Σε μια εποχή οικονομικής αβεβαιότητας όπως η τωρινή, οι αυθεντικές ερωτικές σχέσεις θα μπορούσαν να αντισταθμίζουν την υπολογιστική μανία, τη συναισθηματική απάθεια και το άγχος που προκαλεί η αστάθεια των αγορών. Αναμφισβήτητα, η προσωπική ελευθερία επιτρέπει στον καθένα να βρει το επιθυμητό ταίρι του με κάθε τρόπο, ακόμα και μέσα από ψηφιακές εφαρμογές γνωριμιών, όπως το Tinder. Στην περίπτωση αυτή, οι διαδικτυακές πλατφόρμες λειτουργούν ως μεσάζοντες για την εύρεση ερωτικών συντρόφων προικισμένων με τα ποθητά χαρακτηριστικά, τα οποία τους κάνουν ελκυστικότερους από λιγότερο προικισμένους υποψηφίους. Υπάρχουν όμως ακόμα και ανθρώπινοι μεσάζοντες –στον σύγχρονο ρόλο της παλιάς προξενήτρας– οι οποίοι δίνουν σε τέτοιες ερωτικές αναζητήσεις πιο ανθρώπινο τόνο. Με την ταινία «Μaterialists» η σκηνοθέτις Σελίν Σονγκ παρουσιάζει τις επιλογές και τα διλήμματα μιας τέτοιας σύγχρονης «προξενήτρας», στοχεύοντας να αναδείξει τις κοινωνικές πιέσεις που μεταμορφώνουν τις ερωτικές σχέσεις σε αγαθά με ποσοτικά υπολογισμένη αξία και προβλέψιμη έκβαση.
Μια «ρομαντική κομεντί» για τον μετρήσιμο έρωτα
Η Σελίν Σονγκ χαρακτήρισε την ταινία της «ρομαντική κομεντί». Παραδόξως, ο ρομαντισμός σε αυτήν εμφανίζεται ανεπαρκής, ως νοσταλγία του μη υπολογίσιμου έρωτα, ο οποίος όμως περιθωριοποιείται. Την προσοχή διεκδικεί η απογοητευτική μεταμόρφωση που συντελείται στην ερωτική ζωή: ο έρωτας παραδίδεται υποχωρητικά στην αγορά. Η Λούσι, μια σύγχρονη επιτυχημένη προξενήτρια (matchmaker) στη Νέα Υόρκη καταφέρνει να συνταιριάζει γυναίκες και άνδρες –όλοι πελάτες τής εταιρείας στην οποία η ίδια ανέρχεται– οι οποίοι αποβλέπουν στην ιδανική ερωτική ή και συντροφική σχέση, ακόμα και στον γάμο. Εχοντας εσωτερικεύσει τις επιταγές της αγοράς γάμου, ενώ διαμεσολαβεί ακούραστα μεταξύ των υπερβολικά απαιτητικών «α-ταίριαστων» πελατών, η προξενήτρα με τις στρατηγικές της ξεσκεπάζει κάτι που μας ξεφεύγει ως αυτονόητο: πόσο υπολογιστικά επιλέγουν όλοι αυτοί οι αναζητητές ερωτο-σχέσεων τους μελλοντικούς συντρόφους τους, επενδύοντας σε αυτούς όπως σε καταναλωτικά αντικείμενα, των οποίων η αξία διαμορφώνεται ανάλογα με τη ζήτησή τους.
Η Λούσι αποδέχεται τα κριτήρια με βάση τα οποία γίνεται η αναζήτηση και η επιλογή συντρόφου, ακόμα και αν αυτά κάποτε φαίνονται παράλογα ή άκαμπτα. Με αυτά οι ενδιαφερόμενοι αξιολογούν το κάθε υποψήφιο ταίρι τους, ώστε να εξακριβώσουν –πριν πρωτοσυναντηθούν μαζί του– πως αυτό διαθέτει τα περιζήτητα χαρακτηριστικά ελκυστικότητας, διαφορετικά, βέβαια, για κάθε φύλο. Ετσι οι γυναίκες προτιμούν επίμονα τους πανύψηλους άνδρες με μεγάλο εισόδημα, εμφανίσιμους, με πλούσια μαλλιά και καλές επιδόσεις στο σεξ αλλά και αφοσιωμένους. Οι άνδρες, από την άλλη, δίνουν έμφαση στη γυναικεία εμφάνιση και τη νεαρή ηλικία – δύσκολα αποδέχονται γυναίκα κοντά στα σαράντα, από φόβο μήπως το «βιολογικό ρολόι της» την κάνει να ζητά παιδιά. Βεβαίως, υπάρχουν και δευτερεύοντα κριτήρια σχετικά με το lifestyle, π.χ. η αγάπη για γάτες ή σκύλους, οι τηλεοπτικές σειρές και η διατροφή, αλλά τον καταλυτικό ρόλο για την παραγωγή ερωτικής χημείας τον παίζουν τα βασικά και αδιαπραγμάτευτα κριτήρια.
Η «ρωγμή» της προξενήτρας
Στην προσωπική της ζωή η αμέριμνη και επιδέξια Λούσι ισορροπεί χωρίς τριβές στην έρημο της προσωπικής ερωτικής μοναξιάς, ώσπου συναντά στον γάμο ενός πλούσιου πελάτη τον αδελφό του, τον Χάρι. Αυτός ο πλούσιος, ψηλός, ωραίος (μέσα από το φίλτρο του κύρους του) και, αναμφισβήτητα τέλειος σύντροφος κάθε απαιτητικής πελάτισσας –δηλαδή ένα μυθικό πλάσμα για την απογοητευτική εποχή μας– (κοινώς, «μονόκερως») δεν αντιμετωπίζει τη Λούσι ως πιθανή δική του προξενήτρα αλλά ως το επιθυμητό ταίρι του. Η τύχη όμως ξαναφέρνει στο προσκήνιο της ζωής της και των τέως σύντροφό της, έναν μποέμ, θεατρικό καλλιτέχνη, ο οποίος την απογοήτευσε στο παρελθόν λόγω της οικονομικής ανεπάρκειάς του και των χαμηλών επαγγελματικών στόχων του. Το παλιό δίλημμα «αγάπη ή χρήμα», εδώ μετατρέπεται στο πολυπλοκότερο: «αυθεντική και παθιασμένη ρομαντική σχέση με οικονομικό έλλειμμα και ανασφάλεια ή οικονομικά αποδοτική και καθαρά υπολογιστική σχέση με βαθύ συναισθηματικό έλλειμμα»;
Η συναισθηματική σύγκρουση που αναστατώνει την προξενήτρα, ανοίγει μια ανεπανόρθωτη ρωγμή στην υπολογιστική πανοπλία της. Μέσα από το δίλημμα της επιλογής της ανάμεσα σε δυο άνδρες που τη διεκδικούν διαφορετικά –ο ένας με υπολογιστική αυτοπεποίθηση και ο άλλος με παθιασμένη απελπισία– η Σονγκ δείχνει αποστασιοποιημένα, αλλά και με χιούμορ, πως οι ερωτικές σχέσεις –ιδίως οι «αποδοτικοί» γάμοι– αντιμετωπίζονται στις μέρες μας ως καταναλωτικά προϊόντα, για την απόκτηση των οποίων, η αλλιώς την «επένδυση» σε αυτά, απαιτούνται αυστηρά κριτήρια και υπολογισμοί, ενώ το συναίσθημα βαραίνει ελάχιστα ή γεννιέται εξαρτημένα, όταν εμφανίζεται η προοπτική να ανταλλαχθεί αυτό με κύρος, πλούτο, ασφάλεια κ.λπ.
Οι «materialists» και οι σύγχρονες «αγορές γάμου»
Η σκηνοθέτις δήλωσε σε συνεντεύξεις της πως άντλησε την έμπνευση για την ταινία από προσωπική της εμπειρία ως «προξενήτρας» στη Ν. Υόρκη. Κατά τα λεγόμενά της, θέλησε να δείξει «πώς ο καπιταλισμός μπήκε στις καρδιές μας», καθώς τα ραντεβού εξελίσσονται σε μια αγορά, όπου άνθρωποι γίνονται «πελάτες» ή «εμπορεύσιμα αγαθά». Παράλληλα, σε σχετική ανάλυση της ταινίας από την εφημερίδα «The Guardian», αυτή συσχετίζεται με την έννοια των «αγορών γάμου» («emotional capitalism») στο πλαίσιο των οποίων τα συναισθήματα λειτουργούν ως οικονομικές αξίες, ώστε να επιτρέπουν τις επιθυμητές ανταλλαγές. Κάτι ανάλογο ανέλυσε και η κοινωνιολόγος Εύα Iλούζ.
Αν δούμε το «Materialists» από μια τέτοια οπτική, ανακαλύπτουμε πως έχει μεγαλύτερο βάθος από μια απλή κομεντί σχέσεων. Στο βιβλίο της «Γιατί πληγώνει ο έρωτας», η Illouz αναλύει με οξυδέρκεια πώς η υπερπληθώρα επιλογών, οι εφαρμογές γνωριμιών (dating apps), καθώς και η διαρκής υπενθύμιση του «βιολογικού ρολογιού» για τις γυναίκες –ώστε να τεκνοποιήσουν άνω των 30 εγκαίρως– μεταμορφώνουν ριζικά το πεδίο του έρωτα. Οι σχέσεις δεν βιώνονται πια ως αυθόρμητες εκρήξεις πάθους, αλλά ως προσεκτικά υπολογισμένες κινήσεις.
Παρόμοια, η ταινία της Σονγκ δείχνει ότι η λογική της αγοράς κυριεύει και την πιο προσωπική, την ενδόμυχή μας σφαίρα. Ο αναιμικός έρωτας τροφοδοτείται από κριτήρια κοινωνικής αναγνώρισης και ανταγωνισμού: κύρος, εισόδημα, εμφάνιση, μοναδικότητα. Τα κριτήρια αυτά, εφόσον εκπληρώνονται και από τους δύο αναζητητές σχέσης, εξασφαλίζουν ένα «καλό ταίριασμα» μεταξύ τους. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο ο ρομαντικός έρωτας, ως αυθόρμητο και ασυμβίβαστο πάθος, στα όρια του παραληρήματος, φαντάζει ανεδαφικός, αν όχι απίθανος.
Ο ψηλός είναι θεός
Προβάλλοντας ένα τέτοιο σχεσιακό αδιέξοδο, η ταινία δείχνει πως συχνά κάποιοι αυταπατώνται όταν θεωρούν ότι επιλέγουν «ελεύθερα» τους ερωτικούς συντρόφους τους. Καθώς η λογική της αγοράς ψαλιδίζει αισθητά τα φτερά της ελευθερίας τους, συμβιβάζονται με την ιδέα πως το ιδανικό ταίρι πρέπει να διαθέτει μετρήσιμα χαρακτηριστικά ελκυστικότητας. Παράλληλα, και ο βιολογικός χρόνος πιέζει ιδίως τις γυναίκες, κάτι στο οποίο συντελούν και οι βιομηχανίες της ομορφιάς, οι οποίες κραυγάζουν χορωδιακά υπενθυμίζοντας πως η ομορφιά –άρα η ελκυστικότητα– μαραίνεται, ενώ διαφημίζουν αναγεννητικά προϊόντα και μαγικές υπηρεσίες αιώνιας νεότητας και ερωτικής σαγήνης.
Ανάμεσα στα κριτήρια ανδρικής ελκυστικότητας επαναλαμβάνεται συχνά το μοτίβο του ύψους. Οι γυναίκες απαιτούν αδιαπραγμάτευτα να έχει ο υποψήφιος ύψος από 1,80 μ. και άνω. Το ανδρικό σώμα, λοιπόν, λειτουργεί ως εργαλείο που προκαλεί την ερωτική επιθυμία αλλά και τον φθόνο γυναικών με συντρόφους χαμηλότερου αναστήματος, δηλαδή μετατρέπεται σε μια μορφή «ερωτικού κεφαλαίου». Ετσι, ακόμη και οι πιο «φυσικές» προτιμήσεις, όπως η προτίμηση για ψηλούς άνδρες, προωθούνται ως προϊόντα μιας βαμπιρικής ερωτικής αγοράς, η οποία τρέφεται από αυτές. Εξάλλου, η ιδεοληψία με το ύψος κυριαρχεί και στην ίδια την κουλτούρα των εφαρμογών για ερωτικές γνωριμίες (dating apps). Εδώ το «1,80+» εμφανίζεται συχνά ως φίλτρο επιλογής, υποκαθιστώντας την τυχαία γοητεία και τον αυθορμητισμό της συνάντησης με έναν ατελή άλλο, με μια ψυχρή αριθμητική παράμετρο, η οποία θέτει τη βιολογική τελειότητα ως στόχο.
Καθόλου τυχαία, ο «ιδανικός» υποψήφιος Χάρι υποβάλλεται σε δαπανηρή εγχείρηση για να γίνει ψηλότερος. Στην περίπτωσή του φαίνεται ξεκάθαρα πως το ύψος δεν είναι απλώς ένα τυχαίο βιολογικό χαρακτηριστικό, αλλά μετασχηματίζεται σε κοινωνικά κωδικοποιημένο σύμβολο ισχύος, κύρους και αρρενωπότητας, κάτι το οποίο του δίνει την αναγκαία αυτοπεποίθηση να στοχεύσει την ιδανική σύντροφο. Στην ακραία εκδοχή αυτό το ποθητό ύψος αποκτιέται με μια επικίνδυνη χειρουργική επέμβαση. Ετσι η αυθεντικότητα του εαυτού θυσιάζεται στον βωμό της αναγνωρισιμότητας.
Η παγίδα της αυθεντικότητας
Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να θυμηθούμε και τον Andreas Reckwitz, ο οποίος στοχάζεται πάνω στην «κοινωνία της μοναδικότητας». Κατά τον Reckwitz, η αυθεντικότητα έχει γίνει η υπέρτατη αξία. Όλοι πασχίζουν να είναι «μοναδικοί» κι αυτό σημαίνει να ξεχωρίζουν με το στιλ, τα γούστα και τον τρόπο ζωής τους. Ωστόσο για να έχει αξία αυτή η μοναδικότητα πρέπει να είναι κοινωνικά αναγνωρίσιμη. Τελικά, η επιδίωξη της αυθεντικότητας καταλήγει σε μια νέα μορφή συμμόρφωσης, για να προσελκύσει την προσοχή μέσω αναγνωρισιμότητας. Μια τέτοια «επιβεβλημένη διαφορετικότητα» τυποποιείται, γίνεται trend, ώσπου χάνει το ίδιο της το νόημα. Στην ταινία, η αγωνιώδης προβολή της μοναδικότητας των προσώπων (ο τυχάρπαστος μποέμ πρώην σύντροφος, η επιτυχημένη προξενήτρα με το κομψό και ακριβό γούστο) ενισχύει τη λογική της αγοράς. Η περιζήτητη αυθεντικότητα καταντά μια επένδυση για επίτευξη της αναγνώρισης και προσέλκυση της προσοχής.
Ο ρομαντισμός ως ανάχωμα στην επέλαση των ερωτικών αγορών;
Η αμφιθυμική σχέση της Λούσι με τον τέως φίλο της προβάλλει και μια άλλη αμφισημία. Εκείνος δεν κρύβει τα ψεγάδια του, ώστε παρουσιάζεται ως η ρομαντική, μποέμικη εναλλακτική απέναντι στον κόσμο του status και του χρήματος του «μονόκερου» Χάρι. Ως άσημος ηθοποιός, που αρνείται την ασφάλεια για την περιθωριακή τέχνη, εκπροσωπεί την εύθραυστη υπόσχεση για ελευθερία συνδυασμένη με ερωτική αυθεντικότητα. Ωστόσο, η επιφανειακή και ανέμελη στάση του τον καθιστά ταυτόχρονα ανεπαρκή και τυχάρπαστο. Ως ανίσχυρος ρομαντικός αντιήρωας ενσαρκώνει την αδυναμία του ίδιου του ρομαντισμού: υπόσχεται στην απογοητευμένη Λούσι πληρότητα και συναισθηματική δέσμευση, χωρίς να μπορεί να τη στηρίξει με οικονομική σταθερότητα.
Βλέποντας το «materialists» συνειδητοποιούμε πως αυτός ο ανοιχτός φαύλος κύκλος δεν αφορά μόνο τα άτομα, αλλά και την κοινωνία συνολικά. Η υπολογιστικότητα και η συναισθηματική εργαλειοποίηση της αγοράς γάμων αυξάνει τη μοναξιά, ακόμα και μέσα σε αγορασμένες σχέσεις και διαλύει οτιδήποτε συλλογικό.
Αναζητώντας κάποια σταθερότητα στην προσωπική ζωή τους κάποιοι «επενδύουν» σε ανθεκτικές ερωτικές σχέσεις, ακόμα και στην εύρεση του ιδανικού συντρόφου για έναν πετυχημένο γάμο με ρομαντικούς τόνους. Εξαφνα, όμως, οι αναζητητές διαπιστώνουν πως γίνονται θεατές και αξιολογητές σε μια χορογραφία αγάπης – μίσους ανάμεσα σε δύο σφιχταγκαλιασμένους χορευτές, που κυριεύουν την πίστα των ερωτικών σχέσεων. Οι δυο ανταγωνίζονται μεταξύ τους ως προς την ευελιξία, τη γοητεία και τη δύναμη, εκτελώντας τις φιγούρες ενός αυστηρά υπολογισμένου «τανγκό τού έρωτα».
Η ευλύγιστη και μυώδης αγορά χορεύει σφιχταγκαλιασμένη με τον –(τέως) ρομαντικό και απρόβλεπτο στις αιλουροειδείς κινήσεις– έρωτα. Οι υποψήφιοι μνηστήρες παρακολουθούν καρδιοχτυπώντας και αξιολογώντας. Από την έκβαση του χορού εξαρτάται κυρίως το μέλλον του ρομαντικού έρωτα. Θα βγει αλλοιωμένος και στραπατσαρισμένος από την ισοπεδωτική αγκαλιά της αγοράς, για να αποχωρήσει τρεκλίζοντας; Ή θα την ξαφνιάσει με κινήσεις τυχαίες αλλά και ευφάνταστες, ακυρώνοντας τις υπολογισμένες μανούβρες της και γελοιοποιώντας την τελικά;
