνωμίας ολόκληρων γειτονιών, υπέργηροι ιδιοκτήτες με μπαστουνάκι συνταξιδεύουν με νεαρούς χίπστερ που σέρνουν βασανιστικά την cabin βαλίτσα (με τα ροδάκια) κ.τ.λ.
Ας κάνουμε, λοιπόν, το ρεκτιφιέ που πρέπει να τού κάνουμε. Γιατί σίγουρα αυτή η κλειστοφοβική καμπίνα κλείνει εν έτει 2025 πολλή ζωή. Το κυριότερο, είναι ένα από τα ελάχιστα σημεία αυτού του πλανήτη όπου δεν πιάνει το ρημάδι το κινητό.
