Ο πλανήτης Σαββόπουλος
| Creative Protagon/ ΑΡΧΕΙΟ ΕΡΤ
Απόψεις

Ο πλανήτης Σαββόπουλος

Αν ο Διονύσης, όπως λέει στο «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη», ταξίδεψε έως εδώ στο «υπόγειο νησί» των ποιητών της Θεσσαλονίκης, όλοι εμείς ταξιδέψαμε στον «πλανήτη» του
Αργύρης Παπαστάθης

Τι ήταν αυτός ο άνθρωπος που τώρα αποχαιρετούμε; Αν έπρεπε οπωσδήποτε να συνοψίσω μια εντύπωση, πέρα από αυτά που όλοι λέμε —ποιητής και συνθέτης σπουδαίος, τραγουδιστής, πολυτάλαντος ηθοποιός σκηνής, συγγραφέας, διανοούμενος και δημόσιο πρόσωπο που συγκέντρωνε το ενδιαφέρον επί 60 και πλέον χρόνια, δημιουργός μοναδικών μουσικών παραστάσεων και τηλεοπτικών εκπομπών, παραγωγός αξέχαστων δίσκων και για πολλούς ίσως ο σπουδαιότερος έλληνας καλλιτέχνης εδώ και πολλά, πολλά χρόνια— θα έλεγα το εξής: μια ιδιοφυΐα που σε χτυπάει κατακούτελα.

Μια ιδιοφυΐα που μας ήρθε από έναν δικό της πλανήτη. Κάποιοι λένε από τον πλανήτη της παιδικής ακόμα φαντασίας του, όταν έφτιαχνε με το μυαλό του τα πρώτα τραγουδάκια σε ένα μπλε παιδικό κρεβατάκι στο δωμάτιο των γονιών του, κάνοντας ησυχία και περιμένοντάς τους να ξυπνήσουν: το περιγράφει τόσο ωραία ο ίδιος στο αποχαιρετιστήριο, αυτοβιογραφικό βιβλίο του («Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», Πατάκης, 2025). Εκεί μας μιλάει για την ατμόσφαιρα του σπιτιού που μεγάλωσε, γεννημένος μέσα στα Δεκεμβριανά του 1944, τη χώρα των πρώτων του δασκάλων και φίλων στη Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του 1950. Το ξέρουμε: από εκεί μας ήρθε και πλούτισε τις ζωές μας. Αλλά ταυτόχρονα και από έναν τόπο μυστηριώδη.

O Διονύσης Σαββόπουλος (αριστερά) συμμετέχει σε θεατρική παράσταση. Βρισκόμαστε στο 1952 και στη Θεσσαλονίκη

Οι άνθρωποι είμαστε όντα εγωιστικά. Αποζητούμε την αγάπη και την αποδοχή, θέλουμε να μας παρηγορούν στα δύσκολα, να ανακαλύπτουμε το νόημα, να νιώθουμε ότι οι άλλοι καταλαβαίνουν αυτά που αισθανόμαστε. Τα πράγματα αυτά δεν μπορούν να μας τα προσφέρουν το χρήμα και η εξουσία. Μπορούν όμως να μας τα δώσουν η ποίηση και η μουσική. Ο Σαββόπουλος, από την ηλικία των 19 ετών κατάφερε να ενώσει αυτά τα δύο. Στίχοι και μουσική. Με έναν τρόπο εντελώς δικό του, που ήξερε όμως από την πρώτη στιγμή ότι θα γινόταν η ζωή του. «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη/ να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ/ στο υπόγειο νησί τους ταξίδεψα ως εδώ». Ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου ήταν ο αγαπημένος του. Και υπήρξε στενός του φίλος.

Το 1963, ο 19χρονος Διονύσης ήρθε με ωτοστόπ από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Με το περίφημο «Φορτηγό» που έγινε ο τίτλος του πρώτου του δίσκου. Νάτη η σπίθα: από νωρίς το βίωμα συνομιλεί με το έργο. Στην αυτοβιογραφία του μας κατεβάζει -έξι δεκαετίες μετά- στα έγκατα αυτής της διαδρομής, σε μια σεκάνς ψυχεδελική με τις φωτιές να καίνε τη νύχτα στα χωράφια του θεσσαλικού κάμπου και τη «Ζωζώ» (πριν μπει στο τραγούδι του) να χτυπά την πόρτα του κόκκινου Volvo σε ένα πάρκινγκ της εθνικής. Ο φορτηγατζής τη διώχνει και την κακολογεί στον νεαρό επιβάτη του.

Το «Φορτηγό» άφησε, λοιπόν, τον 19χρονο Διονύση στην Κηφισιά στα τέλη Μαΐου του 1963, λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη (22 Μαΐου 1963). Στο βιβλίο, ο Σαββόπουλος περιγράφει το πώς πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει την πατρική εστία και έναν διάλογο που είχε με τον πρόωρα χαμένο φίλο του, Αλκη Σαχίνη:

«Ο Άλκης ο Σαχίνης, που ξενυχτούσαμε μαζί τον Λαμπράκη έξω από το ΑΧΕΠΑ μου´λεγε: “Τι θα κάνουμε, τι θα κάνουμε;”. “Θα γίνουμε αληθινοί” αποφάνθηκα.

»Το ίδιο βράδυ τσακώθηκα πολύ άσχημα με το σπίτι μου, γιατί μου έκαναν παρατήρηση τι ώρα γύρισα. Στον κόσμο τους αυτοί. Τους άκουγα να ξεφωνίζουν. Εγώ δεν μίλησα, γύρισα την πλάτη, έριξα μερικά ρούχα σε μια βαλιτσούλα και βγήκα με την βαλιτσούλα στην Εθνική οδό απέναντι από το εργοστάσιο Φιξ να με πάρει κανένα αυτοκίνητο για κάτω»…

Το θεσσαλονικιώτικο σύμπαν του Σαββόπουλου (την οικογένεια, τους φίλους και τις παρέες των 50s και των 60s) το αποτύπωσε σε βιβλίο με συνεντεύξεις και ντοκουμέντα ο δημοσιογράφος Κώστας Μπλιάτκας («Υπόγεια Διαδρομή», εκδ. Ιανός, 1999).

Μόλις έφτασε στην πρωτεύουσα και επί ενάμισι χρόνο το 1963 και το 1964, ο Σαββόπουλος κοιμόταν σε παγκάκια (στον Εθνικό Κήπο και στην Πλατεία Κολωνακίου), πάνω σε αφίσες σε γραφεία νεολαιίστικων οργανώσεων, τον φιλοξενούσαν κατά διαστήματα ο Μάνος Λοΐζος στον Ταύρο, ο Νίκος Μαμαγκάκης, ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Ο Άγγελος Ραζής.

Με τον Μάνο Λοΐζο (δεξιά) το 1966 στη Θεσσαλονίκη

Μετά τα πρώτα μεροκάματα ως τραγουδιστής στις μπουάτ έπιασε ένα μικρό διαμέρισμα. Εκεί έγιναν οι πρώτες συναντήσεις με την Ασπα. Ηταν δύο νέα παιδιά. Εκείνος ήταν ακατάστατος. Την πρώτη φορά που τον επισκέφθηκε η Ασπα στο δικό του διαμέρισμα έπεσε στο πάτωμα καφές… και ο Σαββόπουλος έβγαλε από τη ντουλάπα ένα κουλουριασμένο σεντόνι και τον μάζευε. Εμειναν μαζί μια ολόκληρη ζωή και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Κορνήλιο και τον Ρωμανό, καθώς και δύο εγγόνια, τον Διονύση και τον Ανδρέα. Η Ασπα στάθηκε βράχος στο πλευρό του Διονύση μέχρι την τελευταία ημέρα.

Στην αρχή, πριν το «Φορτηγό» (1966), ο Σαββόπουλος τραγουδούσε εδώ κι εκεί: κιθάρα και φωνή. «Τα τραγούδια του Σαββόπουλου εισβάλλουν απότομα, σχεδόν βάναυσα στον κόσμο μας τον τακτοποιημένο και προσπαθούν να τον αποταξινομήσουν», έγραφε ο Γιάννης Καλεώδης τον Δεκέμβριο του 1965, βλέποντας για πρώτη φορά τον Σαββόπουλο να τραγουδάει ζωντανά σε μπουάτ.

Οσοι αγαπήσαμε τα τραγούδια του, πολλοί από τα πρώτα εφηβικά μας χρόνια, ανακαλύψαμε σ’ αυτά κάτι που είχαμε ανάγκη. Μας το πρόσφερε με την πυρετική του ανάγκη για επικοινωνία ένας τραγουδιστής με παράξενη φωνή: μας μιλούσε για τις ανθρώπινες σχέσεις —τον έρωτα, την αγάπη και τη φιλία— και την ιδιαίτερη χώρα που ζούσαμε. Μιλούσε για την ελευθερία αλλά και το αίσθημα να στη στερούν, για τον μικροαστισμό, τη μετανάστευση και τη νοσταλγία για την πατρίδα, την αδικία και τη δικαίωση, τη φτώχεια και την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή. Και ο Σαββόπουλος μας έγινε απαραίτητος. Οι στίχοι και ο σκοπός των τραγουδιών έμεναν στο μυαλό μας, μπλέκονταν με τα βήματά μας. «Εκατομμύρια μηχανές τυραννάνε/ τις φτωχές μας τις ζωές» («Οι πίσω μου σελίδες», 1969).

Ο Σαββόπουλος στην μπουάτ Ρουλότα το 1965

Σε κάποια κομμάτια καταλάβαινες αμέσως τα λόγια, σε άλλα ένιωθες ότι είχες πολλά να ανακαλύψεις. Σε «έπιανε» αμέσως όμως το αίσθημα. Και έψαχνες να βρεις τον κόσμο από τον οποίο ξεπήδησαν αυτές οι λέξεις. Να βρεις κι άλλα στα έγκατα των στίχων. Γιατί δεν το υποψιαζόσουν απλώς, ήξερες ότι υπήρχαν. «Θα ξανοιχτούμε κι οι δυο μέσα στη θλίψη της μέρας/ σαν θαλάσσιος ελέφας θα σε αγαπώ/ Και σαν φεγγάρι τρελό μέσα σε σήραγγα τρένου/ το τραγούδι του ξένου θα σου ξαναπώ», («Το μωρό», 1972).

Στο μεταξύ είχες αρχίσει να τραγουδάς και η μουσική να σε παίρνει μαζί της. Πολλές φορές αναπάντεχη και ορμητική, γινόταν όμως γρήγορα δική σου. Αλλού, η μουσική ήταν μελωδική, σχεδόν ονειρική. Ο Σαββόπουλος συνδύαζε το βάθος με την αμεσότητα, την ορμή με την ευαισθησία, την ειρωνεία με τον αυτοσαρκασμό: «Σαν ρεμπέτικο παλιό/ σβήνει η φωνή μου και σκορπάει/ πουθενά στον τόπο αυτό/ η μπογιά μου τώρα πια δεν περνάει», («Σαν ρεμπέτικο παλιό», 1969).

Οσοι περάσαμε το στάδιο της μύησης στα κομμάτια της πρώτης περιόδου (1963-1975) γυρεύαμε να ανακαλύψουμε κι άλλα. Και αξιώναμε ο καλλιτέχνης να μας δικαιώνει, να αντανακλά την ιδεολογία και τις απόψεις μας, ακόμη και τον τρόπο ζωής μας. Με άλλα λόγια, να τον ελέγχουμε: μη μας φύγει.

Εκείνος ήταν εγωιστής, αυστηρός με όσα δεν του άρεσαν και επίμονος να κάνει τα πράγματα με τον δικό του τρόπο. Ομως ταυτόχρονα παραδινόταν στην ομορφιά. Ηθελε την επαφή με τον κόσμο, το κοινό, αλλά στον χώρο μιας γιορτής που είχε σκηνοθετήσει ο ίδιος. «Μοιράζω το ψωμί, σας δίνω το παγούρι/ στα μάτια σάς κοιτάζω και λέω ένα τραγούδι/ Και το τραγούδι λέει πως παίρνω την ευθύνη/ Πως είμαι αρχηγός σ’ αυτό το πανηγύρι» («Μπάλλος», 1971).

Ο Σαββόπουλος με τους μουσικούς του συνοδοιπόρους

Ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1960, ο Σαββόπουλος ήταν ένας σταρ για το νεανικό κοινό της εποχής. Παρότι μετά τη χούντα —από την οποία φυλακίστηκε και βασανίστηκε— «αφορίστηκε» πολύ γρήγορα από το ΚΚΕ, γιατί είχε αρχίσει να σατιρίζει τη ρητορεία και τα τσιτάτα των πολιτευτών, οι νέοι του αριστερού χώρου συνέχισαν να αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του κοινού του. Κοινό φανατικό, που ήθελε ο καλλιτέχνης να του μοιάζει, να το επιβεβαιώνει. Ομως ο Σαββόπουλος ήταν ο λάθος άνθρωπος για μια τέτοια σχέση. «Οι στίχοι μου μεταβάλλονται μαζί μου» είχε δηλώσει από πολύ νωρίς (11/7/1966, «Μακεδονική Ώρα»).

Μέσα σε δέκα σχεδόν χρόνια, από το 1966 που κυκλοφόρησε ο πρώτος του δίσκος, το «Φορτηγό» (με τα εμβληματικά τραγούδια: «Η Συννεφούλα», «Βιετνάμ γιε-γιε», «Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη», «Ήλιε ήλιε αρχηγέ», «Τα κορίτσια», «Τα πουλιά της δυστυχίας», «Οι παλιοί μας φίλοι») έως το 1975 που βγήκε ο δίσκος «Δέκα χρόνια κομμάτια» με τη Σωτηρία Μπέλλου να καρφώνει με τη φωνή της το «Ζεϊμπέκικο» («Μ´ αεροπλάνα και βαπόρια») στην ιερή αθανασία της ελληνικής μουσικής, είχαν ήδη κυκλοφορήσει αριστουργήματα:

—«Το Περιβόλι του Τρελλού» (1969). Εδω αρχίζει να χτίζεται η σαββοπουλική μυθολογία ή αλλιώς να σχηματοποιείται αυτό που λέμε Σαββόπουλος. Μετά τον πρώτο δίσκο κιθάρα – φωνή («Φορτηγό», 1966) μπαίνουν τα όργανα: η ορχήστρα. «Σκάνδαλο» για τους φαν του πρώτου δίσκου. Από τότε δίχαζε ο Σαββόπουλος. Σκεφτείτε: 1969, σε ηλικία μολις 25 ετών.

«Το “Φορτηγό” βγήκε το 1966, το “Περιβόλι του τρελού” το 1969, όταν έχει ήδη προκύψει χούντα στην Ελλάδα, εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, 300.000 αμερικανοί στρατιώτες στο Βιετνάμ, ο Μάης του ‘68, το περίφημο καλοκαίρι της αγάπης, η έξοδος των “χίπις”, η είσοδος του LSD σε μεγάλες ποσότητες μέσα στα αμερικανικά πανεπιστήμια, οι ελεύθερες ανοιχτές συναυλίες rock στις ακτές του Σαν Φρανσίσκο, η αποθέωση του Woodstock, Χατζιδάκις και Θεοδωράκης εκτός Ελλάδος (για διαφορετικούς λόγους ο καθένας), και πολλά άλλα γεγονότα που συνέθεσαν την πιο καθοριστική μετά τον Πόλεμο τριετία ολόκληρου του 20ου αιώνα» γράφει το 2003 ο Γιώργος Νοταράς στην έκδοση «Η Σούμα» (εκδ. Ιανός) που περιλαμβάνει όλους τους στίχους των τραγουδιών του Σαββόπουλου από το 1963 έως το 2003.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος και τα Μπουρμπούλια (από αριστερά): Νίκος Τσιλογιάννης, Γιάνος Λαμπίτσι, Διονύσης Σαββόπουλος, Σπύρος Καζιάνης, Βασίλης Ντάλλας, Νίκος Μουρίκης

Στον δίσκο αυτόν, από τις πρώτες λέξεις του εναρκτήριου τραγουδιού «Κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ…» («Το περιβόλι») έως το αεράκι του «να μας πάρεις μακριά» («Θαλασσογραφία»), την «Άννα» και «Τα παιδιά που χάθηκαν» (τι τραγούδι!) οι σκληροπυρηνικοί Σαββοπουλικοί ξέρουν απέξω κάθε στίχο. Και οι λιγότερο σκληροπυρηνικοί, σίγουρα έχουν ακούσει ή τραγουδήσει κάποτε το κομμάτι που κλείνει την δεύτερη πλευρά του βινυλίου και ξεκινάει με τον εμβληματικό στίχο «Η οθόνη βουλιάζει…» («Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη»). Ο Σαββόπουλος το έγραψε για τον Τσε Γκεβάρα αλλά έβαλε στον τίτλο τον Καραϊσκάκη για να περάσει από τη λογοκρισία της χούντας. Κάπως έτσι το τραγούδι μπήκε ακόμη και στις σχολικές γιορτές για την 25η Μαρτίου… Άλλο ένα δείγμα του ελληνικού σουρεαλισμού.

—«Μπάλλος» (1971). «Ωχ! πηδώ χοροπηδώ/ κι έχω ένα τσίρκο ηλεκτρικό/ μες το μυαλό μου/ μες το μυαλό μου που ‘χει όρια/ και μια ελευθερία ζόρικια/ αλίμονό μου» λένε οι στίχοι στον «Μπάλλο», στο ψυχεδελικό τραγούδι που έπιανε τη μία πλευρά του ομότιτλου βινυλίου. Και στην άλλη πλευρά μεταξύ άλλων το «Κιλελέρ», «Ο παλιάτσος κι ο ληστής» (διασκευή του «All along the watch tower» του Ντίλαν), «Έρχεται βροχή, έρχεται μπόρα» και «Σημαία από νάιλον».

Oπως έγραψε ο Φώντας Τρούσας στη Lifο, «πρόκειται για ένα εκπληκτικό ροκ άλμπουμ. Ίσως το κορυφαίο στην ιστορία του ελληνικού ροκ. Υπάρχει η αντίληψη πως αν εξετάζεις τον Διονύση Σαββόπουλο μέσα στο χώρο τού ελληνικού ροκ, τον υποτιμάς. Πως ο Σαββόπουλος υπερβαίνει συγκυρίες, στεγανά, είδη μουσικά κ.λπ. και πως πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά μόνας μέσα στο ελληνικό τραγούδι γενικότερα, σαν ξεχωριστή οντότητα. Δεν είναι λάθος αυτό.

»Οπως δεν είναι λάθος αν υποστηρίξει κάποιος πως η ροκ περίοδος του Σαββόπουλου, και βασικά τα άλμπουμ “Μπάλλος” και “Βρώμικο Ψωμί”, αποτελούν από μόνα τους κάτι ξεχωριστό, κάτι μεγάλο και πολύ σοβαρό και πως κάπου θα… χαθούμε στο μέτρημα, αν δεν εξάρουμε τη συμβολή τού ροκ στην δημιουργία τους (…) Ο “Μπάλλος” φτιάχτηκε, δυνάμωσε και δραπέτευσε μέσα από το Rodeo, ενώ το “Βρώμικο Ψωμί” μέσα από το Κύτταρο».

—«Το Βρώμικο Ψωμί» (1972). «Ο Μπάλλος έσκασε σαν βόμβα το 1971, το “Βρώμικο Ψωμί” ήρθε ένα χρόνο μετά, ακόμα πιο σαρδόνιο ακραίο και ακατανοητό…» γράφει ο Γιώργος Νοταράς.

«Κανένα πλάσμα του Θεού δε ζει σε τέτοιο βάθος/ όπου σ’ αγάπησα πολύ κι απόμεινα μονάχος» λένε οι στίχοι στη «Μαύρη Θάλλασα», κι αυτό είναι το ένα από τα δύο κορυφαία τραγούδια του δίσκου. Το άλλο είναι ίσως το κορυφαίο τραγούδι του Σαββόπουλου, το «Ζεϊμπέκικο», στην πρώτη του ηχογράφηση με τον τραγουδοποιό να λέει ο ίδιος και την πρώτη και τη δεύτερη φωνή. Ακολούθησαν δύο αστρικά ντουέτα: ο Σαββόπουλος με τη Μπέλλου το 1975 και με τη Λένα Πλάτωνος στο ζωντανό άλμπουμ «Αναδρομή ’63-’89» (1990).

Το ντουέτο με τη Μπέλου μπαίνει στον δίσκο «Δέκα χρόνια κομμάτια» (1975), τον πρώτο δίσκο του Σαββόπουλου μετά την πτώση της χούντας που ξεκινάει με το τραγούδι «Οι δεκαπέντε (Αμνηστεία ’64)» για το κλείσιμο μιας πολυετούς, σκοτεινής περιόδου, διώξεων και ανελευθερίας, που ακολούθησε τον Εμφύλιο:

«Είμαστ’ οι πρώτοι κι ακολουθάνε/ αναστημένοι χίλιοι νεκροί»…

Στον ίδιο δίσκο το «Μια θάλασσα μικρή», «Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη» για τον ποιητή και αγαπημένο φίλο του Διονύση, Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, και δυο «ύμνοι» των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης: «Στη Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ» και «Σαν τον καραγκιόζη».

Το 1975 ο τραγουδοποιός συνοψίζει δέκα χρόνια δισκογραφίας και παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην ελεύθερη τηλεόραση της Μεταπολίτευσης στην ταινία-ντοκιμαντέρ «Χαίρω Πολύ Σαββόπουλος» του Λάκη Παπαστάθη. Το φιλμ συνοδεύουν οι μάσκες του Αλέξη Κυριτσόπουλου, ο οποίος εικονογράφησε τους περισσότερους δίσκους του Σαββόπουλου και υπήρξε ένας από τους πιο σταθερούς φίλους και συνεργάτες του Διονύση μαζί με τον Τάσο Φαληρέα, που έφυγε πρόωρα 2000, καθώς και τον ζωγράφο Αγγελο Ραζή.

Με τον σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη στο «Κύτταρο» το 1973

Περιέργως, από τότε (1975), ο Σαββόπουλος ήταν αυτός που ξέρουμε και σήμερα. Δεν είχε καμία διάθεση να κολακέψει το κοινό του. «Συμπληρώσατε δέκα χρόνια στο τραγούδι. Με την ευκαρία αυτή τι θα είχατε να πείτε στο κοινό σας;», τον ρωτάει στο ντοκιμαντέρ ο σκηνοθέτης Μάνος Ευστρατιάδης. Και ο Σαββόπουλος απαντά: «Οτι σιγά-σιγά η σχέση μας και βάθυνε και ωρίμασε. Και όπως κάθε βαθιά και ώριμη σχέση, έτσι κι αυτή έγινε ανυπόφορη. Αλλά εγώ ακριβώς σε αυτή την ευτυχοδυστυχία ποντάρω και λέω ότι έχουμε πολύ ακόμα»…

Οι επόμενοι τέσσερις δίσκοι είναι κι αυτοί μέρος της σκληροπηρυνικής Σαββοπουλικής μυθολογίας. Ο ένας καλύτερος απ’ τον άλλον. Το 1976, στη μουσική που γράφει για την ταινία Happy Day του Παντελή Βούλγαρη που γυρίζεται στη Μακρόνησο υπάρχει κρυμμένο ένα άγνωστο -εκτός του κύκλου των σκληροπυρηνικών- τραγούδι του: «Οποιος λύγισε εκεί/ λέω για πάντα έχει σωθεί/ όχι που δεν είναι στη ζωή/ μα που υπόφερε πολύ» («Σχόλιο»). Ανάθεμα πόσοι το κατάλαβαν μέσα στο κλίμα της εποχής. Πήρε πάντως το βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αρνήθηκε να το παραλάβει αλλά τραγούδησε στην τελετή το τραγούδι μπροστά στην κριτική επιτροπή.

Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, 1976. Ο Σαββόπουλος λέει το τραγούδι της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη, Happy Day, στην τελετή λήξης, στην αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών

Ενα από τα ατόφια αριστουργήματά του Σαββόπουλου έρχεται ένα χρόνο μετά, το 1977: «Σε γιορτινό αγώνισμα παίζατε τις αμάδες/ και δεν καταδεχόσασταν το κωμικό παιδί»…

Πρόκειται για τους «Αχαρνής»: Νίκος Παπάζογλου, Μανώλης Ρασούλης, Μελίνα Τανάγρη, Σάκης Μπουλάς, Νίκος Ζιώγαλας, Βαγγέλης Ξύδης, Κώστας Γεωργίου, Ηλίας Λιούγκος. Η ιστορία γνωστή. Ο Κουν του παρήγγειλε μουσική για παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, ο Σαββόπουλος έκανε τα δικά του, αυτό που πήγε στον Κουν δεν μπορούσε να ενταχθεί στο ανέβασμα του αριστοφανικού έργου, κι έτσι γεννήθηκε κάτι ξεχωριστό και ανεπανάληπτο. Το βλέμμα του Σαββόπουλου πάνω στους «Αχαρνής» αλλά και πάνω στο κλίμα των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης με τη συμμετοχή ορισμένων από τους πιο ταλαντούχους τραγουδιστές και μουσικούς της περιόδου.

«Αυτή η έκπτωση της κοινωνικής ατομικότητας, αυτή η δίψα για τα στοιχειώδη της ζωής, αυτός ο οίστρος της ακολασίας που αγγίζει τα όρια της αγιότητας, αυτή η αηδία του ζην κατά πόλιν, ο αυτοσαρκασμός, η κατάλυση του εγώ, η αυτοτιμωρία και η ναυτία της υπάρξεως που χαρακτηρίζουν το έργο του γενικά, αλλά αποκρυσταλλώνονται στους “Αχαρνής” του με τρόπο αυθεντικής μαρτυρίας, του δίνουν δικαιωματικά θέση πλάι στην “Αληθινή απολογία του Σωκράτη” του Βάρναλη» έγραψε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στο «Βήμα» τον Απρίλιο του 1977.

Δύο χρόνια μετά, με τη «Ρεζέρβα» (1979), ο Σαββόπουλος σόκαρε το πανελλήνιο με το τραγούδι του για τον Νίκο Κοεμτζή που έπιανε μια ολόκληρη πλευρά του διπλού δίσκου. Και μας έδινε πάλι όλα αυτά τα στοιχεία που μας κρατούσαν κοντά του από την αρχή. Με κομμάτια σταθμούς: «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη» με την Αλκηστη Πρωτοψάλτη, «Τι έπαιξα στο Λαύριο», «Πρωινό» με την Αφροδίτη Μάνου και στο τέλος του δίσκου το τραγούδι «Ασπα» για το κορίτσι με το οποίο μοιράστηκε τη ζωή του:

«Τώρα νιώθω γιατί είναι οι νόμοι σου σκληροί
από τον έρωτά σου κρατούν
κι όχι από μια βία σημερινή,
Άσπα, δε φοβάμαι πια, και ξέρω γιατί.

Πίσω σκοτάδι και φυλακές
που αποδράσαμε με πτήσεις αργές,
σαν από όνειρο μια σκηνή
που στο μέλλον θα ξανασυμβεί.

(…)

Σταθερά στη βροχή
πριν το τρένο αποσπαστεί,
τα χρυσά σου χείλη ακουμπάς
στα βρεγμένα μάγουλά μου,
Άσπα, κάνε λίγο υπομονή χαρά μου».

Ο γάμος με την Ασπα έγινε την 28η Οκτωβρίου του 1967. «Τη μέρα του ΟΧΙ, εγώ είπα το “ναι”», έλεγε ο Σαββόπουλος…

Το 1983, με τα «Τραπεζάκια Εξω» ο τραγουδοποιός γνώρισε τεράστια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία. Πλάι στο «ας κρατήσουν οι χοροί» που τραγουδούσε τότε όλη η Ελλάδα και την «Πρωτομαγιά» με τα «άθλια χωριουδάκια», την «ασυνάρτητη επαρχία» και τα κασετόφωνα στις «παραλίες σκουπιδοτόπων», θα βρει κανείς μερικά από τα ωραιότερα, χαμηλότονα κομμάτια του.

Οπως το «Μυστικό Τοπίο»: «Για να σ’ αγκαλιάσω με καημό/ και τόσο να σε νιώσω/ όσο είναι τοπίο μυστικό/ τούτο δω/ που ποθώ ν’ αποδώσω». Ή και λιγότερο χαμηλότονα όπως το μεγαλειώδες «Τσάμικο»: «Τόσος κόσμος πλάι του πέρασε/ και τον προσπέρασε/ τι να ζητάει;/ Επαρχιώτης στην Ομόνοια/ μες το ψιλόβροχο/ αρχές του Μάη».

Δεν έχουν νόημα όμως οι λίστες για βιωμένα πράγματα. Σε μια εικοσαετία, από το 1963 που σκάρωσε τα πρώτα του τραγούδια στην κιθάρα έως το 1983 που βγήκαν τα «Τραπεζάκια έξω», ο Σαββόπουλος έγραψε το σάουντρακ μιας ολόκληρης εποχής.

«Διαπερνάει θριαμβικά τις δεκαετίες για πολλούς λόγους και κυρίως για έναν» σημείωνε το 2001 ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης: «Γιατί τα τραγούδια του, ως στίχοι, ως μουσική και ως συνδυασμός των δύο, πετυχαίνουν τη συμπύκνωση εκείνη που τα διασώζει κατά την τριβή τους με το πένθος των ημερών».

Ο Σαββόπουλος δεν δέχτηκε η μουσική και τα τραγούδια του να γίνουν χαλί ή αλλιώς συμπλήρωμα για βεβαιότητες και τσιτάτα. Η επιμονή του αυτή τον έβαλε πολλές φορές στο στόχαστρο. Τώρα όμως θα γραφτούν «εγκυκλοπαίδειες». Εκ του ασφαλούς.

Πίσω στην ιστορία μας. Στη συνέχεια, μετά τη sold out συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο και αφού είχαν προηγηθεί η πετυχημένη εκπομπή «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» στην ΕΡΤ και η συνάντηση με τον Μάνο Χατζιδάκι στον Σείριο ζύγωνε η ώρα για τη ρήξη με το κοινό του.

Πολλοί από όσους προσέγγιζαν τον Σαββόπουλο «εξωτερικά» ως αριστερό νέο των 60s και των 70s ήρθε η ώρα να γίνουν έξαλλοι. Η αφορμή και η σπίθα που άναψε τη φωτιά ήταν ο δίσκος «Το Κούρεμα» που εκδόθηκε το 1989. Ο δίσκος δεν ενόχλησε μόνο τους στρατευμένους αυριανιστές αλλά ένα ευρύτερο κοινό. Το τραγούδι «Κωλοέλληνες» μαζί με το αδερφάκι του, το «Μην περιμένετε αστειάκια», είπαν αυτά που πολλοί νιώθουμε σε τούτη εδώ τη χώρα. Και είναι ίσως ό,τι πιο διεισδυτικό και τολμηρό έχει γραφτεί για όσα διαχρονικά μας πληγώνουν, έστω κι αν αλλάζουν χρώματα περνώντας από την εξουσία.

«Το Κούρεμα», όνομα και πράγμα, το 1989 προκάλεσε θύελλα

Στους «Κωλοέλληνες»: «Στην Ελλάδα ζεις, δεν υπάρχει ελπίς». Και στο «Μην περιμένετε αστειάκια»: «Ημασταν πάντοτε μιας ήττας/ που νικάει την εξουσία/ και ξαφνικά μας παρεδόθη αληθινά•/ τι τραγωδία»

Σε αυτό το τραγούδι είναι που λέει «ας έρθουν και οι γνωστοί ιθαγενείς της Αυριανής» και βέβαια δεν ήθελαν και πολύ να ορμήξουν, όλοι μαζί, καταπάνω του.

Πλάι σ’ αυτά τα δύο μαχητικά τραγούδια, στον ίδιο δίσκο υπάρχουν το «Εμείς του ’60» και το «Καλοκαίρι», που ανήκουν στα διαχρονικά αριστουργήματα του Σαββόπουλου. Ποιος του στάθηκε τότε στα δύσκολα; Ενας άγιος της μουσικής μας: ο Μάνος Χατζιδάκις.

Οσοι, λοιπόν, ήθελαν τον Σαββόπουλο στρατευμένο καλλιτέχνη μάλλον δεν είχαν διαβάσει στα τραγούδια του την «επιθυμία της υπαρξιακής απελευθέρωσης από κάθε πολιτικό και κοινωνικό προκαθορισμό», όπως γράφει ο Δημήτρης Καράμπελας στο περίφημο βιβλίο του «Διονύσης Σαββόπουλος» (Μεταίχμιο, 2003) που επανεκδόθηκε το 2024.

Καθώς φούντωνε, λοιπόν, το 1989 η οργή των αυριανιστών και δεν πατούσε ψυχή στο μαγαζί όπου εμφανιζόταν στην Πλάκα, τα μάζεψαν ο Διονύσης με την Ασπα και έφυγαν (όπως τότε στη χούντα). Πήγαν να ζήσουν για ένα χειμώνα στη Νέα Υόρκη όπου ο Σαββόπουλος τραγουδούσε μερικά βράδια της εβδομάδας σε ένα κλαμπάκι.

Συνέβη όμως τότε και το αντίστροφο: η βάρκα εκείνων που τον προσέγγιζαν «από μέσα», όχι «εξωτερικά» ως έναν ακόμη αριστερό καλλιτέχνη, όσων δηλαδή είχαν επικοινωνήσει βαθύτερα με τη μουσική και τους στίχους, άρχιζε σιωπηλά να γεμίζει. Στην αρχή διστακτικά, στη συνέχεια με μεγαλύτερο θάρρος. Ίσως γιατί η σύνδεση όσων παρέμεναν ήταν με το «απογυμνωμένο καλώδιο» της ποίησης, όπως έγραψε πάλι ο Σκαμπαρδώνης για τον Σαββόπουλο.

Ο τραγουδοποιός δήλωσε το 2023 στον Αρη Δημοκίδη και τη Lifo ότι στο «Κούρεμα» κάποια τραγούδια γράφτηκαν με το μυαλό, ενώ συνήθως έγραφε τα κομμάτια του με την καρδιά. Βεβαίως, πολλοί θα πουν ότι γράφοντας με το μυαλό είπε πράγματα που εκφράζουν πολύ περισσότερους από τους μισούς Έλληνες. Χτύπησε τη ρίζα του κοινού βιώματος.

Αφότου καταλάγιασε το cancel απέναντι στον Σαββόπουλο μετά το «Κούρεμα», τη δεκαετία του 1990 κυκλοφόρησαν σε CD τα δύο τελευταία άλμπουμ που έγραψε σε στούντιο:

—Στον δίσκο «Μην πετάξεις τίποτα» (1994) ο Σαββοπουλος, 50 ετών πια, συνδέεται με το αίσθημα των 15άρηδων μέσα από το τραγούδι ο «Μικρός Μονομάχος».

Στο κομμάτι αυτό καταγράφει όσα συγκροτούν το σύμπαν ενός εφήβου στις αρχές της δεκαετίας του 1990: οι γονείς, οι συμμαθητές, «οι ομάδες, οι ροκάδες, οι σταθμοί και οι φυλλάδες», «οι εξάρσεις του εθνικού μας βίου», «η φιλόλογος ψωνάρα το Μεγάρου Μουσικής», ο προγυμναστής του φροντιστηρίου, «όλος πιτυρίδα μούσι και τσαντάκι» και παράλληλα η ανάγκη αυτού του παιδιού να εκφραστεί και να επικοινωνήσει αυτά που ο ίδιος αισθάνεται.

Φορώντας τον σκούφο και τα ακουστικά του ντριπλάρει ολομόναχος τη μπάλα του μπάσκετ σε ένα ανοιχτό γηπεδάκι. Ενα παιδί που κλείνεται στον εαυτό του για να συναντήσει όλους τους άλλους συνομηλίκους του που κάνουν το ίδιο. Σκέφτεται κανείς πόσο επίκαιρο είναι σήμερα το κομμάτι αυτό καθώς μεγαλώνουν η πίεση και η μοναξιά που βιώνουν τόσοι έφηβοι στην εποχή μας, αυτή της online «επικοινωνίας», του Instagram και του TikTok.

Ο Σαββόπουλος «συνάντησε», λοιπόν, το 1994 τους 15άρηδες. Πέντε χρόνια πριν, στο «Κούρεμα», είχε θέσει ο ίδιος στον εαυτό του αυτό ακριβώς το κριτήριο για να συνεχίσει να γράφει τραγούδια: «Σ’αυτή την ηλικία, ή μιλάς της καθε μιας γενιάς, ή κλείνεις και σιωπάς» («Εμείς του 60», 1989).

—Τα Χριστούγεννα του 1999, το τελευταίο στούντιο άλμπουμ του Σαββόπουλου, «Ο Χρονοποιός», περιλαμβάνει και το τελευταίο μεγάλο τραγούδι του. Είναι κρυμμένο ως bonus track στο τέλος του CD και έχει τίτλο «Πρωτοχρονιές του Ραδιοφώνου». Εκεί, η δική του παιδική ηλικία συναντά αυτή των παιδιών του και μαζί όλους εμάς. Οι «Πρωτοχρονιές του Ραδιοφώνου» της δεκαετίας του 1950 δίνουν τη σκυτάλη στις επόμενες γενιές. Για «να υψώσουν της γιορτής τα δώρα» και να αναμετρηθούν με τον χρόνο. Για να δώσουν τώρα οι επόμενοι «ένα σχήμα» στα χρόνια που «τρέχουν χύμα». Δεν είναι τυχαίο ότι εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, στο πρώτο και αποχαιρετιστήριο βιβλίο του, ο Σαββόπουλος δανείζεται τον τίτλο από τα στιχάκια εκείνου του τραγουδιού: «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα»…

Συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο το 1983. Ο Διονύσης και η Ασπα έφυγαν με αερόστατο

Οπως είναι γνωστό, ο Σαββόπουλος ανέδειξε και στήριξε πρόσωπα του ελληνικού τραγουδιού μέσα από συνεργασίες επί σκηνής και παραγωγές δίσκων (το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι η θρυλική «Εκδίκηση της γυφτιάς» του 1978). Η λίστα είναι μακρά και θα αποτελούσε βέβαια αντικείμενο ενός ξεχωριστού αφιερώματος. Οπως και η ιστορία που έγραψε ο Διονύσης ως μοναδικός στο είδος του ηθοποιός σκηνής σε μικρούς και μεγάλους χώρους σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Υπήρξε ίσως ο πιο πετυχημένος σκηνοθέτης μουσικών παραστάσεων και ταυτόχρονα ένας μοναδικά εκφραστικός πρωταγωνιστής. Από το Ροντέο και το Κύτταρο ως τα Εννέα Όγδοα, το Ζουμ και τη Σφεντόνα και από τη σκηνή του Μετρό έως το Μέγαρο Μουσικής. Από τις πλατείες και τα γηπεδάκια σε χωριά, νησιά και κωμοπόλεις σε όλη την Ελλάδα έως το Ηρώδειο, το Ολυμπιακό Στάδιο και το Καλλιμάρμαρο και μέχρι την τελευταία συναυλία, στις 21 Ιουνίου του 2025, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη. Τις τελευταίες του δυνάμεις τις άφησε ουσιαστικά στη σκηνή.

Η αφίσα της τελευταίας συναυλίας του Διονύση Σαββόπουλου τον Ιούνιο του 2025:

Τελικά, είναι καλύτερο να παρακολουθείς επί δεκαετίες έναν καλλιτέχνη που σου επιτρέπει να διαφωνήσεις μαζί του ή κάποιον που φροντίζει να σε κολακεύει για να μη σε χάσει. Το μέγεθος του Σαββόπουλου του επέτρεπε να υπερβαίνει τη στράτευση, παρότι συχνά έπαιρνε θέση με τρόπο που ενοχλούσε μέρος του κοινού του. Δεν «αντάλλαξε» όμως ποτέ οποιαδήποτε τοποθέτησή του για πολιτικά ή άλλα ζητήματα με αξιώματα. Δεν έγινε ούτε υπουργός, ούτε ευρωβουλευτής. Επί 60 χρόνια, από το 1965 έως τον Ιούνιο του 2025 παρέμεινε στη σκηνή.

Τι ήταν αυτό που έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση αν είχες την τύχη να τον γνωρίσεις από κοντά; Το φως του μυαλού, αυτό που λέμε ιδιοφυΐα. Η ικανότητά που είχε να δίνει σχήμα και νόημα στα πράγματα όταν οι περισσότεροι προσπαθούσαμε να τα ψηλαφίσουμε. Αλλά και μια κρυμμένη τις περισσότερες φορές αλλά βαθιά ευαισθησία η οποία εκδηλωνόταν με τρόπο καθοριστικό όταν συμπαθούσε κάποιον ή, καλύτερα, όταν αυτός ο άνθρωπος τον συγκινούσε. Και δεν εννοώ μόνο ανθρώπους διάσημους ή αναγνωρισμένους.

«Είστε γενικά ευχαριστημένος;» ρώτησε τον 30χρονο τότε Σαββόπουλο η Ολγα Μπακομάρου («Γυναίκα», Απρίλιος 1974). Κι εκείνος απάντησε: «Τι πάει να πει ευχαριστημένος; Ο άνθρωπος στη ζωή δεν ήρθε για να ευχαριστηθεί, αλλά για να αντέχει την πραγματικότητα»…

Αν ο Διονύσης, όπως λέει στο «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη», ταξίδεψε ως εδώ στο «υπόγειο νησί» των ποιητών της Θεσσαλονίκης, όλοι εμείς ταξιδέψαμε στον «πλανήτη» του.

Exit mobile version