Οι New York Times διερωτώνται στον τίτλο τους: Είναι ο Ρόναν Φάροου πολύ καλός για να ΄ναι αληθινός; | CreativeProtagon
Θέματα

Στο στόχαστρο ο «εξολοθρευτής άγγελος» του κινήματος #MeToo

Οι «σχεδόν κατηγορίες» που προσάπτουν οι New York Times στον Ρόναν Φάροου, γιο της Μία Φάροου και του Φρανκ Σινάτρα και τον πιο διάσημο σήμερα ερευνητή δημοσιογράφο στις ΗΠΑ, συνταράσσουν τον κόσμο της αμερικανικής δημοσιογραφίας
Protagon Team

Είναι ένας ανακριβής ερευνητής δημοσιογράφος; Ή τυφλώθηκε από τις υπέρμετρες φιλοδοξίες του και την επιτυχία; Ή  μήπως συμπαρασύρθηκε και αυτός (εκούσια ή ακούσια) από την αποκαλούμενη στις ΗΠΑ «δημοσιογραφία της αντίστασης» (resistance journalism) η οποία αναπτύχθηκε κατά την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, καταλήγοντας, όμως, πλέον να απειλεί τη δημοσιογραφική ακεραιότητα και την εμπιστοσύνη των πολιτών στα ΜΜΕ, δεδομένου ότι ενθαρρύνει τους δημοσιογράφους να υποστηρίζουν ό,τι θέλουν, ακόμη και εάν δεν έχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, αρκεί ο στόχος τους να είναι δημόσιο πρόσωπο και να το αντιπαθούν όλοι όσοι έχουν την πιο δυνατή φωνή;

Προς το παρόν το μόνο σίγουρο είναι ότι οι «σχεδόν κατηγορίες» που προσάπτουν οι New York Times στον Ρόναν Φάροου, τον πιο διάσημο σήμερα ερευνητή δημοσιογράφο στις ΗΠΑ, συνταράσσουν τον κόσμο της αμερικανικής δημοσιογραφίας.

Γιατί έως και πριν από λίγα 24ωρα ο 32χρονος γιος της Μία Φάροου και του Γούντι Αλεν (ή, του Φρανκ Σινάτρα, σύμφωνα με τη μητέρα του) ήταν το αγαπημένο παιδί των politically correct φιλελεύθερων Αμερικανών, ο «εξολοθρευτής άγγελος» σύμφωνα με τον Φεντερίκο Ραμπίνι της La Repubblica, του Κινήματος #MeToo ο οποίος με τις έρευνες που διεξήγαγε για λογαριασμό του περιοδικού The New Yorker συνέβαλε καθοριστικά στην καταδίκη του Χάρβεϊ Γουάινσταϊν. Για το κοινωνικό έργο που επιτέλεσε τότε ο Ρόναν Φάροου τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ, από κοινού με την Τζόντι Κάντορ και η Μέγκαν Τουόχι, δημοσιογράφους των New York Times, οι οποίες επίσης διεξήγαγαν έρευνες με στόχο να ξεμπροστιάσουν τον πρώην κραταιό άνδρα του Χόλιγουντ.

Πριν από λίγες ημέρες, ωστόσο, ένας άλλος δημοσιογράφος των NYT, ο Μπεν Σμιθ, επέκρινε έντονα μέσω της στήλης του τις μεθόδους που εφάρμοσε ο Φάροου κατά τις αποκαλύψεις του για τον Γουάινσταϊν, κατηγορώντας τον για παραλείψεις, μεροληπτικές αναγνώσεις των μαρτυριών των φερόμενων θυμάτων και επιλεκτική αξιοποίηση και ανάδειξη των πληροφοριών που είχε συγκεντρώσει με σκοπό την ενίσχυση των ισχυρισμών του.

Για λογαριασμό του Ρόναν Φάροου απάντησε μέσω ενός καταιγισμού από τιτιβίσματα ο Μάικλ Λούο, αρχισυντάκτης του thenewyorker.com, υποστηρίζοντας καταρχάς πως «ο Μπεν Σμιθ τον οποίο εκτιμώ, κάνει το ίδιο πράγμα για το οποίο κατηγορεί τον Ρόναν – λειαίνει τις άβολες άκρες των γεγονότων ούτως ώστε να ταιριάζουν με την αφήγηση που θέλει να παρουσιάσει».

Ο Χάρβεϊ Γουάνσταϊν καταφθάνει στο δικαστήριο, τον περασμένο Φεβρουάριο (Reuters)

Πρέπει να σημειωθεί πως τόσο ο Μπεν Σμιθ όσο και ο Μάικλ Λούο έχουν εξαιρετικές σχέσεις με την ερευνητική δημοσιογραφία, δεδομένου ότι ο πρώτος ήταν επί μία δεκαετία διευθυντής του ερευνητικού δημοσιογραφικού ιστοτόπου BuzzFeed ενώ ο δεύτερος ήταν επί 13 χρόνια επικεφαλής της ομάδας ερευνητών δημοσιογράφων των New York Times. Οπότε οι απόψεις τους έχουν ιδιαίτερη σημασία.

Στο εκτενές κείμενό του ο Μπεν Σμιθ, ελέγχοντας εξονυχιστικά σχεδόν όλες τις έρευνες του Ρόναν Φάροου, πέρα από εκείνες που του χάρισαν το Πούλιτζερ και έστειλαν τον Γουάινσταϊν στη φυλακή, δεν του προσάπτει καμιά βαριά κατηγορία. Τον επαινεί μάλιστα για όλα όσα κατάφερε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, επιλέγοντας τον δύσκολο δρόμο της ερευνητικής δημοσιογραφίας. Σημειώνει, ωστόσο, ότι κάποιες πτυχές της δουλειάς του Φάροου τον κάνουν να πιστεύει ότι «αποπειράθηκε κάποιες φορές να πετάξει πολύ κοντά στον ήλιο».

Πώς; Γράφοντας ιστορίες οι οποίες είναι «ακαταμάχητα κινηματογραφικές, με αδιαμφισβήτητους ήρωες και κακοποιούς, ενώ συχνά παραλείπει τα πολύπλοκα γεγονότα και τις άβολες λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να καταστήσουν την αφήγησή του λιγότερο δραματική», εξήγησε ο Σμιθ. Υποστήριξε, μάλιστα, πως ο Φάροου μερικές φορές παραβαίνει τις βασικές δημοσιογραφικές αρχές της εξακρίβωσης και της αντικειμενικής παρουσίασης των γεγονότων, αναδεικνύοντας, για παράδειγμα, υποθέσεις και θεωρίες συνωμοσίας τις οποίες δεν είναι σε θέση να αποδείξει.

Ο Ρόναν Φάροου με τη μητέρα του, ηθοποιό Μία Φάροου, σε παλαιότερη φωτογραφία τους

Ο Μπεν Σμιθ δεν θεωρεί πως ο Ρόναν Φάροου είναι «παραμυθάς», ούτε ότι φαντάζεται πράγματα ούτως ώστε να καθιστά τα ρεπορτάζ του ακόμη περισσότερο «κινηματογραφικά». Πιστεύει, ωστόσο, ότι τα κείμενά του είναι σε κάποια σημεία τους τουλάχιστον «παραπλανητικά», και αυτό αντιτίθεται στους βασικούς κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας.

«Λαμβάνουμε τις διορθώσεις πολύ σοβαρά υπόψη και θα χαιρόμασταν να διορθώσουμε κάτι εάν μας υποδεικνυόταν κάποιο λάθος. Αλλά ο Μπεν δεν έκανε αυτό. Είμαστε περήφανοι για τα ρεπορτάζ του Ρόναν Φάροου και εμμένουμε σε αυτά», εξήγησε ο Μάικλ Λόου σε ένα δεύτερο tweet του, αναφέροντας πως το New Yorker παρείχε άμεσα λεπτομερή στοιχεία στον Μπεν Σμιθ που αντικρούουν τους ισχυρισμούς του αλλά εκείνος προτίμησε να μην τα παραθέσει στη στήλη του.

Πάντως σύμφωνα με τον Τζον Ολσοπ, δημοσιογράφο του «Columbia Journalism Review», η όλη υπόθεση αφορά πρωτίστως τη «δημοσιογραφία των σούπερσταρ. Ενας σούπερ σταρ δημοσιογράφος μπορεί να είναι εξαιρετικά ταλαντούχος αλλά αυτό δεν τον καθιστά αλάθητο. Ολοι έχουμε προκαταλήψεις και όλοι κάνουμε λάθη», υπενθύμισε με νόημα στο άρθρο του.