| SOOC / Creative Protagon
Απόψεις

Η αντιπολίτευση ανάμεσα στη σύγκλιση και τη λαϊκότητα

Στις επόμενες εβδομάδες θα έχει ενδιαφέρον να δούμε ποιος στην αντιπολίτευση, o ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ, θα φερθεί πιο έξυπνα, ποιος θα κάνει λιγότερα λάθη, ποιος διαθέτει μεγαλύτερα αποθέματα στήριξης (πέραν της λαϊκής) και –ως έναν βαθμό– ποιο από τα δύο σενάρια προτιμά η κυβέρνηση
Γιάννης Ανδρουλιδάκης

Είναι ευχαριστημένοι στον ΣΥΡΙΖΑ με τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών; Φαινομενικά, η ερώτηση είναι ανόητη. Μιλάμε για το δεύτερο κόμμα του Κοινοβουλίου, που είναι επίσης δεύτερο και στις δημοσκοπήσεις και το οποίο, ενώ βρίσκεται σε ανοδική πορεία, βλέπει ταυτόχρονα την κυβέρνηση να βρίσκεται στην πιο πιεσμένη –ας την πούμε έτσι– στιγμή της θητείας της. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή κατατίθεται από όλη σχεδόν τη δημοκρατική αντιπολίτευση πρόταση δυσπιστίας εναντίον της κυβέρνησης, πρωτοβουλία που εκ των πραγμάτων ανοίγει το θέμα εξουσίας –άρα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης ευνοεί το μεγαλύτερο. Πώς θα ήταν λοιπόν ποτέ δυνατόν να μην είναι ευχαριστημένοι στην αξιωματική αντιπολίτευση;

Κι όμως, τα πράγματα είναι κομμάτι πιο περίπλοκα. Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέκτησε πράγματι τη δεύτερη θέση στις δημοσκοπήσεις και με δυναμικό τρόπο, ωστόσο όποιος παρατηρήσει θα δει ότι αυτό δεν έγινε ακριβώς μέσα στο πλαίσιο του πολιτικού ανταγωνισμού.  Η άνοδός του οφείλεται κατά βάση σε τρεις παράγοντες, οι οποίοι σχετίζονται βέβαια με την πολιτική διαπάλη, αλλά με τρόπο έμμεσο. 

Ο πρώτος είναι το συνέδριο του κόμματος. Αυτό που έμοιαζε με μια απολύτως διαλυτική διαδικασία, εξελίχθηκε σε μεγάλο κέρδος για τον Στέφανο Κασσελάκη, καθώς του έδωσε τη δυνατότητα να απαλλαγεί από τη σκιά του Αλέξη Τσίπρα, να πετύχει μια ολόδική του νίκη επί του προκατόχου του (έστω με τη μεσολάβηση κάποιων παλιών στελεχών) και να παρουσιαστεί ως ένας αυτόφωτος ηγέτης. Ο δεύτερος είναι η αδυναμία που επέδειξε το ΠΑΣΟΚ να παρουσιάσει καθαρές θέσεις απέναντι σε μια σειρά πολιτικών πρωτοβουλιών της κυβέρνησης. Πιο ενδεικτική ήταν η περίπτωση του νόμου για τα μη κρατικά πανεπιστήμια, όπου ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ εύκολα ιδιοποιήθηκε την παραδοσιακή και συνεκτική θέση της Αριστερας, οι εκπρόσωποι του ΠΑΣΟΚ επιχειρηματολογούσαν στη Βουλή για κάτι διαφορετικό ο καθένας, βρισκόμενοι σε εμφανή αμηχανία. Και ο τρίτος, είναι ότι το κλίμα που δημιουργήθηκε τον τελευταίο μήνα, κυρίως γύρω από τις υπογραφές που μαζεύονται κάτω από το αίτημα της Μαρίας Καρυστιανού, σε πολιτικό επίπεδο –και αυτό ανεξάρτητα από τις προθέσεις της πρόεδρου του Συλλόγου Συγγενών των Θυμάτων στα Τέμπη– ευνοεί πολύ περισσότερο τα κόμματα που αυτοπροτείνονται ως «λαϊκά» παρά εκείνα που παρουσιάζονται ως «συστημικά». Και εδώ αναδεικνύεται η πραγματικότητα ότι το μεν ΠΑΣΟΚ, δώδεκα χρόνια μετά την απότομη υποχώρησή του δεν έχει ανακτήσει τη λαϊκότητά του, ο δε ΣΥΡΙΖΑ, στην εποχή Κασσελάκη, έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός λαϊκού κόμματος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι αυτοί οι παράγοντες θα μείνουν ισχυροί καθώς οι πολιτικές εντάσεις ανεβαίνουν και το ζήτημα της κυβερνησιμότητας τίθεται ρητά ή άρρητα ξανά στο τραπέζι. Η πρωτοβουλία για την πρόταση δυσπιστίας ανήκε στο ΠΑΣΟΚ –κάτι που όλοι γνώριζαν ότι θα συμβαίνει σταθερά σε αυτή την κοινοβουλευτική θητεία από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ απώλεσε το δικαίωμα να καταθέτει από μόνος του. Πρώτη δύναμη που έσπευσε να το αποδεχτεί ήταν η Νέα Αριστερά, η οποία είχε κάνει αντίστοιχη πρόταση λίγες ημέρες πριν, με αφορμή τον νόμο για τα πανεπιστήμια. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε σε αυτή την περίπτωση να ακολουθεί τις εξελίξεις και δεν είναι τυχαίο ότι ο πρόεδρός του έβγαλε σχεδόν αμέσως μετά βίντεο στο οποίο έσπευσε να πλειοδοτήσει κάπως άγαρμπα, ζητώντας από τον πρωθυπουργό να παραιτηθεί «ήρεμα», εντός 24 ωρών και να προκηρύξει εκλογές παρουσία διεθνών παρατηρητών.

Η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ είναι και εμφανής και εύλογη. Επιχειρεί να τροφοδοτήσει ένα κλίμα λαϊκής αγανάκτησης, το οποίο με τη σειρά του ευνοεί κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται ως αντισυστημικά. Το στοίχημα έχει λογική αλλά εμπεριέχει και ρίσκο. Από τη μία, ο ΣΥΡΙΖΑ έτσι μπόρεσε πάντα να προσεγγίσει μεγαλύτερα κοινά και ο ίδιος ο πρόεδρος του ό,τι κατάφερε ως τώρα, το κατάφερε με την κάπα του outsider. Από την άλλη, εάν η συζήτηση κατευθυνθεί στην αναγκαιότητα συγκλίσεων στην Κεντροαριστερά για να δημιουργηθεί ένα ρεύμα πραγματικής εκλογικής αμφισβήτησης της κυβέρνησης, ο κ. Κασσελάκης καθόλου δεν έχει (ενδιαφερθεί να) δείξει το προφίλ ανθρώπου που μπορεί να συνθέσει. Εξ αρχής παρουσίασε μια ατζέντα –πρωτίστως επικοινωνιακή και κατόπιν πολιτική– στην οποία οι υπόλοιποι είχαν την επιλογή να την ακολουθήσουν ή να απομακρυνθούν. 

Μπορεί αυτή η ατζέντα να κρατήσει ψηλά τον ΣΥΡΙΖΑ και τον πρόεδρό του σε κλίμα υψηλών εντάσεων με ξεκάθαρο πολιτικό διακύβευμα; Μένει να κριθεί. Εάν η φορά των πραγμάτων δείξει τον ΣΥΡΙΖΑ να διευρύνει τη διαφορά του από το ΠΑΣΟΚ και να ανεβαίνει τις επόμενες ημέρες, τότε είναι πολύ πιθανό αυτός να επωφεληθεί στη συνέχεια από νέα  ρεύματα συσπείρωσης και να στοχεύσει στις ευρωεκλογές ακόμα και σε ένα ποσοστό που θα έμοιαζε αδύνατο πριν μερικές εβδομάδες. Αν, αντίθετα, η κατάσταση παραμείνει θολή και συγκεχυμένη, ευνοούνται τα κομμάτια εκείνα που μοιάζουν πιο ευεπίφορα σε συγκλίσεις και συνθέσεις. Αυτό είναι ένα ρίσκο με το οποίο ο κ. Κασσελάκης ζει από τη στιγμή που μπήκε στην πολιτική αρένα. 

Στις επόμενες εβδομάδες θα έχει ενδιαφέρον να δούμε ποιος στην αντιπολίτευση θα φερθεί πιο έξυπνα, ποιος θα κάνει λιγότερα λάθη, ποιος διαθέτει μεγαλύτερα αποθέματα στήριξης (πέραν της λαϊκής) και –ως έναν βαθμό– ποιο από τα δύο σενάρια προτιμά η κυβέρνηση.