Σκηνή από το νέο «West Side Story» του Στίβεν Σπίλμπεργκ | Amblin
Θέματα

«West Side Story» ξανά – το τολμά ο Σπίλμπεργκ

Πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις, τα περισσότερα ριμέικ είναι κατά πολύ υποδεέστερα από τις πρωτότυπες ταινίες: τραγικά παραδείγματα το «Sabrina» του Σίντνεϊ Πόλακ και το «Psycho» του Γκας Βαν Σαντ. Γιατί λοιπόν ρισκάρει τη φήμη του ένας τόσο καταξιωμένος σκηνοθέτης;
Protagon Team

Ο διάσημος ιταλός και πολιτογραφημένος αμερικανός κριτικός κινηματογράφου Αντόνιο Μόντα παραδέχεται σε κείμενό του στην La Repubblica ότι όχι μόνον ξαφνιάστηκε αλλά σχεδόν συγχύστηκε όταν ο Στίβεν Σπίλμπεργκ ανακοίνωσε τον περασμένο Δεκέμβριο πως επρόκειτο να αναλάβει ως σκηνοθέτης και συμπαραγωγός το ριμέικ του «West Side Story».

Δεν μπορούσε να κατανοήσει ούτε τι θα μπορούσε να προσφέρει στο κοινό μια νέα βερσιόν μιας τόσο διάσημης κλασικής ταινίας, ούτε γιατί ένας δημιουργός τόσο ταλαντούχος και ισχυρός θα μπορούσε ποτέ να επιλέξει να εργαστεί πάνω σε ένα τόσο γνωστό σενάριο. Πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως το «The Man Who Knew Too Much» το οποίο το γύρισε και τις δύο φορές ο Αλφρεντ Χίτσκοκ, υπενθυμίζει ο κύριος Μόντα, τα περισσότερα ριμέικ είναι κατά πολύ υποδεέστερα από τις πρωτότυπες ταινίες, με τον ιταλό κριτικό να επικαλείται ως τραγικά παραδείγματα το «Sabrina» του Σίντνεϊ Πόλακ και το «Psycho» του Γκας Βαν Σαντ.

Ηδη η έννοια του ριμέικ αυτή καθαυτή είναι περιοριστική, εξηγεί, καθώς η βιομηχανία του κινηματογράφου επιλέγει να επαναπροτείνει μια συνταγή ήδη δοκιμασμένη και επιτυχημένη περί τις δύο δεκαετίες μετά την προβολή της πρωτότυπης ταινίας. Εξετάζοντας, ωστόσο, προσεκτικά τα κίνητρα του Στίβεν Σπίλμπεργκ, ο ιταλός ειδικός, ο οποίος είναι και ο ίδιος σκηνοθέτης, συμπεραίνει πως οι λόγοι που τον ώθησαν να ασχοληθεί με το «West Side Story» είναι βαθύτεροι και πολύ πιο ουσιαστικοί.

Καταρχάς και μόνο το γεγονός πως ο κορυφαίος σκηνοθέτης και παραγωγός επέλεξε να σκηνοθετήσει στην παρούσα χρονική περίοδο τη δική του εκδοχή μιας ταινίας που μεταφέρει την ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας από τη Βερόνα στο West Side του Μανχάταν είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Στη θέση των Καπουλέτων και των Μοντέγων βρίσκονται οι Jets και Sharks, δύο αντίπαλες συμμορίες, η φυλετική και πολιτισμική αντιπαλότητα μεταξύ των οποίων αναδεικνύεται ως το κύριο στοιχείο ολόκληρης της Νέας Υόρκης.

Στο γήπεδο μπάσκετ όπου γυρίστηκε η διάσημη αρχική σκηνή της ταινίας, σήμερα ορθώνονται τα κτίρια του πολιτιστικού κέντρου Lincoln Center και ολόκληρη η γειτονιά, λαϊκή και εργατική εκείνη την εποχή, είναι γεμάτη πλέον πολυτελείς κατοικίες. Λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη όλα όσα εκτυλίσσονται στις ΗΠΑ τις τελευταίες ημέρες και εβδομάδες και μήνες και χρόνια, καθίσταται ξεκάθαρο σύμφωνα με τον κ. Μόντα, ότι ο Στίβεν Σπίλμπεργκ θεωρεί πως το ζήτημα των φυλετικών συγκρούσεων είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, επίκαιρο και σήμερα.

Για να γίνει απόλυτα κατανοητός ο κ. Μόντα επιστρέφει στο παρελθόν ούτως ώστε να θυμηθούμε όχι πως γυρίστηκε η πρώτη ταινία αλλά πως προέκυψε το μιούζικαλ πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία. Ο αμερικανός θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος Αρθουρ Λόρεντς σκέφτηκε να ξαναγράψει την σαιξπηρική τραγωδία, αντικαθιστώντας τους Καπουλέτους και τους Μοντέγους της Βερόνας με τους εβραίους και τους καθολικούς της Νέας Υόρκης κατά τη διάρκεια των εορτασμών του Πάσχα στο Lower East Side. Στην πρώτη εκδοχή οι καθολικοί Jets ήταν στα μαχαίρια με τους εβραίους Emeralds ενώ ο αρχικός τίτλος του έργου ήταν «East Side Story».

Elizabeth Taylor, Carmen Guitterez, Marilyn Cooper, Carol Lawrence από το αρχικό καστ του Μπρόντγουέι τραγουδούν το  “I Feel Pretty” (1957)

Η πλοκή άλλαξε, ωστόσο, μετά την εμπλοκή στο έργο των Λέοναρντ Μπερνστάιν και Στίβεν Σόντχαϊμ, οι οποίοι συνέθεσαν τη μουσική, και του Τζερόμ Ρόμπινς, ο οποίος ανέλαβε τις χορογραφίες. Η επίσημη πρεμιέρα έγινε το 1957 στο Μπροντγουέι δίχως μεγάλες προσδοκίες. Αλλά τελικά τόσο το κοινό όσο και οι κριτικοί κατενθουσιάστηκαν. Ο τόπος δράσης μεταφέρθηκε στο βόρειο τμήμα του Μανχάταν, όπου εκείνη την εποχή κατοικούσαν κυρίως μετανάστες με καταγωγή από τη Λατινική Αμερική οι περισσότεροι. Στην τελική εκδοχή του έργου το οποίο μετονομάστηκε σε «West Side Story», αντίπαλοι είναι οι πορτορικανοί Sharks, οι οποίοι πήραν τη θέση των εβραίων Emeralds, και οι βορειοευρωπαϊκής καταγωγής (πολωνικής κυρίως) Jets οι οποίοι αντικατέστησαν τους καθολικούς.

Ηδη, οπότε, από τότε, καταλήγει ο κ. Μόντα, το έργο προσέφερε μια πολιτική και ανθρωπολογική ερμηνεία της τότε κοινωνίας: «σε αυτήν την ιστορία αντιπαράθεσης που διαδραματίζεται στο χωνευτήρι (της Νέας Υόρκης) οι προτελευταίοι που κατάφεραν να ενσωματωθούν δεν ανέχονται τους τελευταίους οι οποίοι τραγουδάνε το τραγούδι – σύμβολο “I Wanna Be in America”. Η Νέα Υόρκη αποτελεί, οπότε, το πεδίο της σύγκρουσης επειδή συγχρόνως είναι και η γη της ευκαιρίας. Θεωρώ πως πλέον είναι ξεκάθαρο ποια είναι τα θέματα που ενδιαφέρουν τον Σπίλμπεργκ», σημειώνει ο κ. Μόντα, αισιοδοξώντας τελικά πως χάρη στη σκηνοθετική του μαεστρία ο καταξιωμένος αμερικανός σκηνοθέτης θα διαψεύσει τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο τα ριμέικ δεν είναι ποτέ καλύτερα από τα πρωτότυπα.