Εχουμε χάσει πια το μέτρημα με τις αγιογραφίες που έχουν γραφτεί και ειπωθεί στη χώρα μας –του μισού υπουργικού συμβουλίου συμπεριλαμβανομένου, ενώ και ο Πρωθυπουργός μας δεν παρέλειψε να χύσει ένα διπλωματικό δάκρυ, μην και δεν δείξει τραμπικός στον καλεσμένο του, υπουργό Εσωτερικών των ΗΠΑ– για τον Τσάρλι Κερκ.
«Δολοφονήθηκε για τις απόψεις του» είναι το επαναλαμβανόμενο ωιμέ. «Υπερασπιζόταν τις ιδέες του με θάρρος», το παράσημο δημοκρατικής γενναιότητας που του απέδωσε ο Χορός της τραγωδίας. «Εκείνος ήθελε τον διάλογο, την ανταλλαγή θέσεων, αλλά “εκείνοι” τον σκότωσαν», η κατακλείδα του θρήνου, ώστε στο «εκείνοι» να μπει αυτό που έσπευσε να ορίσει από την πρώτη στιγμή ο Τραμπ: η Αριστερά.
Αν υπήρχε κέφι, θα συμπλήρωναν και ένα «ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός, κι είχες τις χάρες όλες» – αλλά αυτό το έγραψε ο Ρίτσος που ήταν αριστερός και θα σηκωνόταν ο Τσάρλι από τον τάφο του, οπότε δεν μπήκε. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το θέμα ήταν να εμφανιστεί ο Τσάρλι Κερκ ως μια «δεξιά φωνή της λογικής» που μαχόταν με τις ιδέες του για να αποτινάξει τον ζυγό της ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς.
Απόψεις, λοιπόν. Ιδέες. Διάλογος.
Συγγνώμη που μπορεί να το χαλάω, αλλά δεν πρόκειται τόσο για «απόψεις». Δεν είναι άποψη, ούτε καν «άποψη», ότι οι Αφροαμερικανοί δεν πρέπει να έχουν δικαίωμα ψήφου. Διότι αυτό κήρυττε ο Τσάρλι Κερκ, υποστηρίζοντας ότι ο εμβληματικός νόμος που πέρασε το 1964 ο Λίντον Τζόνσον για τα Πολιτικά Δικαιώματα (Civil Rights Act) ήταν «ένα τεράστιο λάθος». Ολοι οι άνθρωποι έχουν τα ίδια δικαιώματα· είναι αυτονόητη σταθερά όπως ότι η Γη γυρίζει γύρω από τον Ηλιο. Δεν είναι «άποψη» να λες ότι κάποιος έχει λιγότερα ή περισσότερα επειδή γεννήθηκε με διαφορετικό χρώμα. Εκτός και αν λογίζεται ως «άποψη» το ότι η Γη είναι επίπεδη, οπότε δεν χρειάζεται να το συζητάμε άλλο.
Διάλογος; Ιδέες; Ο Τσάρλι Κερκ είναι εκείνος που ύστερα από εκείνη τη αποτρόπαια επίθεση με σφυρί στο κεφάλι που δέχτηκε ο Πολ Πελόζι, σύζυγος της πρώην προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, από έναν φανατικό του MAGA, είχε καλέσει κάποιον «αληθινό πατριώτη» να πληρώσει την εγγύηση για να αφεθεί ελεύθερος ο δράστης. Ο Κερκ ήταν εκείνος που είχε εκδώσει κατάλογο με πανεπιστημιακούς που είχαν τολμήσει να ασκήσουν κριτική στον Ντόναλντ Τραμπ, καλώντας τους αμέτρητους ακολούθους του στα social media να τους «συνετίσουν».
Δεν βλέπω καμία διάθεση διαλόγου, ούτε φυσικά και χώρο για τέτοιον σε αυτήν την επιθετικότητα· το ότι προσκαλούσε διανοούμενους να διαφωνήσουν για αυτές τις πεποιθήσεις του, ήταν λιγότερο γενναιότητα και περισσότερο ένα καλό κόλπο για να τις νομιμοποιήσει αυτές τις πεποιθήσεις ως ισότιμες.
Οι «ιδέες» του Κερκ ήταν ότι οι γυναίκες πρέπει να ακούν τους άντρες τους και να κάνουν παιδιά, ότι τα παιδιά καλό είναι να παρακολουθούν δημόσιες εκτελέσεις για λόγους διδακτικούς, ότι οι Αϊτινοί τρώνε τα κατοικίδια των Αμερικανών, ότι οι Εβραίοι με τα λεφτά τους έχουν καταστρέψει τον αμερικανικό πολιτισμό (ό,τι κι αν είναι αυτός, δεν θα το συζητήσουμε εδώ), ότι υπάρχει σχέδιο για Μεγάλη Αντικατάσταση του πληθυσμού των λευκών από άλλους, άλλου χρώματος.
Το ότι πουλώντας μίσος στην Αμερική έβγαζε παράλληλα εκατομμύρια, ρίχνει και μια πρέζα παραδοπιστίας στη σούπα της ιδεολογίας. Το ότι «έφερνε τους νέους στην πολιτική», όπως είπε ο πενθών Τραμπ, μας ρίχνει κι αυτή τη σούπα βραστή στο πρόσωπο. Οι νέοι έρχονται στην πολιτική μόνο όταν βλέπουν και ακούν αθλιότητες στο TikTok.
Κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να δολοφονείται για όσα λέει. Κανένας. Και αν υπάρχει κάτι ακόμα χειρότερο από τον οχετό που ξερνάνε διάφοροι στο όνομα της ελεύθερης έκφρασης, αυτό είναι η κατάργηση της ελεύθερης έκφρασης. Με νόμους, με δίκες, με απειλές, με την επιβολή της τυραννίας της πλειοψηφίας –ή την τυραννία της μειοψηφίας, που τελευταία είναι της μόδας–, με μια σφαίρα εν προκειμένω.
Ωστόσο, για να περάσουμε και πάλι στα δικά μας, μοιάζει όλη αυτή η υμνολογία για τον όντως αδικοχαμένο Τσάρλι Κερκ, 31 χρονών άνθρωπο, με δύο μωρά, να κρύβει κάτι επίσης επικίνδυνο: την υποψία ότι όλοι αυτοί που κλαίνε για το θύμα και τις «απόψεις» του, το κάνουν όχι επειδή σοκάρονται από την ωμή βία –βία που, βέβαια, ο ίδιος αναγνώριζε ως αναγκαίο κακό για να υπερασπιστεί τη 2η Τροπολογία περί οπλοκατοχής– αλλά απλώς επειδή δεν τολμούν να εκστομίσουν δημοσίως οι ίδιοι όσα έλεγε εκείνος.
