Η νέα δημοσκόπηση της Pulse που παρουσιάστηκε την Τρίτη από τον ΣΚΑΪ δεν είναι αδιάφορη.
Επιβεβαιώνει μεν υπό την ευρεία έννοια τους συσχετισμούς που γνωρίζουμε από τις αρχές του έτους, περιλαμβάνει όμως και ενδείξεις για ορισμένα άλλα στοιχεία. Οπως φαίνεται από την ελαφρά υποχώρηση της Πλεύσης Ελευθερίας, που πάντως διατηρείται στη δεύτερη θέση, εξασθενεί κάπως η πολιτική επίδραση της υπόθεσης των Τεμπών.
Ταυτόχρονα, όπως φαίνεται από την ελαφρά ενίσχυση της κυβέρνησης, επιδρούν θετικά, έστω και σε περιορισμένο βαθμό, οι πρόσφατες ανακοινώσεις για τα μέτρα στήριξης ενοικιαστών και συνταξιούχων.
Αν κάποιος θέλει να δίνει έμφαση στις αναγωγές των δημοσκοπικών ευρημάτων, έπειτα από ένα διάστημα αισθητής κάμψης και φθοράς, η ΝΔ δείχνει πως έχει αποθέματα πολιτικού κεφαλαίου και δυνάμεων ώστε να επαναφέρει τα ποσοστά της στα επίπεδα του 30%.
Αυτά θα επιβεβαιωθούν ή θα διαψευστούν στις κάλπες, οι οποίες ως γνωστόν… είναι άγνωστο πότε θα στηθούν.
Αν ο Πρωθυπουργός λαμβάνει υπόψη του τις δημοσκοπήσεις (που τις λαμβάνει), θα πρέπει να έχει αξιολογήσει το εύρημα ότι 29% των ερωτηθέντων λέει ότι οι εκλογές πρέπει να γίνουν στο τέλος της τετραετίας (το ίδιο ποσοστό τις θέλει πρόωρες), ενώ υπάρχει και ένα ποσοστό της τάξης του 14% που θεωρεί ότι θα πρέπει να γίνουν το 2026. Με σχετική βεβαιότητα, αυτό το 14% ή το μεγαλύτερο τμήμα του είναι δυνάμει ψηφοφόροι της ΝΔ.
Το θέμα είναι ότι σε αυτή τη συγκυρία και σε αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση δείχνει ότι διαθέτει περιθώρια ανάκαμψης και καλλιέργειας προσδοκιών για μία ακόμη εκλογική νίκη. Και την ίδια στιγμή η αντιπολίτευση, σχεδόν στο σύνολό της, «λαχανιάζει».
Αν τα πρόσφατα μέτρα ήταν αρκετά ώστε να προσφέρουν στην κυβέρνηση μία ποσοστιαία μονάδα στις δημοσκοπήσεις, μπορεί κανείς να υποθέσει βασίμως ότι η τάση αυτή πιθανώς θα ενισχυθεί αφού γίνουν οι ανακοινώσεις του φθινοπώρου στη ΔΕΘ, αρχίσουν να παραλαμβάνονται φρεγάτες και οι λοιποί εξοπλισμοί, με τις αναγκαίες «λαμπρές τελετές» και όλα τα σχετικά και –πολύ περισσότερο– ποια γενικότερη αίσθηση θα διαμορφωθεί, αν/όταν τα μέτρα ενίσχυσης και οι φοροαπαλλαγές αρχίσουν να γίνονται αισθητά.
Μπορεί κανείς να υποθέσει βασίμως ότι οι ανακοινώσεις μέτρων και αποφάσεων έχουν ήδη δρομολογηθεί και θα γίνονται βάσει κάποιου συγκεκριμένου σχεδίου. Θα παραμένει βέβαια, σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις, το θέμα της ακρίβειας, που είναι μια σημαντική αστάθμητη παράμετρος από εκλογικής άποψης.
Κατ’ αναλογία πάντως μπορεί να γίνει και η υπόθεση ότι όσο η αντιπολίτευση δεν αντιλαμβάνεται ότι ο μόνος τρόπος για να ανακάμψει είναι να αντιπροτείνει κάτι καλύτερο, ρεαλιστικό και εφαρμόσιμο στο πεδίο της οικονομίας, η κυβέρνηση δεν θα απειληθεί.
Με λίγα λόγια, και προς διάψευση διαφόρων σεναρίων, παραμένουμε στο ίδιο έργο θεατές. Το πολιτικό σκηνικό, που κατά διάφορες ερμηνείες παρουσίαζε μια ανησυχητική ρευστότητα, μάλλον σταθερό είναι και χρειάζεται κάτι πολύ διαφορετικό για να μεταβληθεί.
Το μοναδικό ερώτημα, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα συμβεί κάτι συγκλονιστικό και δραματικό, είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό, παραμένει το τι θα γίνει με τη διακυβέρνηση της χώρας έπειτα από τις επόμενες εκλογές.
Η απάντηση φυσικά και θα δοθεί στις κάλπες, όμως όσο παρατηρεί κάποιος τους σημερινούς συσχετισμούς, αναρωτιέται και για κάτι ακόμη: Αν επαληθευθούν εκλογικά αυτοί οι συσχετισμοί των δημοσκοπήσεων (οι ίδιοι ή πόσο μάλλον η τάση που φανερώνουν), ποιος θα έχει το πολιτικό έρεισμα να πει στον Μητσοτάκη ότι δεν θα συνεχίσει να κυβερνά;
