| CreativeProtagon
Απόψεις

Παραγωγική Βουλή, αλλά όχι πάντα για το σωστό

Ουδείς καλοπροαίρετος πολίτης αμφισβητεί ότι η Βουλή παράγει έργο – νομοθετικό και ελεγκτικό. Πολλοί όμως έχουν λόγους να αμφιβάλλουν για την ποιότητα του έργου της. Η οποία, για να είμαι δίκαιος, δεν είναι τόσο υπόθεση του Προέδρου της, όσο συνάρτηση των εμπεδωμένων κοινοβουλευτικών ηθών, με κυρίαρχο τον ρόλο που διαδραματίζει η εκάστοτε κυβέρνηση και το κόμμα της στη νομοθέτηση και τον κοινοβουλευτικό έλεγχο
Χαρίδημος Κ. Τσούκας

Στην τελευταία ομιλία του στη Βουλή, πριν αυτή διαλυθεί εν όψει των βουλευτικών εκλογών του Μαΐου, ο Πρόεδρός της Kωνσταντίνος Τασούλας χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη Βουλή (2019-2023) ως την «παραγωγικότερη των τελευταίων 40 ετών». Για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του, παρέθεσε πληθώρα στατιστικών στοιχείων.

Σε σύγκριση με την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο, είπε, ψηφίστηκαν 423 νόμοι (270 νόμοι και 153 διεθνείς συμβάσεις) – αύξηση 49%. Συνεδρίασε 98 φορές η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας (έναντι 90), διεξήχθησαν 1.304 συνεδριάσεις Διαρκών Επιτροπών (έναντι 996) και συζητήθηκαν 2.553 επίκαιρες ερωτήσεις (έναντι 1.687). Ο κ. Τασούλας επεσήμανε και μερικά ποιοτικά στοιχεία: μειώθηκε ο αριθμός των νομοσχεδίων που ψηφίστηκαν με τη διαδικασία του επείγοντος ή κατεπείγοντος, όπως επίσης θεματική μείωση σημείωσε ο αριθμός των τροπολογιών – από 1.422 σε 717.

Ο χαρακτηρισμός της Βουλής ως «παραγωγικής» με παραξένεψε. Συνήθως ο όρος αυτός συνοδεύει λειτουργίες εργοστασιακής παραγωγής ή, εν πάση περιπτώσει, λειτουργίες στις οποίες το ποσοτικό έργο ενός οργανισμού, ομάδας ή ατόμου, αποκτά εξέχουσα σημασία. Στην περίπτωση της Βουλής, όμως, διερωτώμαι: είναι κατάλληλη έννοια για να περιγραφεί το έργο της;

Ουδείς καλοπροαίρετος πολίτης αμφισβητεί ότι η Βουλή παράγει έργο – νομοθετικό και ελεγκτικό. Πολλοί όμως έχουν λόγους να αμφιβάλλουν για την ποιότητα του έργου της. Για να είμαι δίκαιος, ωστόσο, η ποιότητα του κοινοβουλευτικού έργου δεν είναι τόσο υπόθεση του Προέδρου της, όσο συνάρτηση των εμπεδωμένων κοινοβουλευτικών ηθών, με κυρίαρχο το ρόλο που διαδραματίζει η εκάστοτε κυβέρνηση και το κόμμα της στη νομοθέτηση και τον κοινοβουλευτικό έλεγχο.

Ιδού ένα παράδειγμα. Ναι, η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας συνεδρίασε περισσότερες φορές απ’ ό,τι την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο, αλλά μπορεί να μας βεβαιώσει η Επιτροπή για την υψηλότερη ποιότητα του έργου της; Στάθηκε, λόγου χάρη, η Επιτροπή αυτή κριτικά απέναντι στα βουλευτικά και κυβερνητικά πεπραγμένα; Να θυμίσω τη διαβόητη περίπτωση του βουλευτή Πάτση και την ανεκτικότητα της Επιτροπής απέναντί του;  Τον έλεγξαν σε βάθος για τα περιουσιακά στοιχεία του και τις εξωχώριες εταιρείες του; Γιατί έμεινε αναπάντητη κοινοβουλευτική ερώτηση τον Ιούνιο 2021 για τις συναλλαγές του δικηγόρου-βουλευτή κ. Πάτση με τα ΕΛΤΑ; Μήπως πρόκειται για αβλεψία;

Ισως, αλλά πώς εξηγείται ότι, για την τριετία 2018-2020, από τις 56 καταγγελίες οι 52 απορρίφθηκαν από την Επιτροπή; Η διερεύνηση του σκανδάλου των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων έγινε σε βάθος από την Επιτροπή; Στάθηκε η Επιτροπή κριτικά απέναντι στο «απόρρητο» που επικαλούνταν οι επικεφαλής της ΕΥΠ στις καταθέσεις τους;

Για την ποιότητα του νομοθετικού έργου της Βουλής έχουν διατυπωθεί αξιόπιστες αντιρρήσεις. Σε έρευνά του για την ποιότητα νομοθέτησης για το 2021, το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦίΜ) αποφαίνεται ότι, αν και επήλθαν μερικές βελτιώσεις (π.χ. μειώθηκε ο αριθμός των εκπρόθεσμων τροπολογιών κ.λπ.), «επιδείνωση 2,67 μονάδων σε σχέση με το 2020 σημείωσε η ποιότητα της νομοθέτησης στη χώρα μας το 2021».

Το παράδειγμα των τροπολογιών είναι χαρακτηριστικό. «Αυξήθηκε ο αριθμός και το ποσοστό των τροπολογιών που ψηφίζονται και είναι άσχετες με το κύριο αντικείμενο του νόμου σε 82,8% το 2021 από 72,3% το 2020», επισημαίνει το ΚΕΦίΜ. «Αν και ο αριθμός των τροπολογιών εμφανίζεται μειούμενος, η ρυθμιστική ύλη που διαλαμβάνουν αυξάνεται, γιατί, αυξάνονται τα άρθρα που περιλαμβάνει κάθε τροπολογία. Το 2021 ένας νόμος είχε κατά μέσο όρο τροπολογίες με σχεδόν 20 άρθρα στο σύνολό τους, δηλαδή διπλάσια άρθρα σε σχέση με τα έτη 2017-2019».

«Στους νόμους που γίνεται διαβούλευση», συνεχίζει το ΚΕΦίΜ, «ο μέσος χρόνος που οι νόμοι είναι διαθέσιμοι για σχολιασμό είναι περίπου 2 εβδομάδες για το 2021 και το 2020, βελτιωμένος σε σχέση με το 2018 και το 2019. Ωστόσο, μόλις τα μισά άρθρα από όσα περιλαμβάνονται στο τελικό κείμενο του νόμου είναι διαθέσιμα προς διαβούλευση το 2021, ποσοστό που έχει υποχωρήσει σημαντικά σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, όντας το χαμηλότερο της πενταετίας 2017-2021. Το γεγονός αυτό οφείλεται εν μέρει και στις πολυ-τροπολογίες που τείνουν να γίνουν ο κανόνας το 2021. Πρόκειται για τροπολογίες –μίνι νομοσχέδια– οι οποίες κατατίθενται στη Βουλή χωρίς να έχει προηγηθεί καμία διαβούλευση».

Στην προκοινοβουλευτική διαδικασία υπάρχει τεράστιο έλλειμμα τεκμηρίωσης των δημόσιων πολιτικών. Επισημαίνει το ΚΕΦίΜ: «Το 2021 σχεδόν όλοι οι νόμοι (95%) συνοδεύονται από ανάλυση συνεπειών ρύθμισης, εντούτοις, μόνο ένα μικρό μέρος των δημόσιων πολιτικών που νομοθετήθηκαν βασίζονται σε μετρήσιμα δεδομένα που εξηγούν και υποστηρίζουν την ανάγκη της ρύθμισης». Είναι εμφανές, ότι η έκθεση ανάλυσης συνεπειών ρύθμισης αντιμετωπίζεται απλώς ως ένα «διαδικαστικό [τυπικό] προαπαιτούμενο παρά ως μία συστηματική κριτική αποτίμηση των θετικών και αρνητικών συνεπειών της εισαγόμενης ρύθμισης».

Το πρόβλημα της ποιότητας του νομοθετικού έργου είναι μείζονος σημασίας θέμα για την ποιότητα ζωής σε μια δημοκρατική κοινωνία. Αν και η ποιότητα της νομοθεσίας δεν εξαντλείται στη νομοτεχνική αρτιότητα (βλ. το σημαντικό έργο του καθηγητή Π. Κ. Σούρλα επ’ αυτού), η νομοτεχνική αρτιότητα είναι σημαντική και, κατ’ αρχήν, ανεξάρτητη από την πολιτική στόχευση και την ποιότητα των ρυθμίσεων των νόμων.

Οπως επισημαίνει σε μονογραφία του ο καθηγητής του ΑΠΘ Παναγιώτης Γ. Μαντζούφας (βλ. «Καλή Νομοθέτηση και Κράτος Δικαίου: Πολυνομία, Κακονομία και Μη Εφαρμογή των Νόμων», εκδόσεις Ευρασία, 2018), δεν αρκεί οι νόμοι να ελέγχονται ως προς τη συνταγματικότητά τους, αλλά απαιτείται να αξιολογούνται και με κριτήρια νομοτεχνικής ποιότητας, όπως σαφήνεια, πληρότητα και προβλεψιμότητα, αποφυγή αντικρουόμενων ρυθμίσεων, σεβασμός του υφιστάμενου νομοθετικού καθεστώτος, προϋποθέσεις εφαρμοσιμότητας του νόμου κ.λπ. Ο κ. Μαντζούφας εξετάζει συγκεκριμένες περιπτώσεις νομοθέτησης (χωροταξικός-πολεοδομικός σχεδιασμός, δασική νομοθεσία κ.λπ.), οι οποίες καταδεικνύουν την κακονομία στην Ελλάδα και τις συνέπειές της.

Νομοθεσία στο γόνατο, τροπολογίες της τελευταίας στιγμής, αγνόηση δικαστικών αποφάσεων και κανονιστικών ρυθμίσεων, αδιαφορία για επιστημονικές γνωματεύσεις, και εξυπηρέτηση επιμέρους συμφερόντων είναι στοιχεία της κακής νομοθέτησης από τα οποία χρονίως πάσχει η Βουλή των Ελλήνων. Η μόλις διαλυθείσα Βουλή δεν ήταν εξαίρεση. «Παραγωγικότατη» μπορεί να ήταν, αλλά σε σημαντικά θέματα, όχι πάντα για τον σωστό σκοπό.

Το τελευταίο «πολυνομοσχέδιο» του υπουργείου Περιβάλλοντος, το οποίο ψηφίστηκε τον περασμένο Μάρτιο, είναι ενδεικτικό. Μια μέρα πριν από την ψήφισή του, η έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής «επεσήμανε αρκετά προβληματικά σημεία: τη μεταβίβαση της ελεγκτικής αρμοδιότητας για τα ύδατα στη ΡΑΕ (αντίκειται στη νομολογία), την ακύρωση της μετεγκατάστασης του χωριού Ακρινή (υφίστανται δικαστικές αποφάσεις), […] τη “διόρθωση” των ορίων προστατευόμενων οικισμών με υπουργική απόφαση αντί προεδρικού διατάγματος, τη “νομιμοποίηση” των εκχερσωμένων δασικών εκτάσεων (“ενισχύεται η πεποίθηση στους καλλιεργητές ως προς το σύννομο της εκμετάλλευσης”) κ.ά.». («Καθημερινή», 21/3/2023).

Παραγωγική η Βουλή; Ισως, αλλά έχει σημασία; Το ερώτημα είναι: νομοθετεί καλά; Στέκεται στο ύψος των απαιτήσεων του κράτους δικαίου που, κατά το Σύνταγμα, είναι ταγμένη να υπηρετεί;


* Ο Χαρίδημος Κ. Τσούκας είναι καθηγητής Στρατηγικής Διοίκησης στην Εδρα Columbia Ship Management στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής Οργανωσιακής Συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Warwick (www.htsoukas.com)