Στα μέσα του 20ού αιώνα η Νέα Υόρκη έγινε το επίκεντρο του σχεδιασμού φο μπιζού, καθώς οι τεχνίτες που εγκατέλειπαν την κατεστραμμένη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο Ευρώπη έδιναν νέα πνοή στην τέχνη τους, αλλά στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Μάλιστα, η τεχνογνωσία τους ώθησε την πόλη στην πρώτη γραμμή της μόδας, εγκαινιάζοντας μια εποχή τολμηρών, όμορφων και προσιτών κοσμημάτων.
Είναι γνωστό ότι ένα εντυπωσιακό κολιέ, ένα βραχιόλι ή ένα ζευγάρι σκουλαρίκια μπορούν να δώσουν άλλον αέρα σε ένα ρούχο. Ωστόσο, μέχρι να εφευρεθούν τα φο μπιζού, αυτή η επιλογή ήταν διαθέσιμη μόνο σε πολύ εύπορους πελάτες. Μέχρι τότε «οι γυναίκες φορούσαν εκλεκτά κοσμήματα ή καθόλου κοσμήματα», όπως λέει η Κάρολ Γούλτον, ιστορικός κοσμημάτων, δημοσιογράφος της Vogue και δημιουργός του podcast «If Jewels Could Talk».
Η Κάρολ Γούλτον και η Μαρία Λουίζα Φρίζα, κριτικός τέχνης και καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο IUAV της Βενετίας (έχει ιδρύσει το πρόγραμμα σπουδών Fashion Design and Multimedia Arts) υπογράφουν τα κείμενα ενός νέου βιβλίου με τίτλο «Costume Jewelry», το οποίο αφηγείται την ιστορία των ψευδοκοσμημάτων.
Τα εντυπωσιακά ψεύτικα κοσμήματα (Costume Jewellery ή Faux Bijoux), φτιαγμένα με φθηνά υλικά ή με απομιμήσεις πολύτιμων λίθων, ήταν αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, όπως ο αντίκτυπος που είχε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στη διαθεσιμότητα των υλικών και η μεταβαλλόμενη θέση των γυναικών στην κοινωνία. Και παρότι δημιουργήθηκαν από ευρωπαίους σχεδιαστές, αρχικά έγιναν γνωστά στις Ηνωμένες Πολιτείες, γράφει η Καθ Πάουντ στο BBC Culture.
«Νομίζω ότι αγκαλιάστηκαν πολύ περισσότερο στις ΗΠΑ επειδή εκεί δεν υπήρχε η παράδοση των κοσμημάτων που κληρονομούνται από γενιά σε γενιά, η οποία ήταν εδραιωμένη στην Ευρώπη», λέει η Γούλτον. «Οι Ευρωπαίες ήταν συνηθισμένες να φορούν οικογενειακά κοσμήματα ή κοσμήματα που τους είχαν δωριστεί σε σημαντικά ορόσημα της ζωής τους, αλλά στην Αμερική υπήρχε μια ελευθερία».
Η επιρροή του Χόλιγουντ στη διάδοση των ψευδοκοσμημάτων υπήρξε τεράστια, γράφει η Πάουντ στο BBC Culture. Οταν σταρ του κινηματογράφου όπως η Μέριλιν Μονρόε άρχισαν να φορούν φο μπιζού, τόσο στην οθόνη όσο και στην καθημερινότητά τους, τα μετέτρεψαν σε ένα εξαιρετικά επιθυμητό και προσιτό αγαθό. Τα «δημοκρατικά» κοσμήματα, όπως χαρακτηρίστηκαν, άρχισαν πλέον να φοριούνται από όλες τις γυναίκες, από κοσμικές κυρίες μέχρι γραμματείς.
Κοκό Σανέλ και Σκιαπαρέλι
Η Κοκό Σανέλ υπήρξε πρωτοπόρος (και) στη δημιουργία φο μπιζού, με τα εμβληματικά της βραχιόλια-μανσέτες από μέταλλο, βαμμένο με λευκό σμάλτο, και τον Σταυρό της Μάλτας σχηματισμένο με πολύτιμους λίθους, να συγκαταλέγονται στα πιο επιδραστικά ψεύτικα κοσμήματα.
«Είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς πόσο ριζοσπαστικό ήταν εκείνη την εποχή αυτό που έκανε η Σανέλ χρησιμοποιώντας γυαλί και επιχρυσωμένο μέταλλο και αναμειγνύοντάς το με πολύτιμους λίθους. Τώρα ο συνδυασμός υψηλής και χαμηλής μόδας είναι συνηθισμένος, αλλά τότε δεν ήταν», λέει η Γούλτον στο BBC.
Στη Σανέλ άρεσε να εμφανίζεται συνδυάζοντας πολύτιμα και ψεύτικα κοσμήματα, αλλά τα κομμάτια που πουλούσε ήταν καθαρά φο μπιζού, κάτι που της έδινε την ελευθερία να πειραματίζεται με χρώματα και υλικά, φτιάχνοντας «κάτι πραγματικά όμορφο από μόνο του», σημειώνει η Γούλτον. Αλυσίδες με ψεύτικα μαργαριτάρια και έντονα, χρωματιστά κομμάτια από επιχρυσωμένο μέταλλο, υαλόμαζα και χάντρες ήταν τα τέλεια συνοδευτικά για τα κομψά εκλεπτυσμένα ρούχα της, μεταξύ των οποίων το χαρακτηριστικό «μικρό μαύρο φόρεμά» της.
«Η ιδέα της ήταν ότι τα φίνα κοσμήματα δεν πρέπει να έχουν να κάνουν με την αξία ή τον πλούτο ή, όπως είχε πει χαρακτηριστικά, με το “να φοράς μια επιταγή στον λαιμό σου”. Το θέμα ήταν η ολοκλήρωση του ενδύματος και το να κάνουν μια γυναίκα να νιώθει όμορφη», λέει η Γούλτον.
Εξίσου σημαντική ήταν η Ελσα Σκιαπαρέλι, η οποία «τα προσέγγισε από μια πολύ διαφορετική οπτική γωνία, τα έκανε μορφή τέχνης και συνεργάστηκε με διαφορετικούς καλλιτέχνες, όπως ο Ζαν Σλουμπερζέ και ο Σαλβαδόρ Νταλί», λέει η Γούλτον στο BBC Culture, προσθέτοντας ότι για την Σκιαπαρέλι, «δεν υπήρχε σχέδιο ή υλικό που δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί».
Τα πάντα, από κοχύλια και κώνους έλατου μέχρι φτερά στρουθοκαμήλου και πατίνια, μετατράπηκαν σε εντυπωσιακά στολίδια, πίσω από τα οποία «υπήρχε μια πολύ πιο καλλιτεχνική διαδικασία σκέψης σε συνεργασία με καλλιτέχνες, ώστε να υπάρχει η άποψή τους για το τι θα μπορούσε να είναι η κοσμηματοποιία», λέει η αγγλίδα ιστορικός. Και τονίζει ότι η Σανέλ και η Σκιαπαρέλι «δημιούργησαν κάτι που δεν υπήρχε προηγουμένως», φτιάχνοντας μια μορφή κοσμήματος προσβάσιμη σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό.
Τα φο μπιζού του Χόλιγουντ
Η Μίριαμ Χάσκελ δημιούργησε μερικά από τα καλύτερα φο μπιζού που έχουν κατασκευαστεί ποτέ: περίτεχνα φιλιγκράν κομμάτια (κατασκευές από σύρμα) και εκλεπτυσμένες συνθέσεις με χάντρες, ισάξια σε επίπεδο δεξιοτεχνίας και κομψότητας με τις δημιουργίες της υψηλής ραπτικής, χάρη στους εξειδικευμένους ευρωπαίους τεχνίτες που προσέλαβε για την κατασκευή τους.
Τα εξαιρετικά της σχέδια εκτιμήθηκαν πολύ από τις σταρ του Χόλιγουντ. Η Τζόαν Κρόφορντ, ειδικά, φορούσε τα κομμάτια της Χάσκελ εντός και εκτός οθόνης, μάλιστα έκανε και το μοντέλο για τις διαφημιστικές της καμπάνιες. Τα κοσμήματά της εμφανίστηκαν επίσης σε ταινίες όπως το μιούζικαλ «Ziegfeld Follies» (1945) και το κλασικό τρόμου «Φάντασμα της Οπερας» (1943), καθώς και σε επεισόδια της κωμικής σειράς «I Love Lucy» (1951-1957). Ηταν μάλιστα η πρώτη σχεδιάστρια κοσμημάτων με καταστήματα στις αλυσίδες Saks Fifth Avenue και Harvey Nichols.
Ωστόσο κανένας σχεδιαστής ψευδοκοσμημάτων δεν έχει ταυτιστεί με την Tinseltown όσο ο Joseff of Hollywood. Η φήμη του αυστριακής καταγωγής Γιουτζίν Γιόζεφ ξεκίνησε όταν επεσήμανε στον φίλο του, ενδυματολόγο Γουόλτερ Πλάνκετ, ότι πολλά από τα κοσμήματα που έβλεπε κανείς στην οθόνη ήταν ιστορικώς ανακριβή. Οταν ο Πλάνκετ τον προκάλεσε να δημιουργήσει κάτι καλύτερο, τα αποτελέσματα ήταν σαφώς εντυπωσιακά και σύντομα ο Γιόζεφ έγινε ο αγαπημένος σχεδιαστής κοσμημάτων όλων των μεγάλων στούντιο.
Τα «Ενα Αστέρι Γεννιέται» (1937), «Οσα Παίρνει ο Ανεμος» (1939) και «Μπεν Χουρ» (1959) είναι μερικές μόνο από τις κλασικές ταινίες στις οποίες παρουσιάστηκαν τα κοσμήματά του, ενώ κορυφαίες σταρ όπως οι Μαρλένε Ντίτριχ, Γκρέτα Γκάρμπο και Βίβιεν Λι τα φορούσαν συχνά και εκτός οθόνης.
Ο Γιόζεφ δημιούργησε ένα ματ μέταλλο για τα κοσμήματά του, το οποίο εξασφάλιζε ότι δεν θα θάμπωναν κάτω από τον φωτισμό του στούντιο. Αντλώντας έμπνευση από μια τεράστια γκάμα βιβλίων αναφοράς, απλοποίησε επίσης επιδέξια τα ιστορικά στυλ, προκειμένου να αποδώσει την ουσία μιας εποχής, για το κοινό που δεν επρόκειτο να επικεντρωθεί στις λεπτομέρειες.
«Ενας από τους λόγους που ήταν τόσο επιτυχημένος ήταν ότι νοίκιαζε τα κοσμήματα, δεν τα πουλούσε στα στούντιο», λέει η Γούλτον στο BBC. Ετσι δημιούργησε ένα τεράστιο αρχείο κομματιών τα οποία μπορούσε να ενοικιάζει πάλι σε άλλες ταινίες. Εχοντας συνειδητοποιήσει ότι οι γυναίκες λαχταρούσαν τα κοσμήματα που έβλεπαν να φορούν τα είδωλά τους στην οθόνη, έφτιαξε επίσης αντίγραφα αυτών των κομματιών, τα οποία στη συνέχεια πουλούσε σε πολυκαταστήματα.
Για την Γούλτον, ο πιο καινοτόμος από όλους τους σχεδιαστές φο μπιζού είναι ο Trifari, χάρη στο εύρος του έργου του: «Είναι τόσο εξαιρετικό, τα κομμάτια είναι πολύ όμορφα και πολύ διαφορετικά», λέει στο BBC.
Η φήμη του Trifari οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον γεννημένο στο Παρίσι επικεφαλής σχεδιαστή του Αλφρέντ Φιλίπ, ο οποίος είχε εργαστεί στο παρελθόν για εκλεκτούς κοσμηματοπώλες κα έκανε εκπληκτικά κομμάτια, αξιοσημείωτα για τα περίτεχνα σχέδια και τη σχολαστική κατασκευή τους, όπως η περίφημη καρφίτσα «Φρουτοσαλάτα», με το πουλί του παραδείσου – ένα στυλ που είχε γίνει δημοφιλές από τον Cartier, ο οποίος χρησιμοποίησε διαμάντια, σμαράγδια και ρουμπίνια στη δική του Δυτική εκδοχή των κοσμημάτων των Μογγόλων.
Ο Trifari τα έκανε κάπως πιο προσιτά, με χρωματιστό γυαλί και στρας. Ανοιξε επίσης τον δρόμο για τη χρήση ασυνήθιστων υλικών όπως το Lucite, μια διαφανής ακρυλική ρητίνη που χρησιμοποιείται σε παράθυρα αεροσκαφών, μπορούσε να διαμορφωθεί υπό θερμότητα και πίεση και έλαμπε σαν φεγγαρόπετρα.
Με έμπνευση από την Αφρική και τις μπιζουτιέρες διασημοτήτων
Η Χάτι Κάνενγκαϊζερ γεννήθηκε στην Αυστρία και το 1900 μετανάστευσε με την οικογένειά της στη Νέα Υόρκη, όπου άλλαξε το επίθετό της σε Κάρνεγκι, εμπνευσμένη από τον βιομήχανο Αντριου Κάρνεγκι, που ήταν τότε ένας από τους πλουσιότερους άνδρες στην Αμερική. Η ίδια δεν έφτασε μεν στο δικό του επίπεδο πλούτου, αλλά έγινε μια εξαιρετικά επιτυχημένη σχεδιάστρια μόδας, προσαρμόζοντας επιδέξια τα παριζιάνικα στυλ στον τρόπο ζωής και στα γούστα των Αμερικανίδων.
Στη δεκαετία του 1930 άρχισε να δημιουργεί πολύχρωμα κοσμήματα, πολλά από τα οποία είχαν μια τολμηρή, στυλιζαρισμένη εμφάνιση, εμπνευσμένη από την αφρικανική τέχνη, που είχε παρατηρήσει ότι ήταν πολύ δημοφιλής στους παριζιάνους σχεδιαστές εκείνη την εποχή. Βραχιόλια και καρφίτσες με πολύχρωμα, ιδιόμορφα ζώα και θαλάσσια πλάσματα από βακελίτη ή ημιπολύτιμους λίθους, διακοσμημένα με στρας, ήταν επίσης δημοφιλή στους πελάτες της, στους οποίους περιλαμβάνονταν οι σταρ του κινηματογράφου Ταλούλα Μπάνκχεντ, Τζιν Φοντέν και Νόρμα Σίρερ, καθώς και προσωπικότητες της υψηλής κοινωνίας όπως η δούκισσα του Ουίνδσορ και η βαρόνη ντε Ρότσιλντ. Η Κάρνεγκι πέθανε το 1956, η επιχείρησή της όμως συνεχίστηκε μέχρι τη δεκαετία του 1970, όταν κατασκευάστηκε το διάσημο αιγυπτιακής έμπνευσης κολιέ της με τον σκαραβαίο.
Ο Κένεθ Τζέι Λέιν, ίσως ο πιο διάσημος από όλους τους κοσμηματοπώλες, είχε μια λίστα με διασημότητες στο πελατολόγιό του: η Οντρεϊ Χέπμπορν, η Νταϊάνα Βρίλαντ και η δούκισσα του Ουίνδσορ φορούσαν όλες τα κοσμήματά του. «Η Ζακλίν Κένεντι Ωνάση λάτρευε τα κομμάτια του και του έστελνε ευχαριστήριες σημειώσεις», λέει η Γούλτον. «Ακόμα και η πριγκίπισσα Μαργαρίτα συνήθιζε να πηγαίνει στο νησί Μυστίκ με τα Kenneth Jay Lanes της». Προφανώς, αυτές οι γυναίκες μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά τα αληθινά διαμάντια και τα μαργαριτάρια, αλλά «οι γυναίκες που αγόραζαν Van Cleef και Harry Winston αγόραζαν επίσης Kenny επειδή ήταν διασκεδαστικό», εξηγεί η Γούλτον.
Η επιτυχία του οφειλόταν τόσο στη γοητεία του όσο και στα κοσμήματά του. «Ηταν απίστευτα πνευματώδης και όμορφος, και απέκτησε πολύ καλές διασυνδέσεις. Αναμιγνυόταν με την υψηλή κοινωνία και όλες αυτές οι γυναίκες τον λάτρευαν», λέει η Γούλτον. «Παρατηρούσε τι φορούσαν και το αντέγραφε και ήταν εντελώς αμετανόητος γι’ αυτό». Απόδειξη, το γεγονός ότι ονόμασε με θράσος την αυτοβιογραφία του «Faking It». Σύγχρονες σταρ, δε, όπως η Lady Gaga και η Κέιτι Πέρι, συνεχίζουν να έλκονται από τις δημιουργίες του.
Ο γεννημένος στο Βέλγιο Γουίλιαμ ντε Λίλο εργάστηκε στους οίκους Tiffany, Cartier και Harry Winston στη Νέα Υόρκη, προτού συνεργαστεί με τον πρώην επικεφαλής σχεδιαστή της Miriam Haskell, Ρόμπερτ Φ. Κλαρκ, το 1967. Οι πρώτες δημιουργίες του –τολμηρά, όμορφα κομμάτια με πολύχρωμες χάντρες, κρόσσια και φούντες και ορείχαλκο επιχρυσωμένο με ρόδιο– δημιουργήθηκαν ως απάντηση στην αντικουλτούρα που σάρωνε τότε την Αμερική. Συχνά, δε, οι συλλογές του, τόσο για γυναίκες όσο και για άνδρες, περιλάμβαναν χρυσά κολάρα για σκύλους και αλυσίδες που φοριούνταν αντί για γραβάτες.
Ο Ντε Λίλο επηρεάστηκε από τα εκλεκτά κοσμήματα του Ζαν Σλουμπερζέ και χρησιμοποίησε υλικά όπως ροζ κοράλλι (angel skin), τιρκουάζ, μαργαριτάρια, λάπις λάζουλι, στρας και νεφρίτη. Συνέχισε να δημιουργεί κομμάτια για επιδείξεις μόδας αμερικανών μόδιστρων όπως ο Μπιλ Μπλας και ο Νόρμαν Νόρελ, μέχρι που τράβηξε την προσοχή της υψηλής κοινωνίας και απέκτησε πελάτισσες όπως η βαρώνη ντε Ρότσιλντ, η δούκισσα του Ουίνδσορ και η Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Το 1976, οι Ντε Λίλο και Κλαρκ μετακόμισαν στη Γαλλία και ο Ντε Λίλο σχεδίαζε για τις πρωτοπόρους των φο μπιζού Chanel και Schiaparelli, καθώς και για τους οίκους Nina Ricci και Yves Saint Laurent.
Η Γουέντι Γκελ ήταν άλλη μια εντυπωσιακή σχεδιάστρια φο μπιζού, όμως η καριέρα της ξεκίνησε εντελώς διαφορετικά. Στιχουργός στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η Γκελ εμπνεύστηκε το βραχιόλι «Wristy» και άλλαξε τρόπο βιοπορισμού. Στολισμένες με ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, από vintage πορσελάνινες φιγούρες μέχρι ψεύτικα μαργαριτάρια και κρύσταλλα, οι ιδιότροπες δημιουργίες της έγιναν γρήγορα δημοφιλείς.
Συνέχισε σχεδιάζοντας κομμάτια για ντεφιλέ των Oscar de la Renta και Louis Dell’Olio, προτού υπογράψει συμβόλαιο με την Disney για τη δημιουργία μιας σειράς φο μπιζού με καρτουνίστικες φιγούρες, όπως ο Ρότζερ Ράμπιτ, για τη Saks Fifth Avenue.
Η τολμηρή αισθητική της Γκελ ταίριαζε απόλυτα με το στυλ της δεκαετίας του 1980 και τα μοναδικά κομμάτια της μπήκαν στις συλλογές διασημοτήτων γνωστών για τις αλλόκοτες επιλογές τους, όπως η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η Σερ, ο Λιμπεράτσε, ο Ελτον Τζον και ο Prince.
