Πλάι στο κύμα ή στην ταβέρνα μετά το μπάνιο γίνονται κάθε καλοκαίρι οι ωραιότερες συζητήσεις. Ενα από τα πιο δημοφιλή θέματα, πέρα από την αφλογιστία του Παναθηναϊκού και το αν η τελευταία παράσταση στην Επίδαυρο ήταν «αριστούργημα» ή «για πέταμα», είναι το γιατί δεν μπορεί να αλλάξει αυτή η χώρα.
Κάποιος θα βρεθεί στα καλοκαιρινά τραπέζια να πει ότι είμαστε «κράμα Ανατολής και Δύσης» και να αναδείξει τον εσωτερικό μας διχασμό: ανάμεσα στο δυτικό μοντέλο που στηρίζεται σε κανόνες και στον δικό μας, αιώνιο κοινοτισμό —στα δίκτυα των μεταξύ μας σχέσεων που υπερβαίνουν και συχνά ακυρώνουν τους κανόνες. Ολοι θα συμφωνήσουν. Φαίνεται άλλωστε παντού: στην καθημερινότητα, στις ευκαιρίες για τους νέους και βέβαια στο κράτος. Από τις Πολεοδομίες και το τσιμέντο στις παραλίες μέχρι τα τραπεζοκαθίσματα και το παράνομο παρκάρισμα.
Η κουβέντα θα συνεχιστεί και, όταν θα φτάνει πια το καρπούζι για να ξεπλυθούν τα παϊδάκια, το συμπέρασμα θα είναι ότι μάλλον δεν γίνεται να γίνουμε κανονική χώρα.
Οι συμμετέχοντες στην παρέα θα εκφράσουν (μουγκρίζοντας ελαφρά) τη δυσφορία τους για το ομόφωνο πόρισμα αποφεύγοντας τα κουκούτσια στη φέτα του καρπουζιού ή φτύνοντάς τα διακριτικά σε μια διπλωμένη χαρτοπετσέτα.
Νιώθωντας με το δίκιο τους ότι δεν ευθύνονται οι ίδιοι για αυτή την κατάσταση, θα θυμηθούν χωρίς να το μοιραστούν με την παρέα τουλάχιστον μία περίσταση που η α λα καρτ τήρηση των κανόνων τους βοήθησε με κάποιο τρόπο να ξεπεράσουν ένα πρόβλημα. Και ίσως σκεφτούν: «ουφ, πάλι καλά… δεν χάσαμε τουλάχιστον την ανθρωπιά μας».
-«Γλύκισμα το καρπούζι»
-«Μμμμ»…
Οταν ολοκληρωθούν οι χαλαρές κουβέντες του καλοκαιριού και επιστρέψουμε στην καθημερινότητα θα σκεφτούμε ίσως ξανά γιατί δεν γίνεται να ζήσουμε με ένα μέτρο αλληλοσεβασμού, ξεκινώντας από τον δημόσιο χώρο.
Την απάντηση βέβαια τη ξέρουμε και θα τη συζητάμε και το επόμενο καλοκαίρι. Είναι προφανής: Δεν θα γίνουμε ίσως ποτέ «κανονική χώρα» γιατί δεν θέλουμε. Ή, σωστότερα, γιατί η μεγάλη πλειοψηφία ανάμεσά μας δεν το θέλει. Σταθερά και απερίφραστα εδώ και δεκαετίες. Και επειδή η Ελλάδα είναι ευτυχώς δημοκρατία, η πλειοψηφία επιβάλλει, όπως είναι αυτονόητο, τη θέλησή της. Δεν αλλάζουμε, είναι ζήτημα δημοκρατίας.
Αν κάποια στιγμή ζορίσουν πολύ τα πράγματα, θα τραβήξουμε ένα χαρτί απο το συρτάρι με τα επιχειρήματα για τέτοιες περιπτώσεις. Θα λέει ότι φταίνε αυτοί που ψηφίσαμε ή ακόμα καλύτερα αυτοί που ψήφισαν οι άλλοι. Λογικό συμπέρασμα.
Αλλωστε μια ματιά αρκεί: αυτοί που ασχολούνται σήμερα με την πολιτική, όσους θα δεις στην κοπή μιας πρωτοχρονιάτικης πίτας θα θυμίζουν τον αντιπρόεδρο του Εδεσσαϊκού ή την κυρία που πουλούσε ιαματικό ροδόνερο μια νύχτα που κοιμήθηκες με ανοιχτή την τηλεόραση. Πώς να μην πάμε κατά διαόλου; Εμείς φταίμε για αυτή την κατάσταση;
