Ηταν ένα βράδυ όπως όλα τα άλλα. Στο Γκάζι, στη Σαντορίνη, σε όποια περιοχή θες. Νέοι άνθρωποι, μουσική, φωτογραφίες στα stories και ποτά που κυλάνε σαν να είναι αναψυκτικά. Μέχρι που ένα βράδυ τελειώνει αλλιώς, με ασθενοφόρα, με γονείς που τρέχουν, με δελτία ειδήσεων. Μια 16χρονη χάνει τη ζωή της, μια 17χρονη καταρρέει. Και όλοι παριστάνουμε ότι πέσαμε απ’ τα σύννεφα.
Ας είμαστε ειλικρινείς, δεν πέφτουμε από πουθενά. Ξέρουμε πολύ καλά πώς πάει το έργο. Οι περισσότεροι έχουμε βρεθεί σε ένα μπαρ, σε μια παρέα, στα δεκαπέντε και δεκαέξι μας. Με κάποιον τρόπο το ποτό ήρθε μπροστά μας, μας το σέρβιραν, το ήπιαμε. Και μετά μας σέρβιραν και δεύτερο, και τρίτο, και σφηνάκια κέρασμα. Μπορεί να βγήκαμε παραπατώντας από το μαγαζί, να ξεράσαμε στην τουαλέτα, να φτάσαμε σπίτι σαν ζαλισμένα κοτόπουλα.
Το παρελθόν του καθενός έχει ανήλικες βραδιές μεθυσιού, τις οποίες κανένας νόμος δεν κατάφερε να σταματήσει. Γιατί κανένας δεν ήθελε να τον εφαρμόσει. Τη δεκαετία του ’90 που διένυα την εφηβεία μου, δεν θυμάμαι ούτε μια φορά να μου ζήτησαν ταυτότητα στα μπαρ και στα κλαμπ. Ηταν σουρεαλιστικό. Εξω από το κλαμπ ήταν ένας γονιός-σωματοφύλακας, αλλά μέσα μπορούσαμε κυριολεκτικά να πεθάνουμε από το αλκοόλ.
Τότε ήταν αλλιώς τα πράγματα, θα πει κανείς. Τώρα το νομικό πλαίσιο έσφιξε, το καλοκαίρι επικαιροποιήθηκε και βάσει του νόμου 5216/2025, η διάθεση αλκοολούχων ποτών και καπνικών ειδών σε ανήλικους τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως και τριών ετών. Ο νόμος δεν αστειεύεται, αλλά η πραγματικότητα δείχνει ότι εμείς δεν τον παίρνουμε και τόσο στα σοβαρά ακόμα. Τραντάζεται το πανελλήνιο από τον θάνατο μιας έφηβης έξω από μπαρ και μέσα σε μια βδομάδα μια άλλη έφηβη καταρρέει σε ένα άλλο.
Λες και στην Ελλάδα καταργείται η ιδιότητα του ανήλικου μόλις διαβείς μια πόρτα: μπαίνεις στο μαγαζί και, μαγικά, γίνεσαι ενήλικος. Φταίνε τα παιδιά; Είναι λάθος να το δεις έτσι. Ο ανήλικος πάντα θα εφευρίσκει τρόπους να παρακάμψει ό,τι του απαγορεύει εκείνο που τον έλκει. Θα ζητήσει από τον μεγαλύτερο φίλο να του αγοράσει ποτά, θα πει ψέματα, θα φτιάξει μέχρι και πλαστή ταυτότητα για να μπει στο μπαρ και να παραγγείλει ελεύθερα αλκοόλ.
Τα νιάτα θα πολεμήσουν το σύστημα, ακόμα και αν τα εμποδίζει από το πέσουν στον γκρεμό. Δεν είναι τα παιδιά το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ο πορτιέρης που κάνει τα στραβά μάτια, ο μπάρμαν που δεν είναι δουλειά του να ρωτάει ηλικίες, ο επιχειρηματίας που δεν έχει σύστημα να σκανάρει ταυτότητες και βάζει το ταμείο του πιο πάνω από τους νόμους, οι παραδίπλα θαμώνες που βλέπουν ανήλικους να παραπατάνε και δεν τους καίγεται καρφί. Και στο βάθος, το κράτος που θυμάται να ελέγξει μετά το τραγικό και σπανίως πριν.
Ισως είναι μια βαθιά ελληνική συνήθεια, η χαλαρότητα να νικάει τα πάντα. Ακόμα κι όταν το κακό συμβαίνει μπροστά μας, είναι αδιαμφησβήτητο και ζητάει αλλαγές, ακόμα και τότε αλλαγές δεν γίνονται. Μοιάζουν να κινούνται όλα σε λούπα, περιστρεφόμενα γύρω από νόμους που εφαρμόζονται κατά βούληση και όχι πάντα.
Και οι δικαιολογίες πάνε σύννεφο: «Τι να κάνει το παιδί, να μη βγει;», «Τι να κάνει ο γονιός, πώς να το εμποδίσει;», «Τι να κάνει ο επιχειρηματίας, να μυρίσει τα νύχια του αν ο ανήλικος έχει πλαστή ταυτότητα;» «Τι να κάνει ο μπάρμαν, να μη σερβίρει;». Και ένα «Ελα μωρέ, παιδί είναι θα κάνει τρέλες, κι εμείς μεθύσαμε στης εφηβεία μας».
Στο συλλογικό μας ασυνείδητο έχουμε μια σχεδόν «χαϊδευτική» νοοτροπία απέναντι στο αλκοόλ και στους ανήλικους που το καταναλώνουν, σαν να είναι μια ακίνδυνη τελετή ενηλικίωσης και όχι παρανομία. Υπάρχει αυτή η βαθιά ριζωμένη ανοχή τού «όλοι το κάναμε», που μετατρέπει την ευθύνη σε αστείο και τον νόμο σε διακοσμητικό χαρτί.
Δεν είναι ότι δεν ξέρουμε το σωστό, είναι ότι έχουμε μάθει να συμβιώνουμε με το λάθος. Μεθούν παιδιά το ένα μετά το άλλο, σαστίζουμε για λίγο αλλά το επόμενο σαββατόβραδο, τα φώτα ανάβουν ξανά, τα ποτήρια γεμίζουν και η Ελλάδα συνεχίζει να σερβίρει αλκοόλ με πάγο και λεμόνι σε αμούστακα νιάτα. Γιατί έτσι έχει συνηθίσει. Και η συνήθεια είναι το εκτροφείο των σφαλμάτων, που είπε και ο Βικτόρ Ουγκό.
