Ανοίγεις την τηλεόραση ή τις ενημερωτικές ιστοσελίδες για να δεις ειδήσεις και τα λεγόμενα «χωροφυλακίστικα» ή «κοινωνικά» συμβάντα σε πυροβολούν κατά ριπάς. Ερχεται το ένα πίσω από το άλλο, σε μια σειρά δίχως τελειωμό, και ας περνάνε τα χρόνια, και ας αλλάζουν οι δεκαετίες.
Οσο το δημόσιο ενδιαφέρον για την πολιτική συρρικνώνεται ή και εξανεμίζεται, τόσο η αναγνωσιμότητα και η τηλεθέαση των κοινωνικο-αστυνομικών συμβάντων φουντώνει. Εξ ου και η επικέντρωση των ενημερωτικών προβολέων σε αυτά τα «καυτά» θέματα, εξ ου και το δημοσιογραφικό «ξεψάχνισμα» τέτοιων υποθέσεων μέχρι το κόκκαλο και ακόμη πιο βαθιά.
Αυτές τις ημέρες έγινε φίρμα ο «Θαμνάκιας», καθότι πριν φάει τα θύματά του κρυβόταν πάντα πίσω από θάμνους. Τι βίτσιο κι αυτό, ε; Τον οποίον φάγανε με θεαματικό τρόπο, μέρα μεσημέρι στο Χαλάνδρι, επαγγελματίες φονιάδες, μάλλον πρώην ποινικοί που ήρθαν –λέει– από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, κυρίως από την Ουκρανία, μισθωμένοι από τον περιβόητο Ουκρανό (κατ΄άλλους Γεωργιανό) «Εντικ», γνωστό και ως «big boss από το Ντουμπάι».
Και έπεσε άπνους επί της φιλήσυχης οδού Παπανικολή του Χαλανδρίου ο Γιώργος Μοσχούρης, 54 (!!) κάλυκες μάζεψαν οι αστυνομικοί από το οδόστρωμα, απόδειξη ότι οι φονιάδες άλλαξαν γεμιστήρα κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης. Τέτοια ψυχραιμία, τέτοιος κυνισμός, τόσος επαγγελματισμός λοιπόν.
Πάει η Greek Mafia, την έφαγε λάχανο η Ukrainian Mafia. Αυτό κι αν είναι αχαριστία. Εμείς τους βοηθάμε από το υστέρημά μας να αντισταθούν στον Πούτιν που τους επιτέθηκε άνανδρα και εκείνοι, αντί να στρατευτούν στις στέπες τους και να πολεμήσουν για την πατρίδα τους, έρχονται εδώ και παίρνουν από τους δικούς μας το λαθρεμπόριο των τσιγάρων και των καυσίμων. Ντροπή και αίσχος.
Οχι ότι ο Μοσχούρης ήταν κανένα άκακο σχολιαρόπαιδο, αληταράς του κερατά ήταν κατά που διαβάζουμε στο βιογραφικό του (που το έμαθε όλη η Ελλάδα), κι ας λέει τις μπούρδες του στην Προς Ρωμαίους Επιστολήν του ο Απόστολος Παύλος, ότι «ο γαρ αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας».
Διότι και συμβόλαια θανάτου αναλάμβανε ο «Θαμνάκιας», και υποχρεωτική προστασία σε μαγαζιά πουλούσε, και σε εκβιασμούς επιδιδόταν, και νυχτερινά κέντρα μανατζάριζε, και με εκρήξεις ανακατευόταν, και τα δάκτυλα κακοπληρωτών πολτοποιούσε με σφυρί, και σιαγόνες θρασύτατων ανταγωνιστών κονιορτοποιούσε, με αποτέλεσμα αυτοί να τρέφονται μόνο με σούπες που ρουφούσαν με καλαμάκι, και διαιτητές έδερνε, και ολόκληρες συνοικίες είχε υπό τις διαταγές του.
Παλιός γνώριμος της αστυνομίας ήταν, όποιο χαρτί κι αν σήκωνες στο κτίριο του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, τον Μοσχούρη έβρισκες από κάτω. Βέβαια, κατά κάποιο περίεργο τρόπο, έξω ήταν, τι τα θέτε τώρα…
Ηταν ο αρχηγός ενός από τα τρία παρακλάδια της Greek Mafia. Για να μη συλληφθείτε ανενημέρωτοι, σημειώστε τα άλλα δύο: οι «Street fighters», που έχουν αρχηγό τον «Τζάκι Τσαν», και οι «Αγρινιώτες», γνωστοί και ως «Ομάδα Ferrari». Το τρίτο παρακλάδι ήταν του «Θαμνάκια» Μοσχούρη, που έμεινε πια έρμο και ακέφαλο. Κρίμας, βρε παιδί μου, κρίμας.
Κατά τούτα, ο Μοσχούρης έχαιρε άκρας εκτιμήσεως στην κοινωνία του υποκόσμου (και όχι μόνο). Οπου εμφανιζόταν το ωοειδές φαλακρό κεφάλι του, όλοι του έβγαζαν το καπέλο. Πλην του «Εντικ», που κάπου στο Ντουμπάι ακροβολισμένος τον είχε επικηρύξει με ένα εκατομμύριο ευρώ. Και τελικά τον έφαγε με μπράβους πρώην Σοβιετικούς. Ε, αν αυτό δεν είναι παγκοσμιοποίηση, τότε τι είναι;
Δεν τον έσωσε τον «Θαμνάκια» ούτε το θωρακισμένο αμάξι του (που τον είχε σώσει στην προηγούμενη απόπειρα, το 2020 στη Βάρη, στο στομάχι την είχε φάει τότε αλλά γλίτωσε), ούτε το κομποσχοίνι που είχε πάντα στο χέρι του, δώρο του πνευματικού του από το Αγιο Ορος. Ολα τούτα τα μαθαίνουμε από το βιογραφικό του, που είναι πρώτο σε αναγνωσιμότητα στις ιστοσελίδες.
Από τις αναρτήσεις που ακολούθησαν τον βίαιο θάνατο του σημαντικού τούτου ανδρός ξεχωρίζουμε δύο. Αυτήν της πρώην συζύγου του, που έγραψε «ποτέ δεν μετάνιωσα που έκανα μαζί σου οικογένεια», και αυτή του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, που έγραψε «και αυτή η μαφιόζικη εκτέλεση θα εξιχνιαστεί». Συναισθηματικά ξεσπάσματα συζύγων, από θέση αρχής, δεν σχολιάζουμε. Επί των υπουργικών διαβεβαιώσεων, πάλι, αναφωνούμε απλώς «η αισιοδοξία θα το φάει αυτό το παιδί».
Υπάρχει πάντα η ανομολόγητη αστυνομική συνταγή «άσ’ τους να σκοτωθούν μεταξύ τους, να ξεβρομίσει ο τόπος», αλλά υπάρχουν και εκείνοι οι αφελείς τηλεθεατές ή αναγνώστες που, φοβούμενοι μη φάνε καμιά αδέσποτη την ώρα που πάνε στον φούρνο της γειτονιάς τους, μονολογούν: «Πω, πω, Σικάγο γίναμε». Φράση άκρως προσβλητική (πλέον) για το Σικάγο, εγώ ξέρω πολλούς που αν μπορούσαν θα έφευγαν ευχαρίστως από την Αθήνα για να πάνε να ζήσουν εκεί, παρά τον Τραμπ.
Οσο για τη δημοσιογραφική –μέχρι αηδίας– ανάδειξη αυτών των ματωμένων θεμάτων, μη βαυκαλίζεστε, πάντα έτσι γινόταν. Οταν το 1931 η περιβόητη πεθερά «φόνισσα Κάστρω» μαζί με την κόρη της και την υπηρέτριά τους σκότωσαν τον Δημήτρη Αθανασόπουλο, τεμάχισαν το πτώμα του και το πέταξαν μέσα σε τσουβάλια στον Κηφισό, οι εφημερίδες της εποχής τριπλασίασαν το τιράζ και τις πωλήσεις τους. «Καημένε Αθανασόπουλε» ήταν ένας πηχυαίος τίτλος της εποχής.
