| Shutterstock
Θέματα

Θα ξεπεράσει η Κίνα σε πλούτο και ισχύ τις ΗΠΑ;

Οι προβλέψεις δύο κορυφαίων ειδικών για την εξέλιξη του σινοαμερικανικού ανταγωνισμού στα επόμενα χρόνια με έπαθλο τα πρωτεία στη διεθνή σκηνή 
Protagon Team

Οι εικόνες της χαοτικής αποχώρησης των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν ενθάρρυναν όλους όσοι υποστηρίζουν ότι η Αμερική βρίσκεται σε φάση παρακμής και πτώσης. Δεδομένης της τεράστιας σημασίας του ζητήματος για ολόκληρο τον κόσμο ο Economist άρχισε να δίνει τον λόγο σε μια σειρά από επιφανείς διανοητές παγκοσμίου διαμετρήματος οι οποίοι καταθέτουν την άποψή τους όσον αφορά το μέλλον της αμερικανικής ισχύος.  

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην συγκεκριμένη θεματική ενότητα παρουσιάζει ο ανταγωνισμός μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας για τον τίτλο της κατεξοχήν υπερδύναμης κατά των 21ο αιώνα. Οι Αμερικανοί εξακολουθούν να διατηρούν ένα σχετικό προβάδισμα αλλά η αποφασιστικότητα των Κινέζων να κερδίσουν τα πρωτεία είναι τεράστια.

Οσον αφορά το μέλλον, ο σινοαμερικανός πολιτικός επιστήμονας Μινσίν Πέι (εδώ, με συνδρομή) καθηγητής Διακυβέρνησης στο Claremont McKenna College και συγγραφέας του «Ο Κινεζικός Ευνοιοκρατικός Καπιταλισμός» θεωρεί πως η Κίνα θα φτάσει σε απόσταση αναπνοής από τις ΗΠΑ αλλά δεν θα καταφέρει να τις ξεπεράσει. Αντιθέτως ο Bρετανός Πολ Κένεντι (εδώ, με συνδρομή), καθηγητής Ιστορίας στο Γέιλ και συγγραφέας του «Η Ανοδος και Πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων» δεν είναι τόσο σίγουρος πως η Αμερική θα συνεχίσει να υπερέχει.

Στην παρέμβασή του στον Economist ο Μινσίν Πέι υπενθυμίζει καταρχάς πως οι ΗΠΑ έχουν ήδη υιοθετήσει μία στρατηγική για να βάλουν φρένο στην περαιτέρω ανάπτυξη της Κίνας. Πρόκειται για την στρατηγική της «οικονομικής αποσύνδεσης» (economic decoupling) στο πλαίσιο της οποίας η Ουάσιγκτον κήρυξε εμπορικό πόλεμο στο Πεκίνο, επιδιώκοντας να ανακόψει την εισροή νέων τεχνολογιών και τεχνογνωσίας στην Κίνα και να αναγκάσει τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού να την παρακάμψουν.

«Λίγοι πρέπει να αμφιβάλλουν για την αποδοτικότητα αυτών των μέτρων – απλά προσέξτε πόσο γρήγορα οι αμερικανικές κυρώσεις σακάτεψαν την Huawei, τον κινεζικό κολοσσό των τηλεπικοινωνιών που ήταν ηγέτης στην τεχνολογία 5G»αναφέρει ενδεικτικά ο Πέι, επισημαίνοντας, ωστόσο, πως πρόκειται για μία στρατηγική η οποία μπορεί μόνο να επιβραδύνει, όχι να τερματίσει, την κινεζική ανάπτυξη.

Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που η κινεζική οικονομία καταφέρει, τελικά, να ξεπεράσει την οικονομία των ΗΠΑ (σήμερα το κινεζικό ΑΕΠ αντιστοιχεί στο 70% του αμερικανικού ενώ είναι ήδη ίσο, αν όχι μεγαλύτερο, σε αντιστοιχία αγοραστικής δύναμης), το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις ΗΠΑ θα συνεχίσει να είναι αισθητά μεγαλύτερο, σχεδόν τετραπλάσιο, σε σχέση με το κινεζικό. «Μία χώρα τέσσερις φορές πιο πλούσια από τον κύριο γεωπολιτικό της αντίπαλο έχει, πρακτικά, περισσότερα χρήματα για επενδύσεις στις ένοπλες δυνάμεις, στην έρευνα και στην ανάπτυξη. Πρέπει να διαθέτει τα μέσα για να διατηρήσει το προβάδισμα, με την προϋπόθεση ότι οι αμερικανοί ηγέτες μπορούν να επιδείξουν την απαραίτητη πολιτική βούληση και συναίνεση»σημειώνει ο Πέι. 

Σύμφωνα με τον Πολ Κένεντι, ωστόσο, απλά και μόνο το γεγονός πως το ΑΕΠ μίας άλλης παγκόσμιας υπερδύναμης ισούται – σε αντιστοιχία αγοραστικής δύναμης – με το ΑΕΠ των ΗΠΑ, είναι κάτι το αξιοσημείωτο και ενδεικτικό όσον αφορά το μέλλον, μια κατάσταση που τελευταία φορά παρουσιάστηκε τη δεκαετία το 1880, περίοδο κατά την οποία η αμερικανική οικονομία ξεπέρασε την οικονομία της Βρετανίας. «Καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα η αμερικανική οικονομία ήταν, χονδρικά μιλώντας, από δύο έως τέσσερις φορές μεγαλύτερη από τις οικονομίες των υπόλοιπων υπερδυνάμεων»υπενθυμίζει ο Κένεντι.   

Δεδομένου ότι ο πληθυσμός της Κίνας έχει ξεπεράσει το 1,4 δισεκατομμύριο ενώ οι Αμερικανοί είναι περί τα 330 εκατομμύρια, αρκεί το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Κίνα να φτάσει να αντιστοιχεί μόλις στο μισό του κατά κεφαλήν εισοδήματος στις ΗΠΑ, ούτως ώστε η κινεζική οικονομία να είναι διπλάσια της αμερικανικής. «Αυτό θα παράσχει στην Κίνα τεράστια κεφάλαια για μελλοντικές αμυντικές δαπάνες»εξηγεί ο βρετανός ιστορικός, προειδοποιώντας πως κανένας αμερικανός πρόεδρος δεν μπορεί να κάνει πολλά ούτως ώστε να αποτρέψει την εν λόγω εξέλιξη.

Είναι σε θέση η Ουάσιγκτον να αυξήσει το ύψος των στρατιωτικών της δαπανών από το τρέχον 3,5% στο 6% που απαιτείται (σύμφωνα με τον Κένεντι) ούτως ώστε να συνεχίσει να ανταποκρίνεται της υποχρεώσεις ανά τον κόσμο, διατηρώντας, συγχρόνως, την υπεροχή απέναντι στους Κινέζους; Θεωρητικά η απάντηση είναι ναι αλλά το κόστος θα ήταν δυσβάσταχτο και δύσκολα θα εγκρινόταν από τα μέλη του Κογκρέσου.

«Τι άλλο, όμως, θα μπορούσε να κάνει μία μελλοντική κυβέρνηση στην περίπτωση που η Κίνα αποφάσιζε να ξοδέψει πολύ περισσότερα χρήματα; Τι θα γινόταν εάν ο αυταρχικός ηγέτης της Σι Τζινπίνγκ έκρινε πως ήρθε η ώρα για την Κίνα να δαπανά το 5% ή και παραπάνω του αυξανόμενου ΑΕΠ για τις ένοπλες δυνάμεις της;»διερωτάται ο Κένεντι, εξηγώντας πως «πρόκειται περί ενός σεναρίου που πριν από μισό αιώνα δεν υπήρχε και κανένας στην Ουάσιγκτον δεν φαίνεται πρόθυμος να μιλήσει για αυτό». 

Ο Πέι επισημαίνει, όμως, από την πλευρά του ότι «η Κίνα γερνάει πιο γρήγορα από την Αμερική. Ο ΟΗΕ προβλέπει ότι το 2040 η μέση ηλικία στην Κίνα θα είναι τα 46,3 έτη ενώ στις ΗΠΑ τα  41,6 έτη. Ως αποτέλεσμα εκτιμάται πως η ανάπτυξη της Κίνας θα επιβραδυνθεί αισθητά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2030». Αποτελεί επίσης γεγονός πως οι ΗΠΑ έχουν και «θα συνεχίσουν να έχουν τα καλύτερα ερευνητικά πανεπιστήμια, τις περισσότερες καινοτόμες τεχνολογικές εταιρείες και τις πιο αποδοτικές χρηματοπιστωτικές αγορές».

Ο Πέι συμφωνεί και με όλους όσοι υποστηρίζουν πως τροχοπέδη στις προσπάθειες των Κινέζων να ξεπεράσουν τους Αμερικανούς θα αποτελέσει κυρίως το κυβερνών Κομμουνιστικό Κόμμα. «Ο υπαρξιακός φόβος του κόμματος περί απώλειας του ελέγχου θα το αναγκάσει να παρεμβαίνει επιτακτικά στην οικονομία, καθιστώντας την λιγότερο αποδοτική»προβλέπει. 

Οσον αφορά την κατάσταση στη διεθνή σκηνή, η Κίνα δεν έχει σχεδόν κανένα σύμμαχο ενώ οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν, προς το παρόν τουλάχιστον πολλούς συμμάχους, παρά τις ολοένα πιο έντονες τάσεις απομονωτισμού της Ουάσιγκτον. Εξίσου σημαντικό είναι ότι στην ευρύτερη περιοχή τους οι ΗΠΑ δεν έχουν ισχυρούς ανταγωνιστές/αντιπάλους ενώ οι Κινέζοι καλούνται να αναμετρηθούν και με τους Ιάπωνες και με τους Ινδούς. 

Λαμβάνοντας όλα αυτά υπόψη ο Πέι προβλέπει πως «η Κίνα θα πρέπει να είναι σε θέση να καλύψει την απόσταση από τις ΗΠΑ κατά την τρέχουσα δεκαετία, αλλά η ανάπτυξη της κατά πάσα πιθανότητα θα επιβραδυνθεί κατά την επόμενη δεκαετία και το ενδεχόμενο η Κίνα να ξεπεράσει τις ΗΠΑ θα καθίσταται ολοένα πιο αμυδρό». Εάν επαληθευτεί το εν λόγω σενάριο στη διεθνή σκηνή θα επέλθει ένα «στρατηγικό τέλμα» στο πλαίσιο του οποίου «αντί να καθίστανται επικίνδυνα ανεξέλεγκτες, οι διμερείς σχέσεις θα καταλήξουν πιθανώς σε μία ισορροπία με λιγότερες στρατιωτικές εντάσεις και πολύ λιγότερη διπλωματική οξύτητα». 

Ομως το ότι η Κίνα πολύ δύσκολα θα καταφέρει να ξεπεράσει τις ΗΠΑ, σύμφωνα με την ανάλυση του Πέι πάντα, δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θα θριαμβεύσουν, όπως συνέβη στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου με την Σοβιετική Ενωση. «Ακόμη και δίχως να καταστεί η Κίνα το πιο ισχυρό κράτος στον κόσμο, το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας θα έχει εξίσου νικήσει: σε αντίθεση με τον εκλιπόντα σοβιετικό ξάδελφό του, θα συνεχίσει να ελέγχει στιβαρά και με πυγμή μία υπερδύναμη που η Αμερική δεν μπορεί να νικήσει», εξηγεί ο Πέι. Και το τελικό του συμπέρασμα σε γενικές γραμμές δεν διαφέρει σημαντικά από την πρόβλεψη του Πολ Κένεντι όσον αφορά την εξέλιξη του αγώνα ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα με έπαθλο τα πρωτεία στη διεθνή σκηνή. 

Ολοκληρώνοντας τον συλλογισμό του ο βρετανός ιστορικός αναφέρει πως για να μπορέσει να γράψει ένα νέο κεφάλαιο στην «Ανοδο και Πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων» με πρωταγωνίστρια αυτή την φορά την Κίνα, «ίσως το μοναδικό που πρέπει να κάνει ο πρόεδρος Σι, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ντενγκ Σιάο Πινγκ, είναι να αποφύγει τα λάθη και να αφήσει τις οικονομικές και στρατιωτικές ικανότητες της Κίνας να αναπτύσσονται, δεκαετία με τη δεκαετία. Αυτή θα μπορούσε να είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για την Αμερική: κάποιος άλλος εξίσου ισχυρός με εκείνη  στον κόσμο».