Tα αποτελέσματα των εξετάσεων της λεγόμενης «ελληνικής PISA» επιβεβαίωσαν τις χαμηλές επιδόσεις των μαθητών μας και στα δύο γνωστικά αντικείμενα που εξετάστηκαν, Γλώσσα και Μαθηματικά | CreativeProtagon/SOOC
Απόψεις

Μετά τα αποτελέσματα της ελληνικής PISA, τι;

Αν συνεχίσουμε να προσφέρουμε Εκπαίδευση με τους όρους που το κάνουμε έως σήμερα, χωρίς να προχωρήσουμε σε μια μεγάλη συζήτηση και στην υλοποίηση συναινετικών και εκ βάθρων αλλαγών, μεγάλο μέρος των αυριανών ελλήνων πολιτών δεν θα είναι σε θέση να συμμετάσχει στον αυριανό κόσμο
Νίκος Σαλτερής

Προ ημερών ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων της λεγόμενης «ελληνικής PISA». Σε γενικές γραμμές, επιβεβαίωσαν ευρήματα παλαιότερων ερευνών που έχουν πραγματοποιηθεί και στη χώρα, καθώς και γνωστά συμπεράσματα της Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης. Κεντρικό συμπέρασμα: το μορφωτικό επίπεδο των γονέων και η φοίτηση των παιδιών από νωρίς σε εκπαιδευτικές δομές διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στις επιδόσεις τους. 

Επιπλέον, επιβεβαίωσαν τις χαμηλές επιδόσεις των μαθητών μας και στα δύο γνωστικά αντικείμενα που εξετάστηκαν (Γλώσσα, Μαθηματικά), ιδιαίτερα όσον αφορά τον χειρισμό ερωτήσεων που απαιτούν πιο σύνθετη, συνδυαστική και κριτική σκέψη. Ειδικότερα, στα Μαθηματικά και σε σχέση με τη Γλώσσα εντοπίστηκε σημαντική έκπτωση των επιδόσεων των μαθητών της Γ’ Γυμνασίου σε σχέση με αυτές της Στ’ Δημοτικού. 

Επιπροσθέτως, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι συγκεκριμένες εξετάσεις δεν συμπεριέλαβαν τη διερεύνηση του επιπέδου των γνώσεων στις Φυσικές Επιστήμες επειδή η πρόσφατη θεσμοθέτηση της ελληνικής PISA, παρεκκλίνοντας από την «κλασική», δεν προέβλεπε κάτι τέτοιο, όπως σημειώσαμε σε προηγούμενο άρθρο. Αν είχαν συμπεριληφθεί κι αυτές, είναι εξαιρετικά πιθανόν η εικόνα να ήταν πολύ χειρότερη, αφού προηγούμενες έρευνες της PISA έχουν δείξει ότι υπάρχει κι εδώ σημαντικό πρόβλημα. 

Ας δούμε, όμως, λίγο πιο συγκεκριμένα τα αποτελέσματα της ελληνικής PISA.

Oι ερωτήσεις που τέθηκαν στους μαθητές οργανώθηκαν σε τρία επίπεδα δυσκολίας, η δε ανάλυσή τους ομαδοποιήθηκε σε τέσσερις ομάδες απαντήσεων (λάθος, μερικώς σωστή, σωστή, καθόλου ή μη έγκυρη). Η συγκεκριμένη μεθοδολογία επέτρεψε και κάποιες επιμέρους συγκρίσεις. Ετσι, στο τρίτο και δυσκολότερο επίπεδο που αφορούσε τη Γλώσσα στο Δημοτικό (ανάλυση, σύνθεση και αξιολόγηση πληροφοριών, γνώση σύνθετων γραμματοσυντακτικών φαινομένων και χρήση απαιτητικού λεξιλογίου) 3 στους 10 μαθητές δεν απάντησαν σωστά, ενώ στο Γυμνάσιο, στο αντίστοιχο επίπεδο και μάθημα, που συμπεριλαμβάνει επιπροσθέτως τον έλεγχο κάποιων επιπλέον δεξιοτήτων, σύμφωνα με τα Προγράμματα Σπουδών του Γυμνασίου (σύγκριση και συσχέτιση δεδομένων, αξιολόγηση γλωσσικών, δομικών και υφολογικών επιλογών), δεν απάντησαν σωστά 4 στους 10 μαθητές μας.  

Ανάλογα, στα Μαθηματικά, 6 στους 10 μαθητές  του Δημοτικού απάντησαν σωστά στο τρίτο επίπεδο δυσκολίας (επίλυση πιο σύνθετων προβλημάτων, ανάλυση και σύνθεση προβλημάτων υψηλής αφαίρεσης και συνδυασμός μαθηματικών εννοιών), ενώ στο Γυμνάσιο, όπου προστίθεται και η εκτέλεση αλγορίθμων, το ποσοστό αυτό κατακρημνίζεται στους 9 στους 20!  

Με δυο λόγια, η ελληνική PISA χτυπά για άλλη μια φορά ηχηρά το καμπανάκι. Είναι πλέον παραπάνω από ορατό ότι μεγάλο μέρος των σημερινών μαθητών μας που τελειώνουν την υποχρεωτική εκπαίδευση (από 1/3 έως και 1/2) δεν είναι ουσιαστικά σε θέση να δεχτούν και να αφομοιώσουν περαιτέρω απαιτητικές γνώσεις και να αποκτήσουν σύνθετες γνωστικές δεξιότητες στο Λύκειο, στη μεταλυκειακή Εκπαίδευση, πολύ περισσότερο δε στα Πανεπιστήμια. Αν εμείς, ως «σύστημα», επιμένουμε να αποκρύπτουμε τη συγκεκριμένη πραγματικότητα με πρακτικές όπως οι αυξημένες ψευδοβαθμολογίες στο Γενικό – Τεχνικό Λύκειο και το «ξεχείλωμα» της εισαγωγής αδυνάτων μαθητών και στο Πανεπιστήμιο, είναι άλλη υπόθεση που, όμως, δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα.    

Αυτή η κεντρική διαπίστωση δεν μπορεί να αφήνει πλέον αδιάφορη την πολιτική ηγεσία της χώρας για έναν απλό λόγο: αν συνεχίσουμε να προσφέρουμε Εκπαίδευση με τους όρους που το κάνουμε ως σήμερα, χωρίς να προχωρήσουμε σε μια μεγάλη συζήτηση και την υλοποίηση συναινετικών και εκ βάθρων αλλαγών της, μεγάλο μέρος των αυριανών ελλήνων πολιτών δεν θα είναι σε θέση να συμμετάσχει στον αυριανό κόσμο. Γιατί από τη μία δεν θα αποκτήσουν σημαντικές επαγγελματικές δεξιότητες, λόγω ανεπαρκούς εκπαίδευσης, ακόμα και αν τυπικά παραμείνουν μεγάλο χρονικό διάστημα σε εκπαιδευτικές δομές, και από την άλλη, οι εν γένει χαμηλές δεξιότητές τους ως προς την κατανόηση ενός όλο και πιο σύνθετου κόσμου θα τους οδηγεί στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό περιθώριο. Με δυο λόγια, θα το καταστήσει βορά στον λαϊκιστικό λόγο κάθε είδους. 

Γιατί, όπως είναι γνωστό, μόνο ηλίθιοι πιστεύουν ότι θα έχουν διαφορετικά αποτελέσματα, εξακολουθώντας να κάνουν τα ίδια πράγματα. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση η ηλιθιότητα ισούται με την πολιτική αδράνεια ή με την επανάληψη του γνωστού μοτίβου παραγωγής εκπαιδευτικών πολιτικών στη χώρα μας: «εμείς κάνουμε τη “δική μας’’ μεταρρύθμιση, που είναι βέβαιο ότι θα ξηλώσετε εσείς, μόλις έρθετε στην εξουσία». Το μοτίβο που έχει μετατρέψει την Εκπαίδευσή μας σε αυτό που είναι σήμερα, «λίθοι, πλίνθοι και κέραμοι, ατάκτως ερριμμένα».   

Θέλοντας να δείξουμε πόσο σύνθετο αλλά και αναγκαίο είναι να προχωρήσουμε με συντεταγμένο και επιστημονικό τρόπο στο δέον γενέσθαι στην Εκπαίδευσή μας από δω και πέρα, θα εξετάσουμε ένα μόνο εύρημα της ελληνικής PISA, το πλέον εντυπωσιακό: την κάθετη πτώση της επίδοσης στα Μαθηματικά από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο. 

Το συγκεκριμένο εύρημα οδηγεί αναπόδραστα σε μια σειρά υποθέσεων για το τι φταίει, που είναι αναγκαίο να διερευνηθούν επιστημονικά, ώστε στη συνέχεια να αναπτυχθούν συγκεκριμένες εκπαιδευτικές πολιτικές για τη θεραπεία του προβλήματος. Γιατί, αν μείνουμε μόνο στις διαπιστώσεις και αδρανείς, αυτόματα κατατάσσουμε τον εαυτό μας στους «πολιτικά ηλιθίους». Πού οφείλεται, λοιπόν, η κάθετη πτώση στην ικανότητα απόκτησης δεξιοτήτων επίλυσης σύνθετων μαθηματικών προβλημάτων και απόκτησης ανάλογων γνώσεων μέσα σε τρία σχολικά έτη; 

Την πρώτη υπόθεση εργασίας κατέθεσε ήδη η επικεφαλής της ελληνικής PISA, καθηγήτρια Χρύσα Σοφιανοπούλου: είναι πιθανό το επίπεδο δυσκολίας της ύλης των Μαθηματικών στο Γυμνάσιο να αυξάνει ξαφνικά και υπέρμετρα σε σχέση με ό,τι διδάσκεται στο Δημοτικό. Προέχει, δηλαδή, να διερευνηθεί η κλιμάκωση της δυσκολίας των Προγραμμάτων Σπουδών στα Μαθηματικά, καθώς και η ποιότητα των βιβλίων που τα υλοποιούν και, εφόσον επιβεβαιωθεί η υπόθεση, αυτά να αλλάξουν πάραυτα. Τι γίνεται όμως μέχρι και πρόσφατα; Φέραμε νέα Προγράμματα Σπουδών και στα Μαθηματικά στην Υποχρεωτική Εκπαίδευση, χωρίς καμιά προηγούμενη διερεύνηση της ικανότητας των μαθητών μας να τα αφομοιώσουν, πολύ πιο απαιτητικά από τα προηγούμενα και μάλιστα γραμμένα σε μια επιτηδευμένα ακαδημαϊκή γλώσσα, «αδιαπέραστη» από τους εκπαιδευτικούς μας. 

Εννοείται ότι πέρα από την παραπάνω υπόθεση εργασίας, μια σειρά άλλων μπορεί να ισχύουν εξίσου ή να τη συνεπικουρούν ως προς την ερμηνεία της συγκεκριμένης αποτυχίας: ανεπαρκής διδακτικός χρόνος, απρόσωπη «γραφειοκρατική» διδασκαλία, «τρέξιμο» της ύλης λόγω υπερβολικής έκτασής της, μειωμένη παρουσία γονέων στην προετοιμασία των μαθητών, συνεχείς απώλειες διδακτικών ωρών, μηδενική εποπτεία της διδασκαλίας, απουσία καθοδήγησης των εκπαιδευτικών και αξιολόγησης της διδασκαλίας μέσω αποδεκτών διδακτικών προτύπων, χαμηλές διδακτικές δεξιότητες των καθηγητών Μαθηματικών, κακό εκπαιδευτικό κλίμα στα Γυμνάσια, χαμηλά κίνητρα μάθησης για τους μαθητές μας, ακόμα και αδιαφορία διδασκόντων καθηγητών για τις εξετάσεις της ελληνικής PISA. 

Πού και πώς θα διερευνηθούν όλες αυτές οι υποθέσεις και, το κυριότερο, από ποιους; Αρκούν οι ακαδημαϊκοί ερευνητές για αυτό ή απαιτείται συνεργασία τους με τους εκπαιδευτικούς του πεδίου και πρωτίστως τα στελέχη εκπαίδευσης, που ως επαγγελματίες (professionals) γνωρίζουν καλύτερα το πεδίο; Αλήθεια, όμως, διαθέτουμε πλέον τέτοιου είδους στελέχη στην Εκπαίδευση ή αυτή κυριαρχείται από τη λογική και κουλούρα ενός απέραντου διαχειριστικού διοικητισμού;  

Μήπως, λοιπόν, έφτασε η ώρα να θέσουμε πραγματικές και συγκεκριμένες ερωτήσεις για το τι πρέπει να κάνουμε στην Εκπαίδευσή μας, αντί να εμμένουμε στις έως τώρα ανόητες βεβαιότητές μας; Φέρνω ακόμα ένα πρακτικό παράδειγμα: τι ακριβώς κάνουν τα Πειραματικά σχολεία σήμερα; Αποτελούν χώρους ελέγχου διαφόρων υποθέσεων και παραγωγής προτύπων διδασκαλίας που θα ανταποκρίνονται στα διαφορετικά εκπαιδευτικά περιβάλλοντα και στις ξεχωριστές ανάγκες των μαθητών μας, ώστε με τη διάχυσή τους σε όλη την Εκπαίδευση να πετύχουμε καλύτερα μαθησιακά αποτελέσματα; Ή απλώς λειτουργούν ως δήθεν σχολεία «αριστείας» που «ξεχωρίζουν», και σε τι, άραγε; Αν ισχύει το δεύτερο, όπως έχουμε δείξει αλλού, γιατί συνεχίζουμε το βιολί μας δεκαετίες τώρα, δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένοντας ίσως, κάποιο θάμα; Είμαστε πραγματικά «συλλογικά ηλίθιοι»;