Να και δύο θέματα όπου η κοινωνία είναι πιο μπροστά από τα κόμματα, τα οποία δυσκολεύονται να την ακολουθήσουν: η βία στα ΑΕΙ και η αξιολόγηση στο Δημόσιο. Η αλλαγή σε αυτά τα δύο πεδία είναι επί του παρόντος αδύνατη, παρότι η κοινωνία μοιάζει να τη θέλει, βλέποντας ότι οι εποχές έχουν αλλάξει.
Πέρα από τις απλουστεύσεις (π.χ. «φταίνε τα κόμματα της Αριστεράς» ή «η Κεντροδεξιά είναι ενοχική και άτολμη»), αν δει κανείς το τοπίο από πιο ψηλά –και το πώς έχουν απλωθεί τα χαρτιά στο τραπέζι του πολιτικού συστήματος– θα διαπιστώσει ότι τέτοιες αλλαγές είναι αδύνατο να συμβούν. Παρότι είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα γίνουν, είναι εξίσου βέβαιο ότι δεν ήρθε ακόμα η ώρα τους.
Και για τα δύο θέματα η κατάσταση στο κομματικό τοπίο θυμίζει «deadlock». Η λέξη μεταφράζεται συνήθως ως «αδιέξοδο», ωστόσο η περιγραφή που κάνουν τα αγγλικά λεξικά είναι πιο παραστατική: μια κατάσταση όπου τα αντιμαχόμενα μέρη είναι «κλειδωμένα» στην ακινησία.
Στα δύο αυτά –διαφορετικά μεταξύ τους– ζητήματα λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο αντίρροπές δυνάμεις, πολιτικοί υπολογισμοί και συμβολισμοί που οδηγούν τους δρώντες εντός του πολιτικού συστήματος σε μια επιλογή που μοιάζει ορθολογική σε κομματικό επίπεδο, αλλά όχι στο επίπεδο της κοινωνίας.
Αυτό το ορθολογικό ζύγισμα εντός των βασικών κομμάτων παράγει τελικά την αναβολή ή την προσχηματική αντιμετώπιση των θεμάτων, περισσότερο δηλαδή σε επίπεδο ρητορικής (σχεδόν αναγκαστικά, επειδή το ζητά η κοινή γνώμη) και λιγότερο σε επίπεδο ουσίας.
Ας δούμε πώς η άρνηση αντιμετώπισης θεμάτων που μοιάζει για πολλούς ανορθολογική είναι σε κομματικό επίπεδο μια στάση ψύχραιμη και ορθολογική:
♦ Σε ό,τι αφορά τη βία στα ΑΕΙ, παρότι όλοι αποκηρύσσουν τον ωμό τραμπουκισμό, τους ανθρώπους που χτυπούν άλλους ανθρώπους με λοστούς και κράνη, ο τραμπουκισμός αυτός συνεχίζει να έχει δύναμη έναντι των κομμάτων, κάτι που επιτρέπει τη διαιώνιση του:
—Για την Κεντροδεξιά, οι συμβολισμοί με τους οποίους έχουν καταφέρει να συνδεθούν αυτές οι μικρές ομάδες παράγουν φόβο και αδράνεια. Η φράση «Κάποιοι θέλουν έναν νέο Γρηγορόπουλο», που ειπώθηκε (εδώ) από αρμόδια χείλη πολύ νωρίς στην εξαετή θητεία της παρούσας κυβέρνησης (Νοέμβριος 2019), είναι ίσως το κλειδί για όσα ακολούθησαν. Εξηγεί π.χ. την αποτυχία της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας ή την αποφυγή επεμβάσεων και εν τέλει είναι μια στάση ορθολογική.
Επίσης, τα επεισόδια μέσα στις πανεπιστημιακές σχολές, όπως αυτά που είδαμε πρόσφατα, δεν είναι βέβαιο ότι κάνουν πολιτική ζημιά στην κυβέρνηση. Διότι τα χρεώνονται τα κόμματα της Αριστεράς. Η σύνδεση γίνεται αυτόματα, και ας μην έχουν πρακτικά καμία σχέση με αυτές τις ομάδες. Η κυβέρνηση εισπράττει λοιπόν το όφελος από το γεγονός ότι χρεώνονται το πρόβλημα οι αντίπαλοί της, όφελος που μοιάζει να είναι μεγαλύτερο από τη ζημιά που προκαλούν οι φωνές ότι δεν κάνει όσα θα έπρεπε για να αντιμετωπίσει το φαινόμενο.
—Για την Αριστερά, η μη καταδίκη αυτών των συλλογικοτήτων είναι μονόδρομος. Και είναι μια επιλογή, όπως και στην περίπτωση της κυβέρνησης, απολύτως ψύχραιμη και ορθολογική. Ακόμη και όταν δεν υπάρχει καμία σχέση με αυτές τις μικρές ομάδες, οι ζωτικοί συμβολισμοί με τους οποίους έχουν καταφέρει να συνδεθούν δένουν τα χέρια των ηγεσιών και επιβάλλουν την ακινησία.
Το σχήμα εδώ λειτουργεί αντίστροφα σε σύγκριση με την κυβέρνηση. Η φθορά που θα προκύψει σε ό,τι αφορά το αριστερό ακροατήριο αν ένα κοινοβουλευτικό κόμμα της Αριστεράς επιχειρήσει να βάλει εναντίον αυτών των συμβολισμών (ακόμη κι αν η επίκλησή τους είναι ψευδεπίγραφη από ομάδες τραμπούκων), θα είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που προκαλεί στα ίδια κόμματα η σύνδεση τους με τα επεισόδια την οποία πετυχαίνει με ευκολία η Κεντροδεξιά στο ευρύτερο ακροατήριο.
—Για την Κεντροαριστερά, που κάποτε μπορούσε να διαχειριστεί αντιφάσεις, η κατάσταση είναι ακόμη πιο δύσκολη. Διότι συνυπάρχουν στο ίδιο κόμμα ο λογικές και των δύο άλλων παρατάξεων.
♦ Σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση στο Δημόσιο τα πράγματα είναι λιγότερο σύνθετα. Παρότι η πλειοψηφία της κοινής γνώμης θεωρεί ότι το σωστό είναι να προσπαθεί κάποιος να κάνει σωστά τη δουλειά του, ιδίως όταν υπηρετεί τους συμπολίτες του από μια δημόσια θέση, τα κόμματα δεν το βλέπουν ακριβώς έτσι.
Και εδώ, η απόσταση που έχει η στάση των κομμάτων (προσοχή: η στάση, όχι η ρητορική) από την άποψη όσων π.χ. εργάζονται υπό πιεστικές συνθήκες στον ιδιωτικό τομέα, προκύπτει από ψύχραιμες και λογικές σκέψεις. Βασικά από μια σκέψη που διατρέχει οριζόντια όλα τα κόμματα. Οσο η λέξη «αξιολόγηση» συνδέεται με τη λέξη «απολύσεις», ακόμη κι αν το γράμμα του νόμου δεν προβλέπει τίποτα τέτοιο, η υποστήριξη μιας πραγματικής αξιολόγησης στο Δημόσιο (και όχι κωμικής ή προσχηματικής) είναι μια πράξη πολιτικά απερίσκεπτη. Αν όχι, κομματικά αυτοκτονική.
Εδώ δεν παίζει κανένα ρόλο το τι πιστεύει η κοινή γνώμη στο σύνολό της, καθώς όλα τα κόμματα ψηφίζονται από ένα σημαντικό ποσοστό ανθρώπων που δεν θέλουν να γίνει πραγματική αξιολόγηση στο Δημόσιο. Και κάθε κόμμα, ιδίως όταν είναι στην εξουσία, γνωρίζει ότι αν το επιχειρήσει, τα ακροατήρια αυτά θα μετακινηθούν στους ανταγωνιστές του. Τα κόμματα δεν έχουν τάσεις αυτοκτονίας, ό,τι κι αν λέει η πλειοψηφία.
Ας κλείσουμε με λίγη μυθοπλασία. Εστω ότι εργάζεσαι σε μια από τις πάμπολλες υπηρεσίες του Δημοσίου που δεν προσφέρει τις υπηρεσίες τις ηλεκτρονικά (μέσω Gov) και όπου τηρούνται κάποιοι άγραφοι κανόνες που διαμορφώθηκαν σε βάθος ετών. Για παράδειγμα, κανένας δεν σηκώνει το τηλέφωνο που δίνεται στους πολίτες για να επικοινωνήσουν.
Στον χώρο που δουλεύεις το τηλέφωνο είναι τοποθετημένο σε μια γωνία, είναι χαμηλωμένο (δεν ακούγεται) και ανάβει μόνο ένα λαμπάκι. Και μια μέρα βλέπεις την αρνητική αξιολόγηση που έκαναν οι πολίτες στη νέα πλατφόρμα axiologisi.ypes.gov.gr. Ε, το παίρνεις το τηλέφωνο και το πετάς από το παράθυρο ή δεν το πετάς;
Ενα μόνο παράδειγμα του πώς ακόμη και θετικές πρωτοβουλίες χωρίς ευρύτερη στήριξη για διαθρωτικές αλλαγές μπορούν να φέρουν τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα: να κάνουν δηλαδή ακόμα χειρότερες τις υπηρεσίες που προσφέρονται στον πολίτη.
