Η δίδυμη κρίση: Το αληθινό δίλημμα για Στεγαστικό – Δημογραφικό
| CreativeProtagon
Απόψεις

Η δίδυμη κρίση: Το αληθινό δίλημμα για Στεγαστικό – Δημογραφικό

Στον απόηχο των επιδομάτων προς τους ενοικιαστές, η κυβέρνηση καλείται να δει τη μεγάλη εικόνα και να λάβει διαρθρωτικά μέτρα για την απόκτηση πρώτης κατοικίας από νέα ζευγάρια που θέλουν να ξεκινήσουν τη ζωή τους. Να αναγνωρίσει δηλαδή ότι όσα λεφτά και αν δοθούν σε επιδόματα, το Στεγαστικό απαιτεί διαρθρωτική παρέμβαση που ξεπερνά τον πολιτικό κύκλο
Ζώης Τσώλης

Μπροστά σε ένα σοβαρό δίλλημα που δημιουργεί η ανάγκη αντιμετώπισης δύο κρίσιμων (και αλληλένδετων) προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας, τα οποία είναι η στεγαστική κρίση και η όξυνση του δημογραφικού προβλήματος, βρίσκεται πλέον η κυβέρνηση: Να συνεχίσει την πολιτική των επιδομάτων προς αναξιοπαθούντες, ευάλωτα νοικοκυριά και ενοικιαστές ή να δημιουργήσει τις συνθήκες εκείνες ώστε τα νέα ζευγάρια να μπορούν να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι και να κάνουν οικογένεια;

Αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα. Και έρχεται ξανά στο προσκήνιο με πιο επιτακτικό τρόπο, καθώς η αγορά ήδη απορρόφησε το βοήθημα του ενός ενοικίου που, όπως εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός, θα δοθεί στους ευάλωτους ή χαμηλόμισθους ενοικιαστές τον ερχόμενο Νοέμβριο, δημιουργώντας πιέσεις για αύξηση των ήδη υψηλών ενοικίων μέχρι τότε.

Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι: Μήπως η κυβέρνηση πρέπει να λάβει συνδυασμένα μέτρα για την αντιμετώπιση των δύο αυτών προβλημάτων με μακροχρόνιο ορίζοντα, αγνοώντας τις επικοινωνιακές ή άλλες ανάγκες που επιβάλλουν οι δημοσκοπήσεις και ο πολιτικός κύκλος;

Το δεύτερο ερώτημα είναι ποια μπορεί να είναι αυτά τα μέτρα, οι μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές, που θα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το «δίδυμο πρόβλημα» της ελληνικής κοινωνίας πέραν των όσων ήδη έχει κάνει η κυβέρνηση.

Η απάντηση για το στεγαστικό ζήτημα έχει δοθεί από τους ειδικούς. Πρώτες οι τράπεζες, που στήριξαν την οικιστική ανάπτυξη της χώρας τα τελευταία 50 χρόνια, έχουν δημοσιοποιήσει τις προτάσεις του, οι οποίες είναι σαφείς:

«Για να μπορέσουν οι νεότερες γενιές και τα ευάλωτα νοικοκυριά να αποκτήσουν τη δική τους κατοικία, θα πρέπει να αυξηθεί η χρηματοδότηση, καθώς το 70% των νοικοκυριών δεν μπορεί να αποκτήσει ποτέ ιδιόκτητο σπίτι χωρίς να στηριχθεί –κατά ένα μέρος– σε στεγαστικό δάνειο».

Τέτοιες πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την ανάπτυξη εξειδικευμένων προϊόντων στεγαστικών δανείων που θα απευθύνονται σε νέους και σε όσους ξεκινούν οικογένεια, με προνομιακούς όρους. Εδώ μπορεί να παρέμβει το κράτος, όπως το έκανε με το πρόγραμμα «Σπίτι μου», επιδοτώντας το επιτόκιο για την απόκτηση πρώτης κατοικίας για όλους, ανεξαρτήτως εισοδήματος.

Η δεύτερη παρέμβαση που θα μπορούσε να επανέλθει –ένα μέτρο που ίσχυσε προ μνημονίων– είναι να εκπίπτουν οι τόκοι των στεγαστικών δανείων από τη φορολογία εισοδήματος για την ανέγερση ή αγορά πρώτης κατοικίας. Αλλωστε η κυβέρνηση έχει θεσπίσει κάτι ανάλογο, δίνοντας έκπτωση φόρου εισοδήματος με το πρόγραμμα «Ανακαινίζω», με στόχο να διατεθούν περισσότερες υπάρχουσες παλαιές κατοικίες προς ενοικίαση (όχι προς πώληση).

Με λίγα λόγια, η λύση βρίσκεται στο να ξαναμπούν στο «παιχνίδι» οι τράπεζες δίνοντας δάνεια (ακόμη και με τη στήριξη του Δημοσίου) και, το κυριότερο, να αυξηθεί η προσφορά στέγης.

Εδώ κομβικό ρόλο μπορεί να έχει το ίδιο το Δημόσιο, που είναι ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης ακινήτων στην Ελλάδα, μέσω της ΕΤΑΔ, η οποία θα μπορούσε να βγάλει προς πώληση με τιμές στο ύψος της αντικειμενικής αξίας χιλιάδες παλαιά ακίνητα που έχει στο χαρτοφυλάκιο της και τα οποία προφανώς δεν περιμένει ότι θα μπορέσει ποτέ να ανακαινίσει και να πουλήσει βγάζοντας υπεραξίες.

Και πάλι η κυβέρνηση έχει δεχθεί προτάσεις –από τις τράπεζες και από εταιρίες αξιοποίησης ακινήτων– για τον σχεδιασμό συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για την κατασκευή οικονομικά προσιτών ή κοινωνικών κατοικιών.

Στο πλαίσιο τέτοιων σχεδίων το κράτος μπορεί να παρέχει γη ή και κενά κτίρια, ενώ οι τράπεζες μπορούν να παρέχουν χρηματοδότηση σε κατασκευαστές ακινήτων. Με την ολοκλήρωσή της, η στέγαση θα διατίθεται από το κράτος, με την επιλογή είτε της αγοράς είτε της ενοικίασης σε τιμές χαμηλότερες από εκείνες της αγοράς, ή ακόμη και δωρεάν, σε επιλέξιμες κοινωνικές ομάδες (π.χ. ευάλωτα νοικοκυριά, νέες γενιές, μονογονεϊκές οικογένειες κ.λπ.), βάσει εισοδήματος ή άλλων συναφών κριτηρίων.

Και πάλι, όμως, τίθεται ένα άλλο μεγάλο ερώτημα:

♦ Η Πολιτεία, εν προκειμένω όλες οι κυβερνήσεις, τα έκαναν θάλασσα με τον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό (ΝΟΚ), ο οποίος, ενώ ίσχυε από το 2012, κρίθηκε αντισυνταγματικός το 2024! Το αποτέλεσμα είναι, από τον περασμένο Σεπτέμβριο μέχρι σήμερα, να έχουν παγώσει όλες οι νέες –υπό ανέγερση– οικοδομές στην Αττική και να έχουν βρει ουσιαστικά άκυρες 15.000 οικοδομικές άδειες για κατασκευές κατοικιών και κτιρίων που δεν είχαν ακόμη ξεκινήσει. Και εδώ είναι η ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης, τουλάχιστον για την καθυστέρηση στο ξεκαθάρισμα των κανόνων και των κανονισμών της πολεοδόμησης και της οικοδομής.

Επιστροφή στην οικογένεια: Οσον αφορά το στεγαστικό πρόβλημα, ο αντιπρόεδρος πλέον της κυβέρνησης Κωστής Χατζηδάκης αναζητεί το νέο πλέγμα στεγαστικής πολιτικής, καθώς οι δράσεις και τα προγράμματα που υλοποιεί (υπολογίζονται σε 6,7 δισ. ευρώ σε βάθος τετραετίας), όπως «Σπίτι μου 1 και 2», επιστροφή ενοικίου, επιδοτήσεις για ανακαίνιση κατοικιών, αλλά και ο διπλασιασμός του ΕΝΦΙΑ για τα ακίνητα των τραπεζών που δεν διατίθενται στην αγορά, δεν δίνουν οριστική λύση στο πρόβλημα.

Πραγματική μεταρρύθμιση θα αποτελούσαν οι φοροαπαλλαγές για την απόκτηση πρώτης κατοικίας και όχι το ενοίκιο, γιατί αυτό έχουν ανάγκη οι νέοι, τα ζευγάρια και όσοι θέλουν να αποκτήσουν οικογένεια και παιδιά και αισθάνονται ότι δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν οικονομικά, ακόμη και αν εργάζονται.

Κάπου εδώ προκύπτει το άλλο μεγάλο ζήτημα, το δημογραφικό, το οποίο μέχρι τώρα αντιμετωπίστηκε με σειρά ουσιωδών μέτρων, όπως:

Πέρα από τα μέτρα αυτά, όμως, απαιτείται και η στήριξη της οικογένειας που έχει μικρά παιδιά, πέραν των επιδομάτων με θεσμοθετημένες (για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα) γονικές άδειες μετ’ αποδοχών από τις επιχειρήσεις όπου εργάζονται οι μητέρες, ένα κόστος που μπορούν να αναλάβουν όλοι οι μεγάλοι (τουλάχιστον) όμιλοι στο πλαίσιο των δράσεων Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης.

Exit mobile version