Τι κάνετε όταν βλέπετε ένα περιπολικό της Τροχαίας στην Εθνική Οδό που πηγαίνει με 115 χλμ./ώρα σε σημείο με όριο 120; Θα σας πω:
♦ Πηγαίνοντας εσείς με 140 χλμ./ώρα σε σημείο με όριο 120 βλέπετε στο βάθος το περιπολικό. Γύρω του «ζουζουνίζουν» μερικά ΙΧ σαν να χάλασε η μηχανή τους. Προετοιμάζεστε λοιπόν — φοράτε τα ρούχα της παράστασης— για να προστεθείτε κι εσείς σε αυτή τη νομοταγή κυψέλη των αυτοκινήτων που βρίσκεται γύρω από το όχημα της Τροχαίας που πηγαίνει σταθερά με 115 χλμ. ώρα.:
—Πρώτα πατάτε φρένο, βγάζετε δεξί φλας, και με πλήρη τήρηση των αποστάσεων ασφαλείας περνάτε από την αριστερή λωρίδα στη μεσαία.
—Στη συνέχεια πλησιάζετε σαν τον κάβουρα το περιπολικό που πηγαίνει στη μεσαία λωρίδα προσέχοντας να μην ενοχλείτε τους υπόλοιπους συγκεντρωμένους (οδηγούς) γύρω του.
—Οταν φτάνετε πια πίσω από το περιπολικό, βγάζετε αριστερό φλας, μπαίνετε μαλακά στην αριστερή λωρίδα και κάνετε την πιο αργή προσπέραση στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Πώς γίνεται αυτή η προσπέραση; Σαν να έχει βουλώσει το φίλτρο βενζίνης —κάπως σαν να προσπαθείς να ρουφήξεις φραπέ με τσακισμένο καλαμάκι— και να μη περνάει το καύσιμο στον κινητήρα. Σαν το αμάξι να μην τραβάει.
—Το τρίτο μέρος του μονόπρακτου αφορά το «μετά» την προσπέραση. Οταν στον καθρέφτη δεν φαίνεται πια το περιπολικό και μετά την πρώτη στροφή, γκάζι, 140-150 χλμ. και όλα επανέρχονται στην προηγούμενη κατάσταση: κόλλημα στον μπροστινό, τρομοκρατία με τα φώτα, επικίνδυνες προσπεράσεις κ.ο.κ.
Με αυτό τον τρόπο είναι όλοι «ευχαριστημένοι». Και το πλήρωμα του περιπολικού που δεν διαπιστώνει καμία παράβαση στο οπτικό του πεδίο και οι οδηγοί των IX που περίμεναν το τριήμερο για να «ανοίξουν» λίγο το αμάξι.
Τι γίνεται όταν το τριήμερο ακολουθείται από τη ψήφιση του νέου Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) στη Βουλή ο οποίος προβλέπει υψηλότερα πρόστιμα για την υπέρβαση του ορίου ταχύτητας και αφαίρεση της άδειας οδήγησης ως και για τέσσερα χρόνια;
Κατά τας Γραφάς, όταν ψηφίζεται νέος ΚΟΚ στην πατρίδα μας και τα τηλεοπτικά κανάλια δείχνουν για μια-δύο ημέρες εκείνα τα ωραία πλάνα με τα μπλόκα της Τροχαίας που κάνουν ελέγχους, αυτό σημαίνει ότι η παράσταση περνάει από το μικρό θέατρο της Επιδαύρου (και τα μπουλούκια γύρω από τα περιπολικά στην Εθνική) στο μεγάλο και για περισσότερο καιρό. Οσο χρειάζεται για να ξεχαστεί και ο νέος ΚΟΚ.
Αυτή την εντύπωση μου έδωσε λ.χ. με αφορμή την ψήφιση του νέου ΚΟΚ την Τετάρτη (και πριν καν λάβει ΦΕΚ), η τελετουργία της τήρησης των κανόνων κυκλοφορίας στην Αττική Οδό τις τελευταίες ημέρες. Η συμπεριφορά των οδηγών ήταν πραγματικά συγκινητική. Με άλλα λόγια, ανταποκρινόταν πλήρως στο άρρητο κοινωνικό μας συμβόλαιο που λέει ότι κατά περίσταση και για λίγο, κράτος και πολίτες, υποδυόμαστε —κυριολεκτικά: παίζουμε θέατρο— ότι η χώρα αυτή λειτουργεί με κανόνες.
«Η εφαρμογή του νέου Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας αποτελεί βασική προτεραιότητα για την κυβέρνηση» δήλωσε την Παρασκευή ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Κωστής Χατζηδάκης. Παρατηρώντας την ίδια μέρα τον τρόπο οδήγησης στην Αττική Οδό σχημάτισα την εντύπωση ότι έχουμε συμφωνία. Οτι αυτή τη στιγμή ελεγκτές και ελεγχόμενοι ομονοούν στην τήρηση του ΚΟΚ.
Η απάντηση στο ερώτημα «πόσο θα συνεχιστεί αυτό;» εξαρτάται από την κυβέρνηση. Από το αν με την αστυνόμευση, τη χρήση των νέων τεχνολογιών και την καταπολέμηση του ρουσφετιού για το σβήσιμο κλήσεων η αίσθηση ατιμωρησίας θα περιοριστεί.
Διότι με την πατροπαράδοτη χαλάρωση του ελέγχων όταν «παλιώνει» κάθε ΚΟΚ και φεύγει από τα δελτία, η κυβέρνηση δεν δείχνει κανένα κοινωνικό πρόσωπο για τους καημένους τους παραβάτες, ούτε πετυχαίνει «βάθεμα και πλάτεμα της δημοκρατίας». Δείχνει παχυδερμισμό και ανευθυνότητα γιατί τα τροχαία στην Ελλάδα είναι η κύρια αιτία θανάτου των νέων.
Ενώ η δικαιολογία ότι οι Υπουργοί φοβούνται το χούι της Μεταπολίτευσης που λέει πως όταν μια κυβέρνηση προσπαθεί να τηρήσει τον νόμο φωνάζουμε όλοι «Χούντα!», δεν στέκει πλέον. Οι εποχές αλλάζουν: σήμερα πολύ περισσότεροι θέλουν την τήρηση των κανόνων για να προστατευθούν ανθρώπινες ζωές. Κι ας φωνάζουν «Χούντα!» όσοι θέλουν. Αλλωστε αυτοί που αναφωνούν συνεχώς «Χούντα!» κάνουν το ίδιο και στην ιδιωτική τους ζωή, όταν απλά κάποιος διαφωνεί μαζί τους και ξεμένουν από επιχειρήματα.
