Με την προβολή της ταινίας του Μπάστερ Κίτον, What! No Beer?, ολοκληρώθηκε η ημερίδα για την μπίρα στο Ιστορικό Αρχείο ΠΙΟΠ | Κική Τριανταφύλλη
Θέματα

Το μακρύ ταξίδι της μπίρας και ολίγος Μπάστερ Κίτον

Μια ημερίδα στην οποία συνδυάστηκαν ιστορικές αναδρομές με αρχειακά τεκμήρια και μια ταινία από την ιστορία της ζυθοποιίας και την κουλτούρα της μπίρας παρακολουθήσαμε στο Ιστορικό Αρχείο του ΠΙΟΠ, στον Ταύρο
Κική Τριανταφύλλη

Στο ήρεμο περιβάλλον του Ιστορικού Αρχείου του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς, που στεγάζεται στο κτίριο μιας παλιάς χυμοποιίας στον Ταύρο, τα πάθη της Αθήνας φαίνονται πολύ μακρινά αυτό το χλιαρό βράδυ. Τα φώτα σβήνουν και στην οθόνη του θερινού σινεμά που έχει στηθεί στον εξώστη του ωραίου κτιρίου προβάλλει ο Μπάστερ Κίτον – Έλμερ Τζέι Μπατς και ο φίλος του Τζίμι Ντουράντε – Τζίμι Ποτς.

Ο Έλμερ είναι ταριχευτής ζώων και ο Τζίμι κουρέας και οι δύο μαζί μάς διακτινίζουν στο 1933. Θέλουν να γίνουν πλούσιοι και βάζουν σε εφαρμογή ένα σχέδιο αναμφίβολα τυχοδιωκτικό. Πιστεύοντας ότι η ποτοαπαγόρευση έχει ήδη λήξει, αγοράζουν μια εγκαταλειμμένη ζυθοποιία, προσλαμβάνουν άνεργους που έχουν βρει καταφύγιο στο αραχνιασμένο κτίριο, μπλέκουν με μαφιόζους και οι περιπέτειές τους δεν έχουν τέλος.

Το What! No Beer? είναι μια ασπρόμαυρη ταινία του Μεσοπολέμου, με την οποία ο θρυλικός αγέλαστος κωμικός μάς βάζει στο πνεύμα της εποχής του Κραχ, των μαφιόζων και της ποτοαπαγόρευσης στις ΗΠΑ. Με την προβολή της ολοκληρώθηκε η ημερίδα με τίτλο «Η πολύτροπος μπίρα και το ταξίδι της στον χρόνο» που πραγματοποιήθηκε στο Ιστορικό Αρχείο, αφού προηγήθηκαν δύο πολύ ενδιαφέρουσες εισηγήσεις.

Το Ιστορικό Αρχείο του ΠΙΟΠ φιλοξενείται στο κτίριο μιας παλιάς χυμοποιίας [photo: ΠΙΟΠ]

Στην ομιλία της, με τίτλο «Ιστορικό Λεύκωμα της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζύθου», η ιστορικός-αρχειονόμος Ιορδάνα Χατζηϊσαάκ από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους μάς παρουσίασε την ιστορική πολιτιστική κληρονομιά στον τομέα της ελληνικής ζυθοποιίας και την εξέλιξή της από τα τέλη του 19ου, κυρίως όμως κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα καθώς και τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων που πρωταγωνίστησαν στον κλάδο. Ταυτόχρονα, η κυρία Χατζηϊσαάκ πρόβαλε αρχιτεκτονικά/μηχανολογικά σχέδια, εκθέσεις επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, οικονομικά στοιχεία προϊόντων παραγωγής και διαφημιστικά σχέδια που τεκμηριώνουν πτυχές της οικονομικής και παραγωγικής ζωής της χώρας και συμπληρώνουν την παράλληλη έκθεση αρχειακού υλικού από τις συλλογές του Ιστορικού Αρχείου ΠΙΟΠ.

Ακόμη, η ιστορικός Ξένη Μπαλωτή μάς ταξίδεψε στο Παρίσι όπου η μπίρα, γνωστή από το 5.000 π.Χ., υπάρχει σε εκθέματα του Musée Carnavalet και στην Brasserie του Καθεδρικού Ναού του Saint-Denis ενώ αναφέρεται επίσης από τον Χέμινγουεϊ και τη Γεωργία Σάνδη μέχρι τον Αστερίξ.

Το σημείο εκκίνησης της παρασκευής της έγινε το 8.000 π.Χ. στη Μεσοποταμία, τρεις χιλιετίες αργότερα έφτασε στο Παρίσι, επί 15 αιώνες, μάλιστα, φτιαχνόταν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και λεγόταν σερβουάζ (cervoise), λέξη καθαρά γαλατική σε αντίθεση με τη μπίρα που προέρχεται από το bibere και το κανάτι που χρησιμοποιούσαν οι Κέλτες για να πίνουν κάτι υγρό, ενώ οι Γαλάτες έπιναν την μπίρα τους από παγούρι.

Κάπως έτσι μπήκαν οι βάσεις για μια γαλλογερμανική αντιπαράθεση με αντικείμενο την μπίρα που κράτησε πάρα πολλούς αιώνες. Στους λάτρεις του Αστερίξ είναι γνωστοί οι αγώνες του για την επικράτηση της σερβουάζ έναντι της κέλτικης μπίρας. «Ωστόσο θα ήταν λάθος να συμπεράνουμε ότι σερβουάζ και μπίρα ήταν το ίδιο ποτό», είπε η κυρία Μπαλωτή. Πράγματι η μπίρα γίνεται με την προσθήκη λυκίσκου, όχι όμως και η σερβουάζ. Για την ιστορία η καλλιέργεια του λυκίσκου διαδόθηκε στην Ευρώπη τον 8ο αιώνα, οι Γερμανοί τον πρόσθεσαν αμέσως στη μπίρα τους, όχι όμως και οι Γάλλοι που του αντιστάθηκαν μέχρι τον 15ο αιώνα, οπότε κατάλαβαν πόσο μεγάλη επιτυχία είχε η γερμανική μπίρα.

Η ιστορικός Ξένη Μπαλωτή (αριστερά) και η ιστορικός-αρχειονόμος Ιορδάνα Χατζηϊσαάκ (δεξιά) ήταν οι ομιλήτριες στην ημερίδα για την μπίρα που διοργάνωσε το Ιστορικό Αρχείο ΠΙΟΠ [photo: Κική Τριανταφύλλη]

Η θρησκεία είχε επίσης τον δικό της ρόλο στην ιστορία της εξέλιξης του ποτού, αφού ο Χριστιανισμός τιμούσε το κρασί ενώ ο παγανισμός την μπίρα. Όταν ο Χριστιανισμός επικράτησε, η σερβουάζ αναβαθμίστηκε και θεωρήθηκε εξαιρετικό διατροφικό προϊόν. Τον 7ο αιώνα, ο βασιλιάς των Φράγκων, Νταγκομπέρ ο 1ος χρηματοδότησε μοναστήρια για την παραγωγή μπίρας και έτσι δημιουργήθηκε η μοναστηριακή μπίρα ενώ έναν αιώνα αργότερα ο Καρλομάγνος χρηματοδότησε την καλλιέργεια του λυκίσκου. Στον Καρλομάγνο εξάλλου, που επέβαλε την παραγωγή της μπίρας σε κάθε πόλη της αυτοκρατορίας του, οφείλεται η εμπορευματοποίησή της και κατ’ επέκταση η φορολόγησή της.

Για πολλούς αιώνες ήταν καθαρά οικογενειακή υπόθεση με τις γυναίκες να πρωτοστατούν στην παρασκευή της και τα εργαλεία της μπίρας να είναι μέρος της προίκας τους, τον 13ο αιώνα, όμως, κατοχυρώθηκε επαγγελματικά και το επάγγελμα του ζυθοποιού καταχωρίστηκε στο πρώτο βιβλίο επαγγελμάτων. Από το βιβλίο αυτό μαθαίνουμε ακόμη ότι στα τέλη του 13ου αιώνα στο Παρίσι υπήρχαν 46 παραγωγοί σερβουάζ από τους οποίους οι πέντε ήταν γυναίκες, κάποιες αυτόνομοι παραγωγοί και άλλες χήρες ζυθοποιών.

Ενδιαφέρον έχει επίσης το γεγονός ότι την ίδια εποχή υπήρχαν στον Παρίσι 11 μετανάστες – παραγωγοί σερβουάζ, ένας Σκωτσέζος και 10 Άγγλοι ζυθοποιοί, που έφεραν μαζί τους από την πατρίδα τους εκτός από την υψηλή τεχνογνωσία και τις γνώσεις τους στα επαγγέλματα του βαρελοποιού και του λιανοπωλητή της μπίρας.

Ο 16ος αιώνας είναι ακόμη ένας σημαντικός σταθμός αφού τότε οριστικοποιήθηκαν τα συστατικά της μπίρας, καθαρό νερό, δημητριακά, σιτάρι, κριθάρι και λυκίσκος. Τον 170 αιώνα αυστηροποιήθηκαν τα κριτήρια του επαγγέλματος που οδηγήθηκε σε μονοπώλιο και τον 18ο αιώνα αναδείχτηκε η εμβληματική προσωπικότητα του Αντουάν Ζοζέφ Σαντέρ που υπήρξε ζυθοποιός και στρατηγός της Γαλλικής Επανάστασης. Ήταν ο αρχηγός της Πολιτοφυλακής που συνέβαλε στην πτώση της Βαστίλης το 1789 και ταυτόχρονα ο ζυθοποιός που με τις γνώσεις του πήγε την υπόθεση της μπίρας πολύ πιο μπροστά. Μεταξύ άλλων, ο Σαντέρ εξέδωσε ένα επιστημονικό εγχειρίδιο για την «τέχνη του ζυθοποιού» (Art du brasseur), στο οποίο περιέγραφε αναλυτικά όχι μόνο τον τρόπο παρασκευής κάθε είδους (υπήρχαν πέντε εκείνη την εποχή) μπίρας αλλά και τον τρόπο κατασκευής ενός ζυθοποιείου.

Από το αρχείο του εργοστασίου Κάρολος Φιξ [photo: ΠΙΟΠ]

Η ανάγκη να κρατιέται δροσερή η μπίρα οδήγησε το 1856 στην εφεύρεση της πρώτης μηχανής πάγου, που αργότερα χρησιμοποιήθηκε και για τη συντήρηση όλων των τροφίμων. Ένα χρόνο αργότερα, ο Παστέρ διατύπωσε την βεβαιότητά του ότι η ζύμωση προέρχεται από την μαγιά, και όχι από χημικούς παράγοντες αλλά και την αρχή της παστερίωσης που στη συνέχεια εφαρμόστηκε από όλους τους μεγάλους ζυθοποιούς του τέλους του 19ου αιώνα οπότε η παραγωγή της μπίρας έγινε βιομηχανική. Η μεγάλη κατανάλωση μπίρας γινόταν στα καπηλειά και στα καφέ της χώρας και άρεσε ιδιαίτερα στους καπνιστές.

Η δεύτερη βιομηχανική επανάσταση ώθησε τη Γαλλία στην επαναφορά του θεσμού της διοργάνωσης των διεθνών εκθέσεων που προϋπήρχε τον 18ο αιώνα. Ανάμεσα στο 1867 και το 1900, οπότε η γαλλική μπίρα έφτασε στο απόγειό της, διοργανώθηκαν 4 διεθνείς εκθέσεις. Στην έκθεση του 1867 οι γάλλοι ζυθοποιοί έχασαν τα μετάλλια από τους βασικούς τους αντίπαλους, τους Γερμανούς, καθώς δεν είχαν προβλέψει την ανάγκη να διατηρήσουν τα προϊόντα τους σε χαμηλή θερμοκρασία, με αποτέλεσμα να χαλάσουν.

Οι Γερμανοί απουσίαζαν από την δεύτερη έκθεση του 1878, καθώς είχε μεσολαβήσει ο γαλλογερμανικός πόλεμος του 1870, και πάλι, όμως, οι Γάλλοι έχασαν γιατί δεν είχαν προβλέψει την πλευρά της γευσιγνωσίας. Αλλά, στην τρίτη έκθεση του 1879, η Γαλλία απέσπασε 15 μετάλλια, καθώς αυτή τη φορά οι Γάλλοι έλαβαν στα σοβαρά υπόψη ότι η μπίρα «είναι τόσο λεπτεπίλεπτη όσο ένα λουλούδι και χάνει γρήγορα το άρωμά της, τη δροσιά της και την καλή της γεύση όταν παραμεληθεί». Και γιόρτασαν τον θρίαμβό τους γράφοντας ότι πήραν τη Ρεβάνς και τη λέξη ρεβάνς με κεφαλαίο το ρο.

Το αποκορύφωμα για τη γαλλική μπίρα ήρθε στην έκθεση του 1900, την μεγαλύτερη που είχε οργανωθεί μέχρι τότε. Πήραν μέρος 371 ζυθοποιοί από όλο τον κόσμο εκ των οποίων 55 Γάλλοι. Και στο περίπτερο των Γάλλων η μπίρα έρεε επί έξι μήνες, όσο δηλαδή κράτησε η έκθεση.

Δημοσίευμα της 18/08/1957 της εφημερίδας Ημερησία [photo: ΠΙΟΠ]

«Για τους Γάλλους του 19ου αιώνα η μπίρα δεν ήταν απλά ένα ποτό αλλά ένα μέσο πολιτικής επιρροής στο πλαίσιο των γαλλογερμανικών σχέσεων», είπε η κυρία Μπαλωτή. Για έναν Γάλλο πατριώτη ήταν αδιανόητο να αποδεχτεί την υπεροχή της γερμανικής μπίρας αλλά και να μην την αμφισβητήσει επί της ουσίας. Έτσι άρχισε και η αποδόμηση της καταγωγής της που για καιρό λεγόταν ότι ήταν γερμανική.

«Ε, λοιπόν, όχι. Οι Γαλάτες δίδαξαν στους Γερμανούς την τέχνη της ζυθοποίησης γιατί οι Γερμανοί δεν γνώριζαν την τέχνη των προγόνων μας. Άλλωστε ο Τάκιτος αναφέρει ότι το ποτό που έπιναν οι Γερμανοί ενοχοποιείται για πονοκέφαλο, πρόβλημα στα νεύρα και σε πολλά άλλα μέλη του ανθρωπίνου σώματος. Θα ήταν λάθος να αφήσουμε τους Γερμανούς να έχουν την τιμή της ανακάλυψης του μυστικού της παρασκευής του κρασιού από κριθάρι. Η μπίρα και η σερβουάζ είναι δικό μας ποτό», επιχειρηματολογούσαν με κάθε ευκαιρία.

Και αυτή η αντιπαράθεση κράτησε τουλάχιστον έως το τέλος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου. Περιοδικό ζυθοποιίας του 1918 αναφέρει: «Θεωρείται σίγουρο ότι δεν θα βρεθεί κάποιος να εισάγει γερμανική μπίρα στη Γαλλία και πώς δεν θα βρεθεί πλέον κανείς για να την πουλήσει αλλά ούτε και να την πιει.» Τα πράγματα βέβαια από τότε μέχρι σήμερα, που διάγουμε την εποχή της παγκοσμιοποίησης έχουν αλλάξει εντελώς και στη Γαλλία.